Τελευταία Νέα
Ενέργεια

Αποθήκευση η απάντηση στο ενεργειακό κόστος - Εντός Οκτωβρίου το τελικό σχέδιο στο ΥΠΕΝ

Αποθήκευση η απάντηση στο ενεργειακό κόστος - Εντός Οκτωβρίου το τελικό σχέδιο στο ΥΠΕΝ
Tι υποστηρίζουν μελέτες για έργα αποθήκευσης όσον αφορά την εξοικονόμηση απέναντι στις διακυμάνσεις των ενεργειακών αγορών
Η εκρηκτική άνοδος των τιμών της ενέργειας που ξεκίνησε στο τέλος της Άνοιξης του 2021 και όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί τουλάχιστον έως και το πρώτο τρίμηνο του 2022, φέρνει στο προσκήνιο το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν η αποθήκευση του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου στην προσπάθεια διατήρησης ομαλών συνθηκών κατά τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης.
Η συνεχώς εντεινόμενη στροφή προς τις ΑΠΕ και η ταχύρρυθμη διείσδυσή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο, σε συνδυασμό με τον επιταχυνόμενο περιορισμό/αποκλεισμό της χρήσης υγρών και στερεών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή, θέτει επί τάπητος την ανάγκη δημιουργίας αποθηκευτικών σταθμών μεγάλης κλίμακας. Αυτοί μπορούν να στηρίξουν αποφασιστικά το ηλεκτρικό σύστημα, που αντιμετωπίζει προβλήματα κορεσμού και ευσταθούς λειτουργίας από τη μαζική ένταξη σε αυτό μεταβλητών ΑΠΕ (αιολικών και φωτοβολταϊκών).

Σδούκου:Ελπίδα για το πρώτο εξάμηνο του 2022 να προχωρήσει μια διαγωνιστική διαδικασία για μια δομή αποθήκευσης ενέργειας

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι πρόσφατα από τη Θεσσαλονίκη η γενική γραμματέας Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου επεσήμανε την ιδιαίτερη έμφαση που δίνει το ΥΠΕΝ στην αποθήκευση ενέργειας και εξέφρασε την ελπίδα ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 θα προχωρήσει μια διαγωνιστική διαδικασία για μια δομή αποθήκευσης ενέργειας.
Πάντως στα συρτάρια του ΥΠΕΝ βρίσκεται μια αναλυτική μελέτη για την αποθήκευση ενέργειας που εκπονήθηκε από ειδική ομάδα με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων, υπό τον καθηγητή του ΕΜΠ Σταύρο Παπαθανασίου, ενώ εντός του Οκτωβρίου αναμένεται να παραδοθεί και το τελικό κείμενο της πρότασης τον τρόπο ενσωμάτωση της νέας τεχνολογίας στο ενεργειακό σύστημα της χώρας.
Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το θέμα της αποθήκευσης ενέργειας, τόσο στον ηλεκτρισμό όσο και στο φυσικό αέριο, δεν αποτέλεσε προτεραιότητα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, μολονότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας είχαν αναληφθεί στον τομέα αυτό επενδυτικές πρωτοβουλίες που πλέον έχουν ωριμάσει, όπως το έργο αντλησιοταμίσευσης της ΤΕΡΝΑ στη Αμφιλοχία.
Και παρά το γεγονός ότι όλα τα επίσημα κείμενα εθνικής ενεργειακής πολιτικής (Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός, Εθνικό Σχέδιο για τις ΑΠΕ, Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα), τα οποία βασίζονταν σε έγκυρες και εμπεριστατωμένες μελέτες της ΡΑΕ, του ΑΔΜΗΕ, του ΔΕΣΦΑ, του ΕΜΠ, κ.α., τόνιζαν την ανάγκη ταχείας υλοποίησης αποθηκευτικών σταθμών, στο χρονικό ορίζοντα του 2020 και 2025. Έτσι βρισκόμαστε σήμερα χωρίς το αναγκαίο νομοθετικό/ρυθμιστικό/χρηματοδοτικό πλαίσιο, που θα δράσει ως καταλύτης για την υλοποίηση σταθμών αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας, σταθμών που εάν υπήρχαν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποφασιστικό ανάχωμα στην εκρηκτική άνοδο των ενεργειακών τιμών στη χώρα μας.

Τα κέρδη από τα έργα αποθήκευσης

Το θετικό οικονομικό αποτέλεσμα της αποθήκευσης, προκύπτει από όλες τις σχετικές μελέτες, όπως και από την πλέον πρόσφατη που εκπονήθηκε το Νοέμβριο του 2020 από το ΕΜΠ.
Σύμφωνα, με τα αποτελέσματα αυτά, η λειτουργία ενός αντλησιοταμιευτικού σταθμού μεγάλης κλίμακας οδηγεί σε ετήσια εξοικονόμηση σταθερού και λειτουργικού κόστους για το εθνικό ηλεκτρικό σύστημα της τάξης των 174.000 ευρώ/MW/έτος. Ειδικά για την περίπτωση του αντλησιοταμιευτικού σταθμού της Αμφιλοχίας (680 MW), η εξοικονόμηση σε ετήσια βάση υπολογίζεται σε 118 εκατ. ευρώ.
Το ποσό αυτό θα μπορούσε, κάθε χρόνο, να χρησιμοποιείται για την ανακούφιση των νοικοκυριών που πλήττονται από τις υπέρογκες αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.

Αντίστοιχα, στον τομέα του φυσικού αερίου, εάν είχε ολοκληρωθεί και τεθεί σε λειτουργία η υποθαλάσσια αποθήκη αερίου της Νότιας Καβάλας, θα υπήρχε σήμερα ένα σημαντικό όπλο έναντι των διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του αερίου. Με δυνατότητες για διοχέτευση περίπου 1 δισεκ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου σε δύο φάσεις το χρόνο, με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν δυνατό να καλυφθεί περί το 20% της ζήτησης σε ετήσια βάση, σε περιόδους που οι διεθνείς τιμές του αερίου απογειώνονται.
Από τα απολογιστικά στοιχεία του 2020, δηλαδή ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου 5,5 δισ. Nm3 (63 εκατ. θερμικές MWh) και μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής του για το καλοκαιρινό τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου 2020 ίση περίπου με 6 ευρώ/MWh (έναντι τιμής καλοκαιριού 2021 πάνω από 25 ευρώ/MWh), μία συντηρητική εκτίμηση της εξοικονόμησης που θα μπορούσε να προκύψει, τόσο για τη χώρα, όσο και για τους τελικούς καταναλωτές αερίου, θα ήταν: 63 εκατ. MWh x 20% x (ελάχιστη διαφορά τιμής 10 ευρώ/MWh), δηλ. περίπου 120 εκατ. ευρώ ανά έτος.

Είναι σαφές πως η μόνη στρατηγική που μπορεί διαχρονικά να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα τις υψηλές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι η φθηνότερη ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ και ο μετριασμός των διακυμάνσεων στις τιμές του φυσικού αερίου, που μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με αποθήκευση μεγάλης κλίμακας: αφενός ηλεκτρισμού ώστε να μπορεί να αυξηθεί η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, και αφετέρου φυσικού αερίου, ώστε η χώρα μας να μην είναι έρμαιο των τιμών που διαμορφώνονται συγκυριακά στη διεθνή αγορά για το «μεταβατικό» ορυκτό καύσιμο.

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης