
H κλιματική κρίση φαίνεται πως αποτελεί πια ένα μεγάλο πλήγμα για την ελληνική οικονομία. Η Κομισιόν, ο ΟΟΣΑ αλλά και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έκρουσαν «καμπανάκι» κινδύνου για την Ελλάδα σε σχέση με το συγκεκριμένο «καυτό» ζήτημα.
Η κλιματική αλλαγή
Η κλιματική αλλαγή που εκδηλώνεται με ακραία καιρικά φαινόμενα αποτελεί έναν από τους βασικούς κινδύνους για την οικονομία της Ελλάδας, όπως έχει προειδοποιήσει ο ΟΟΣΑ στη νέα του έκθεση που δημοσίευση για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές «Ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι πλημμύρες του 2023 στη Θεσσαλία, θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν αρνητικά την εγχώρια ζήτηση», όπως αναφέρει η έκθεση, συνδέοντας μάλιστα την επέκταση της κλιματικής κρίσης με την αναμενόμενη αύξηση των δαπανών, κάτι που προκαλεί έντονη ανησυχία.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, προειδοποίησε για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην οικονομία, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για προσαρμογή στα ακραία καιρικά φαινόμενα και για ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών. Πέρα από τον μετριασμό των εκπομπών, η εστίαση πρέπει να στραφεί και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, καθώς και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Αύξηση της χρηματοδότησης
Την ίδια στιγμή τόσο ο Διοικητής, όσο και η Κομισιόν υπογραμμίζουν την ανάγκη για περαιτέρω χρηματοδότηση. Οι κλιματικοί κίνδυνοι επηρεάζουν άμεσα την οικονομία και την κοινωνία της Ελλάδας, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Υπολογίζεται ότι μέσα στα τελευταία 40 χρόνια, η Ελλάδα έχει απώλειες πάνω από 16 δισεκατομμυρίων ευρώ λόγω ακραίων φαινομένων που σχετίζονται με τον καιρό και το κλίμα . Μόνο το 5% των οικονομικών ζημιών υπολογίζεται ότι ήταν ασφαλισμένες, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα ασφαλιστικής κάλυψης έναντι ακραίων φαινομένων στην ΕΕ, ιδίως για τις πυρκαγιές και τις θυελλώδεις καταιγίδες.
Η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στους κλιματικούς κινδύνους και στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Ο κλιματικός κίνδυνος και ο κίνδυνος ακραίων καιρικών φαινομένων επηρεάζει τις δημοσιονομικές εκτιμήσεις, όπως φαίνεται από τις δαπάνες για αποκατάσταση και ανοικοδόμηση μετά την καταιγίδα Daniel το 2023. Για να μειώσει το κόστος, η Ελλάδα αποφάσισε να διαθέσει 600 εκατ. ευρώ ετησίως για τη διαχείριση μελλοντικών κινδύνων από φυσικές καταστροφές.
Τα περιβαλλοντικά σχέδια
Κατά μέσο όρο στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2006 και 2024, μια επιφάνεια 0,4% της έκτασης της Ελλάδας καίγεται κάθε χρόνο, τιμή ρεκόρ για την ΕΕ. Στο κάδρο μπαίνει και το πρόβλημα της λειψυδρίας ιδίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, που επηρεάζει τόσο τον τουρισμό όσο και τη βιομηχανία στην Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζει προκλήσεις στη διαχείριση των υδάτινων πόρων της.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η βιομηχανία της Ελλάδας εκλύει σχετικά υψηλές ποσότητες αέριων και υδάτινων ρύπων. Η χώρα βρίσκεται σε σχετικά υψηλό επίπεδο βλαβών από την ατμοσφαιρική ρύπανση και η ένταση των εκπομπών της είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Το κόστος της ρύπανσης είναι υψηλότερο από τις επενδύσεις για την πρόληψη, έχοντας να αντιμετωπίσει χιλιάδες θανάτους ετησίως. Για να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς της στόχους και να επιτύχει την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης, η Ελλάδα χρειάζεται να διαθέσει επιπλέον 349 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ το εθνικό σχέδιο για το κλίμα και την ενέργεια διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων
Ένα βιώσιμο σχέδιο για το μέλλον
Καθώς μαρτυρούν τα δεδομένα η Ελλάδα σύντομα θα χρειαστεί ένα κλιματικό σχέδιο για την προστασία του περιβάλλοντος και την ευθυγράμμιση με τους στόχους της ΕΕ. Ειδικότερα όσον αφορά την ύδρευση, χρειάζεται η ενίσχυση της βιωσιμότητας των λειτουργιών και των επενδύσεων των επιχειρήσεων ύδρευσης.
Ταυτόχρονα, η βελτίωση της διαχείρισης της προσφοράς και της ζήτησης νερού και η παροχή κινήτρων καθώς και η προώθηση μιας θεσμικής μεταρρύθμισης που θα εστιάζει στον τρόπο βελτίωσης της ικανότητας των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, θα συμβάλλουν στην επίλυση του σημαντικού προβλήματος της σπατάλης των υδάτων.
Τέλος, η μετατροπή των αποβλήτων σε πρώτες ύλες αποτελεί σημαντικό βήμα για τη μετάβαση σε μια καθαρότερη, κλιματικά ουδέτερη και κυκλική οικονομία που ωφελεί το περιβάλλον και τις τοπικές κοινότητες. Το ποσοστό ανακύκλωσης στην Ελλάδα είναι 17%, σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 49%. Οι υπηρεσίες διαχωρισμού της συλλογής βιοαποβλήτων παρέχουν αυτή τη στιγμή μόνο μέτρια ποσοστά συλλογής και η υγειονομική ταφή εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη μέθοδος επεξεργασίας των αστικών αποβλήτων, σε ποσοστό 80%.
www.worldenergynews.gr