Ο Αμερικανός που έδωσε 4,6 δισ. για να αγοράσει τον αγγλικό σύλλογο και η μεταγραφική στρατηγική που εφαρμόζει
Ο Τοντ Μπέλι είναι συνιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Eldridge, ενός fund με έδρα το Γκρίνουιτς του Κονέκτικατ που επενδύει σε διάφορους κλάδους, όπως ασφάλιση, διαχείριση περιουσίας, τεχνολογία, αθλητισμός, μέσα ενημέρωσης, ακίνητα και καταναλωτές.
Ο Αμερικανός επενδυτής κατέχει το 20% των μετοχών των Los Angeles Dodgers και είναι συνιδιοκτήτης των Los Angeles Sparks, καθώς και ιδιοκτήτης του οργανισμού eSports Cloud9 και της εταιρείας DraftKings.
Επιπλέον, το 2021 απόκτησε μαζί με τον Φίλιπ Άνσουτζ μερίδιο 27% στους Los Angeles Lakers, μια ομάδα του NBA που τον Φεβρουάριο του 2021 είχε εκτιμώμενη αξία πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο Μπόελι είναι πρόεδρος των Security Benefit και MRC και έχει επενδύσεις σε A24, Fulwell 73 και Penske Media, έναν όμιλο που ιδρύθηκε το 2003 και κατέχει τις εταιρείες Billboard, Rolling Stone, Variety και The Hollywood Reporter.
Η Eldridge έχει επενδύσει σε περισσότερες από 70 λειτουργικές εταιρείες. Πριν από την ίδρυση της Eldridge, ο Μπόελι ήταν πρόεδρος της Guggenheim Partners.
Η κοινοπραξία υπό την ηγεσία του συνιδιοκτήτη της ομάδας μπέιζμπολ «LA Dodgers» και με την υποστήριξη της «Clearlake Capital» υπέγραψε το 2022 για την απόκτηση της Τσέλσι μια συμφωνία που ξεπερνάει τα 4 δισεκατομμύρια λίρες.
Είναι το μεγαλύτερο ποσό που καταβλήθηκε για ποδοσφαιρικό σύλλογο, ξεπερνώντας τα 790 εκατομμύρια λίρες που κατέβαλε η αμερικανική οικογένεια Γκλέιζερ για την απόκτηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ενός από τους αντιπάλους της Τσέλσι στην Πρέμιερ Λιγκ.
Οι τρεις φάσεις της εποχής Μπέλι
Αν ήθελε κανείς να δείξει επιείκεια, θα μπορούσε να χωρίσει την εποχή της Τσέλσι από την ανάληψη της ιδιοκτησίας από τον Τοντ Μπέλι και την Clearlake Capital σε τρεις διακριτές φάσεις.
Η πρώτη ήταν το λεγόμενο «Καλοκαίρι και Χειμώνας του Τοντ», την περίοδο του 2022 και στις αρχές του 2023, όταν ο ίδιος ο Μπέλι εκτελούσε – αρχικά άτυπα και στη συνέχεια επίσημα – χρέη αθλητικού διευθυντή. Αν υπήρχε διαθέσιμος ποδοσφαιριστής με σχετική φήμη ή όνομα που είχε συνδεθεί με κάποιον μεγάλο σύλλογο, η Τσέλσι προσπαθούσε να τον αποκτήσει.
Το αποτέλεσμα ήταν οι αφίξεις παικτών όπως οι Ραχίμ Στέρλινγκ, Καλιντού Κουλιμπαλί, Μιχαΐλο Μούντρικ και Πιερ-Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ. Η ομάδα λίγο έλειψε να υπογράψει ακόμη και τον 37χρονο Κριστιάνο Ρονάλντο.
Παρά τη δαπάνη 630 εκατομμυρίων ευρώ σε μεταγραφές σε δύο μεταγραφικές περιόδους, η Τσέλσι ολοκλήρωσε τη σεζόν στο κάτω μισό του βαθμολογικού πίνακα της Premier League.
Η επόμενη φάση ήρθε το καλοκαίρι του 2023: το ίδιο πράγμα, αλλά με νεαρούς παίκτες.
Η στρατηγική οδήγησε σε αρκετές αποτυχημένες επιλογές, με πάνω από 400 εκατομμύρια ευρώ να ξοδεύονται, όμως ακόμη και οι κορυφαίοι σύλλογοι δεν έχουν επιτυχία σε όλες τις μεταγραφές – η μέση «επιτυχία» δεν ξεπερνά το 50%. Το σημαντικότερο είναι ότι εκείνη την περίοδο η Τσέλσι απέκτησε δύο 21χρονους που εξελίχθηκαν στους βασικούς της αστέρες: τον Κόουλ Πάλμερ και τον Μοϊσές Καϊσέδο. Η ομάδα τερμάτισε στην έκτη θέση την επόμενη σεζόν.
Ακολούθησε το περσινό καλοκαίρι, με τις μεταγραφές πολλών νεαρών παικτών με εμπειρία σε κορυφαία πρωταθλήματα. Καμία από αυτές τις συμφωνίες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί οικονομικά έξυπνη – χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι Ζοάο Φέλιξ και Κίερναν Ντιούσμπερι-Χολ.
Ωστόσο, η Τσέλσι κατάφερε να «γεμίσει» το ρόστερ πέραν των Πάλμερ και Καϊσέδο, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να παρατάσσει δύο διαφορετικές ενδεκάδες στο UEFA Conference League και την Premier League. Ο σύλλογος κατέκτησε το Conference League και τερμάτισε τέταρτος στο πρωτάθλημα – πιο κοντά στη δεύτερη Άρσεναλ απ’ ό,τι ήταν η Άρσεναλ στην πρωτοπόρο Λίβερπουλ.
Μπαίνοντας στο φετινό καλοκαίρι, η Τσέλσι είχε μια νεανική ομάδα που επιστρέφει στο Champions League, με βάθος ρόστερ άνω του μέσου όρου – ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στο παρελθόν – και δύο αυθεντικούς σταρ που μπαίνουν στην κορύφωσή τους.
Αν και για τρία χρόνια η Τσέλσι έμοιαζε περισσότερο με επενδυτικό fund παρά με ποδοσφαιρικό σύλλογο – αποκτώντας όποιον παίκτη θεωρούσε πως είχε μεταπωλητική αξία, ανεξαρτήτως αγωνιστικής ταυτότητας – τώρα βρίσκεται σε θέση να κυνηγήσει τίτλους.
Θα μπορούσε να επενδύσει το άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ που είχε ξοδέψει στις μεταγραφές σε δύο-τρεις ακόμη σταρ που θα πλαισίωναν τους Καϊσέδο και Πάλμερ.
Ή και όχι. Βάσει των κινήσεων της Τσέλσι αυτό το καλοκαίρι, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε και πάλι στο ίδιο γνώριμο σημείο: κανείς δεν έχει ιδέα τι κάνουν.
Γιατί καμία από τις φετινές μεταγραφές της Τσέλσι δεν αλλάζει το αγωνιστικό της ταβάνι;
Αν εξετάσει κανείς μεμονωμένα τις φετινές μεταγραφικές κινήσεις της Τσέλσι, καθεμία μοιάζει κατά κάποιο τρόπο λογική. Ωστόσο, όταν μπαίνουν όλες στο ίδιο κάδρο, προκύπτει ένα ερώτημα: πώς καμία δεν αλλάζει πραγματικά το επίπεδο της ομάδας;
Η αρχή έγινε με την απόκτηση του 22χρονου επιθετικού Λίαμ Ντελάπ από την υποβιβασμένη Ίπσουιτς, έναντι 35,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο Ντελάπ σημείωσε 10 γκολ (χωρίς πέναλτι) και μοίρασε δύο ασίστ σε μία από τις χειρότερες ομάδες της Premier League, υπερβαίνοντας αισθητά τα 7,8 αναμενόμενα γκολ του, ένδειξη που παραπέμπει σε πιθανή πτώση απόδοσης στο μέλλον. Παρά τις ικανότητές του με την μπάλα, δεν είχε γενικά σημαντική συνεισφορά στο δημιουργικό κομμάτι του παιχνιδιού.
Ωστόσο, λόγω ηλικίας και θέσης – οι επιθετικοί κοστίζουν ακριβά – ο Ντελάπ παραμένει ένα στοίχημα με περιθώρια ανάπτυξης. Ακόμη και στο χειρότερο σενάριο, η Τσέλσι ίσως καταφέρει να πάρει πίσω τα χρήματά της σε μία μελλοντική μεταπώληση.
Ακολούθησε η μεταγραφή του Ζοάο Πέδρο από τη Μπράιτον, ενός 23χρονου διεθνή Βραζιλιάνου που μοιάζει στο στυλ με τον Ρομπέρτο Φιρμίνο, αλλά δεν πλησιάζει ακόμη την απόδοσή του.
Διακρίνεται για την πίεση που ασκεί ψηλά και την ικανότητά του να κινείται στους ενδιάμεσους χώρους, ωστόσο δεν έχει επιδείξει ουσιαστικά νούμερα σε γκολ και ασίστ. Στη διετία με τη Μπράιτον κατέγραψε 0,43 γκολ και ασίστ (χωρίς πέναλτι) ανά 90 λεπτά, επίδοση που δεν εντυπωσιάζει, με τα βασικά του στατιστικά να μην είναι πολύ καλύτερα.
Ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί υποτιμημένος λόγω των «αόρατων» ποιοτικών χαρακτηριστικών του, τα πέντε πέναλτι που εκτέλεσε πέρυσι ανέβασαν τεχνητά την αξία του. Η Τσέλσι πλήρωσε 63,7 εκατομμύρια ευρώ – ποσό επιπέδου βασικού στο Champions League – για έναν παίκτη που ακόμη δεν είναι σε αυτό το επίπεδο.
Η περίπτωση του Τζέιμι Γκίτενς εντάσσεται στην ίδια λογική με τον Ντελάπ. Ο 20χρονος είναι αθλητικός, παίζει ως δεξιοπόδαρος αριστερός εξτρέμ, δηλαδή σε θέση με μεγάλη ζήτηση. Το πρόβλημα είναι ότι προς το παρόν δεν είναι τόσο καλός. Στα δύο του χρόνια στη Μπορούσια
Ντόρτμουντ είχε κατά μέσο όρο 0,38 expected goals και expected assists ανά 90 λεπτά – νούμερο χειρότερο ακόμη και από του Τζόσουα Ζίρκζε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πέρυσι.
Κι όλα αυτά στη Bundesliga, ένα πρωτάθλημα που παραδοσιακά «φουσκώνει» τα στατιστικά των επιθετικών. Εν ολίγοις, όταν πας από τη Γερμανία στην Αγγλία, η παραγωγικότητά σου δεν ανεβαίνει. Ο Γκίτενς έχει ενδιαφέρον ως προοπτική, αλλά η Τσέλσι πλήρωσε 64,3 εκατ.
ευρώ σαν να ήταν ήδη έτοιμος για το Champions League.
Καμία από αυτές τις κινήσεις δεν ανεβάζει το ταβάνι της Τσέλσι. Το «πάτωμά» της, δηλαδή η βάση ποιότητας και βάθους του ρόστερ, ήταν ήδη πολύ υψηλό χάρη στη δουλειά της προηγούμενης χρονιάς. Αν επιχειρούσε κανείς να εκτιμήσει τις πιθανότητες της Τσέλσι για τίτλους ή διάκριση στο Champions League, αυτές οι μεταγραφές δεν αλλάζουν σχεδόν τίποτα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Τσέλσι είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τον Νόνι Μαντουέκε, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες έχει ήδη συμφωνήσει σε προσωπικούς όρους με την Άρσεναλ.
Ο Νόνι Μαντουέκε αποτελεί μία από τις ελάχιστες επιτυχημένες μεταγραφικές ιστορίες του μοντέλου Μπέλι–Clearlake. Αποκτήθηκε από την Τσέλσι το 2023 αντί 35 εκατομμυρίων ευρώ από την Αϊντχόφεν, σε ηλικία μόλις 20 ετών, και την περασμένη σεζόν ήταν ένας από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους παίκτες της ομάδας. Τα βασικά στατιστικά του – 0,61 αναμενόμενα γκολ και ασίστ (xG+xA) έναντι 0,44 πραγματικών – δείχνουν ότι ενδέχεται να είναι ακόμη καλύτερος τη νέα χρονιά, εφόσον η παραγωγή του αρχίσει να αντικατοπτρίζει την ποιότητα των ευκαιριών που δημιουργεί και αξιοποιεί. Μπορεί να καθυστερεί κάπως την ανάπτυξη του παιχνιδιού, ωστόσο αποτελεί το είδος του παίκτη που είναι έτοιμος να «εκραγεί».
Γιατί λοιπόν να παραχωρήσεις έναν 23χρονο με τέτοια προοπτική; Και μάλιστα, γιατί να τον αφήσεις να πάει σε έναν άμεσο ανταγωνιστή όπως η Άρσεναλ;
Το ερώτημα που πλανάται είναι απλό: ποιο είναι τελικά το πλάνο της Τσέλσι;
Οι νέοι ιδιοκτήτες του συλλόγου έχουν εισάγει δύο πραγματικές καινοτομίες στο ποδοσφαιρικό επιχειρείν.
Η πρώτη αφορά την εκμετάλλευση των λογιστικών τεχνικών για τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς οικονομικής βιωσιμότητας. Μέσω της απόσβεσης (amortization), τα κόστη μεταγραφών επιμερίζονται σε βάθος της διάρκειας του συμβολαίου, κι έτσι τα επταετή συμβόλαια που προσφέρει η Τσέλσι της επιτρέπουν να δαπανά τεράστια ποσά χωρίς να παραβιάζει επισήμως τους κανόνες των ποδοσφαιρικών αρχών. Αν και υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις για τα αγωνιστικά οφέλη αυτής της τακτικής – για παράδειγμα, ο Κόουλ Πάλμερ υπέγραψε νέο συμβόλαιο μετά από μόλις μία σεζόν, ακυρώνοντας έτσι οποιαδήποτε «αξία» είχε δημιουργηθεί από το αρχικό μακροχρόνιο deal – δεν παύει να είναι μια ριζοσπαστική προσέγγιση.
Η δεύτερη καινοτομία σχετίζεται με την απόκτηση της Στρασμπούρ στη Ligue 1. Η Τσέλσι έχει ουσιαστικά δημιουργήσει τη δική της ομάδα-δορυφόρο σε ένα ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, ελέγχοντας το αγωνιστικό, προπονητικό και αναπτυξιακό περιβάλλον των παικτών της. Αυτό της δίνει τη δυνατότητα να διατηρεί ένα ευρύτερο ρόστερ, να «παρκάρει» παίκτες που δεν χωρούν στο βασικό σχήμα και να τους δίνει αγωνιστικό χρόνο με σκοπό την εξέλιξή τους. Περισσότεροι παίκτες σημαίνει περισσότερες πιθανότητες να ξεπεταχτούν κάποιοι και να μετατραπούν σε σταρ.
Όμως, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: σε τι αποσκοπεί όλο αυτό; Ποιος είναι ο πραγματικός στόχος αυτής της στρατηγικής; Διεκδίκηση τίτλων; Οικονομική υπεραξία; Ή μήπως απλώς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων με τη λογική ενός fund που επενδύει σε «ποδοσφαιρικά assets» χωρίς σαφή αγωνιστική κατεύθυνση;
Σε αντίθεση με την εποχή του Ρομάν Αμπράμοβιτς, τα συμφέροντα των νυν ιδιοκτητών της Τσέλσι δεν ευθυγραμμίζονται απαραίτητα με εκείνα των φιλάθλων της ομάδας. Ο Αμπράμοβιτς, ως Ρώσος ολιγάρχης, είχε προσωπικά κίνητρα που τον οδηγούσαν να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη νίκη της Τσέλσι. Όπως είχε δηλώσει στο BBC το 2003, λίγο μετά την εξαγορά του συλλόγου, «Δεν είναι θέμα χρημάτων... Υπάρχουν πολύ λιγότερο ριψοκίνδυνοι τρόποι να βγάλω λεφτά. Δεν θέλω να πετάξω τα λεφτά μου, αλλά πρόκειται για διασκέδαση, κι αυτό σημαίνει επιτυχία και τρόπαια». Αυτή ακριβώς είναι και η επιθυμία των περισσότερων φιλάθλων: τίτλοι και διακρίσεις.
Ο Αμπράμοβιτς ξόδεψε δισεκατομμύρια και η Τσέλσι ανταπέδωσε με πολλαπλά τρόπαια. Αντίθετα, οι Μπέλι και Clearlake έχουν επενδύσει σχεδόν 2 δισ. δολάρια σε μεταγραφές, αλλά δεν είναι ιδιοκτήτες τύπου «sugar daddy», ούτε ενδιαφέρονται για το λεγόμενο sportswashing.
Η αρχική μεταγραφική φρενίτιδα του Μπέλι μπορεί να έμοιαζε με τη φαντασίωση ενός πλούσιου συλλέκτη ποδοσφαιρικών άστρων – τύπου «θα ήταν φοβερό να υπογράψω τον Κριστιάνο Ρονάλντο» – όμως αυτό δεν ήταν το πραγματικό κίνητρο πίσω από τη συμμετοχή του στο ιδιοκτησιακό σχήμα.
Η Clearlake, που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία άνω των 75 δισ. δολαρίων, είναι ένα fund ιδιωτικών επενδύσεων που δεν αγοράζει ποδοσφαιρικές ομάδες με στόχο οτιδήποτε άλλο πέρα από την απόδοση κεφαλαίου.
Η «δημιουργική λογιστική» που εφαρμόζει η Τσέλσι μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων δεν παράγει κέρδος. Το μόνο που εξυπηρετεί είναι η τυπική συμμόρφωση με τους κανονισμούς οικονομικής βιωσιμότητας της UEFA και της Premier League.
Ενδεικτικά, η ομάδα τιμωρήθηκε πρόσφατα με πρόστιμο 36,5 εκατομμυρίων δολαρίων από την UEFA για παραβίαση αυτών των κανονισμών. Από το καλοκαίρι του 2022, η Τσέλσι έχει δαπανήσει 1,62 δισ. ευρώ σε μεταγραφές, και ακόμη κι αν συνυπολογιστούν τα έσοδα από αποχωρήσεις παικτών, το καθαρό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό κατά πάνω από 1 δισ. ευρώ.
Όλοι οι νέοι ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών συλλόγων πιστεύουν ότι μπορούν να αυξήσουν τα έσοδα: με αύξηση εισιτηρίων, ανέγερση νέας εξέδρας, ακόμα και ιδέες τύπου All-Star Game.
Ιδιαίτερα οι Αμερικανοί εκφράζουν τέτοιες φιλοδοξίες μετά την εξαγορά συλλόγων. Ωστόσο, το ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό οικοσύστημα είναι ριζικά διαφορετικό από εκείνο των αμερικανικών επαγγελματικών αθλημάτων, καθώς η αναλογία μισθών προς έσοδα είναι αισθητά υψηλότερη.
Στην Premier League, κατά μέσο όρο, σχεδόν τα δύο τρίτα των εσόδων δαπανώνται σε μισθούς ποδοσφαιριστών, όταν στα μεγάλα αμερικανικά πρωταθλήματα το αντίστοιχο ποσοστό κινείται λίγο πάνω ή κάτω από το 50%. Η ουσία είναι απλή: αν θέλεις να κερδίσεις στο ποδόσφαιρο, πρέπει να ξοδέψεις.
www.worldenergynews.gr
Ο Αμερικανός επενδυτής κατέχει το 20% των μετοχών των Los Angeles Dodgers και είναι συνιδιοκτήτης των Los Angeles Sparks, καθώς και ιδιοκτήτης του οργανισμού eSports Cloud9 και της εταιρείας DraftKings.
Επιπλέον, το 2021 απόκτησε μαζί με τον Φίλιπ Άνσουτζ μερίδιο 27% στους Los Angeles Lakers, μια ομάδα του NBA που τον Φεβρουάριο του 2021 είχε εκτιμώμενη αξία πάνω από 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο Μπόελι είναι πρόεδρος των Security Benefit και MRC και έχει επενδύσεις σε A24, Fulwell 73 και Penske Media, έναν όμιλο που ιδρύθηκε το 2003 και κατέχει τις εταιρείες Billboard, Rolling Stone, Variety και The Hollywood Reporter.
Η Eldridge έχει επενδύσει σε περισσότερες από 70 λειτουργικές εταιρείες. Πριν από την ίδρυση της Eldridge, ο Μπόελι ήταν πρόεδρος της Guggenheim Partners.
Η κοινοπραξία υπό την ηγεσία του συνιδιοκτήτη της ομάδας μπέιζμπολ «LA Dodgers» και με την υποστήριξη της «Clearlake Capital» υπέγραψε το 2022 για την απόκτηση της Τσέλσι μια συμφωνία που ξεπερνάει τα 4 δισεκατομμύρια λίρες.
Είναι το μεγαλύτερο ποσό που καταβλήθηκε για ποδοσφαιρικό σύλλογο, ξεπερνώντας τα 790 εκατομμύρια λίρες που κατέβαλε η αμερικανική οικογένεια Γκλέιζερ για την απόκτηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ενός από τους αντιπάλους της Τσέλσι στην Πρέμιερ Λιγκ.
Οι τρεις φάσεις της εποχής Μπέλι
Αν ήθελε κανείς να δείξει επιείκεια, θα μπορούσε να χωρίσει την εποχή της Τσέλσι από την ανάληψη της ιδιοκτησίας από τον Τοντ Μπέλι και την Clearlake Capital σε τρεις διακριτές φάσεις.
Η πρώτη ήταν το λεγόμενο «Καλοκαίρι και Χειμώνας του Τοντ», την περίοδο του 2022 και στις αρχές του 2023, όταν ο ίδιος ο Μπέλι εκτελούσε – αρχικά άτυπα και στη συνέχεια επίσημα – χρέη αθλητικού διευθυντή. Αν υπήρχε διαθέσιμος ποδοσφαιριστής με σχετική φήμη ή όνομα που είχε συνδεθεί με κάποιον μεγάλο σύλλογο, η Τσέλσι προσπαθούσε να τον αποκτήσει.
Το αποτέλεσμα ήταν οι αφίξεις παικτών όπως οι Ραχίμ Στέρλινγκ, Καλιντού Κουλιμπαλί, Μιχαΐλο Μούντρικ και Πιερ-Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ. Η ομάδα λίγο έλειψε να υπογράψει ακόμη και τον 37χρονο Κριστιάνο Ρονάλντο.
Παρά τη δαπάνη 630 εκατομμυρίων ευρώ σε μεταγραφές σε δύο μεταγραφικές περιόδους, η Τσέλσι ολοκλήρωσε τη σεζόν στο κάτω μισό του βαθμολογικού πίνακα της Premier League.
Η επόμενη φάση ήρθε το καλοκαίρι του 2023: το ίδιο πράγμα, αλλά με νεαρούς παίκτες.
Η στρατηγική οδήγησε σε αρκετές αποτυχημένες επιλογές, με πάνω από 400 εκατομμύρια ευρώ να ξοδεύονται, όμως ακόμη και οι κορυφαίοι σύλλογοι δεν έχουν επιτυχία σε όλες τις μεταγραφές – η μέση «επιτυχία» δεν ξεπερνά το 50%. Το σημαντικότερο είναι ότι εκείνη την περίοδο η Τσέλσι απέκτησε δύο 21χρονους που εξελίχθηκαν στους βασικούς της αστέρες: τον Κόουλ Πάλμερ και τον Μοϊσές Καϊσέδο. Η ομάδα τερμάτισε στην έκτη θέση την επόμενη σεζόν.
Ακολούθησε το περσινό καλοκαίρι, με τις μεταγραφές πολλών νεαρών παικτών με εμπειρία σε κορυφαία πρωταθλήματα. Καμία από αυτές τις συμφωνίες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί οικονομικά έξυπνη – χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι Ζοάο Φέλιξ και Κίερναν Ντιούσμπερι-Χολ.
Ωστόσο, η Τσέλσι κατάφερε να «γεμίσει» το ρόστερ πέραν των Πάλμερ και Καϊσέδο, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να παρατάσσει δύο διαφορετικές ενδεκάδες στο UEFA Conference League και την Premier League. Ο σύλλογος κατέκτησε το Conference League και τερμάτισε τέταρτος στο πρωτάθλημα – πιο κοντά στη δεύτερη Άρσεναλ απ’ ό,τι ήταν η Άρσεναλ στην πρωτοπόρο Λίβερπουλ.
Μπαίνοντας στο φετινό καλοκαίρι, η Τσέλσι είχε μια νεανική ομάδα που επιστρέφει στο Champions League, με βάθος ρόστερ άνω του μέσου όρου – ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στο παρελθόν – και δύο αυθεντικούς σταρ που μπαίνουν στην κορύφωσή τους.
Αν και για τρία χρόνια η Τσέλσι έμοιαζε περισσότερο με επενδυτικό fund παρά με ποδοσφαιρικό σύλλογο – αποκτώντας όποιον παίκτη θεωρούσε πως είχε μεταπωλητική αξία, ανεξαρτήτως αγωνιστικής ταυτότητας – τώρα βρίσκεται σε θέση να κυνηγήσει τίτλους.
Θα μπορούσε να επενδύσει το άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ που είχε ξοδέψει στις μεταγραφές σε δύο-τρεις ακόμη σταρ που θα πλαισίωναν τους Καϊσέδο και Πάλμερ.
Ή και όχι. Βάσει των κινήσεων της Τσέλσι αυτό το καλοκαίρι, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε και πάλι στο ίδιο γνώριμο σημείο: κανείς δεν έχει ιδέα τι κάνουν.
Γιατί καμία από τις φετινές μεταγραφές της Τσέλσι δεν αλλάζει το αγωνιστικό της ταβάνι;
Αν εξετάσει κανείς μεμονωμένα τις φετινές μεταγραφικές κινήσεις της Τσέλσι, καθεμία μοιάζει κατά κάποιο τρόπο λογική. Ωστόσο, όταν μπαίνουν όλες στο ίδιο κάδρο, προκύπτει ένα ερώτημα: πώς καμία δεν αλλάζει πραγματικά το επίπεδο της ομάδας;
Η αρχή έγινε με την απόκτηση του 22χρονου επιθετικού Λίαμ Ντελάπ από την υποβιβασμένη Ίπσουιτς, έναντι 35,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο Ντελάπ σημείωσε 10 γκολ (χωρίς πέναλτι) και μοίρασε δύο ασίστ σε μία από τις χειρότερες ομάδες της Premier League, υπερβαίνοντας αισθητά τα 7,8 αναμενόμενα γκολ του, ένδειξη που παραπέμπει σε πιθανή πτώση απόδοσης στο μέλλον. Παρά τις ικανότητές του με την μπάλα, δεν είχε γενικά σημαντική συνεισφορά στο δημιουργικό κομμάτι του παιχνιδιού.
Ωστόσο, λόγω ηλικίας και θέσης – οι επιθετικοί κοστίζουν ακριβά – ο Ντελάπ παραμένει ένα στοίχημα με περιθώρια ανάπτυξης. Ακόμη και στο χειρότερο σενάριο, η Τσέλσι ίσως καταφέρει να πάρει πίσω τα χρήματά της σε μία μελλοντική μεταπώληση.
Ακολούθησε η μεταγραφή του Ζοάο Πέδρο από τη Μπράιτον, ενός 23χρονου διεθνή Βραζιλιάνου που μοιάζει στο στυλ με τον Ρομπέρτο Φιρμίνο, αλλά δεν πλησιάζει ακόμη την απόδοσή του.
Διακρίνεται για την πίεση που ασκεί ψηλά και την ικανότητά του να κινείται στους ενδιάμεσους χώρους, ωστόσο δεν έχει επιδείξει ουσιαστικά νούμερα σε γκολ και ασίστ. Στη διετία με τη Μπράιτον κατέγραψε 0,43 γκολ και ασίστ (χωρίς πέναλτι) ανά 90 λεπτά, επίδοση που δεν εντυπωσιάζει, με τα βασικά του στατιστικά να μην είναι πολύ καλύτερα.
Ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί υποτιμημένος λόγω των «αόρατων» ποιοτικών χαρακτηριστικών του, τα πέντε πέναλτι που εκτέλεσε πέρυσι ανέβασαν τεχνητά την αξία του. Η Τσέλσι πλήρωσε 63,7 εκατομμύρια ευρώ – ποσό επιπέδου βασικού στο Champions League – για έναν παίκτη που ακόμη δεν είναι σε αυτό το επίπεδο.
Η περίπτωση του Τζέιμι Γκίτενς εντάσσεται στην ίδια λογική με τον Ντελάπ. Ο 20χρονος είναι αθλητικός, παίζει ως δεξιοπόδαρος αριστερός εξτρέμ, δηλαδή σε θέση με μεγάλη ζήτηση. Το πρόβλημα είναι ότι προς το παρόν δεν είναι τόσο καλός. Στα δύο του χρόνια στη Μπορούσια
Ντόρτμουντ είχε κατά μέσο όρο 0,38 expected goals και expected assists ανά 90 λεπτά – νούμερο χειρότερο ακόμη και από του Τζόσουα Ζίρκζε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πέρυσι.
Κι όλα αυτά στη Bundesliga, ένα πρωτάθλημα που παραδοσιακά «φουσκώνει» τα στατιστικά των επιθετικών. Εν ολίγοις, όταν πας από τη Γερμανία στην Αγγλία, η παραγωγικότητά σου δεν ανεβαίνει. Ο Γκίτενς έχει ενδιαφέρον ως προοπτική, αλλά η Τσέλσι πλήρωσε 64,3 εκατ.
ευρώ σαν να ήταν ήδη έτοιμος για το Champions League.
Καμία από αυτές τις κινήσεις δεν ανεβάζει το ταβάνι της Τσέλσι. Το «πάτωμά» της, δηλαδή η βάση ποιότητας και βάθους του ρόστερ, ήταν ήδη πολύ υψηλό χάρη στη δουλειά της προηγούμενης χρονιάς. Αν επιχειρούσε κανείς να εκτιμήσει τις πιθανότητες της Τσέλσι για τίτλους ή διάκριση στο Champions League, αυτές οι μεταγραφές δεν αλλάζουν σχεδόν τίποτα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Τσέλσι είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τον Νόνι Μαντουέκε, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες έχει ήδη συμφωνήσει σε προσωπικούς όρους με την Άρσεναλ.
Ο Νόνι Μαντουέκε αποτελεί μία από τις ελάχιστες επιτυχημένες μεταγραφικές ιστορίες του μοντέλου Μπέλι–Clearlake. Αποκτήθηκε από την Τσέλσι το 2023 αντί 35 εκατομμυρίων ευρώ από την Αϊντχόφεν, σε ηλικία μόλις 20 ετών, και την περασμένη σεζόν ήταν ένας από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους παίκτες της ομάδας. Τα βασικά στατιστικά του – 0,61 αναμενόμενα γκολ και ασίστ (xG+xA) έναντι 0,44 πραγματικών – δείχνουν ότι ενδέχεται να είναι ακόμη καλύτερος τη νέα χρονιά, εφόσον η παραγωγή του αρχίσει να αντικατοπτρίζει την ποιότητα των ευκαιριών που δημιουργεί και αξιοποιεί. Μπορεί να καθυστερεί κάπως την ανάπτυξη του παιχνιδιού, ωστόσο αποτελεί το είδος του παίκτη που είναι έτοιμος να «εκραγεί».
Γιατί λοιπόν να παραχωρήσεις έναν 23χρονο με τέτοια προοπτική; Και μάλιστα, γιατί να τον αφήσεις να πάει σε έναν άμεσο ανταγωνιστή όπως η Άρσεναλ;
Το ερώτημα που πλανάται είναι απλό: ποιο είναι τελικά το πλάνο της Τσέλσι;
Οι νέοι ιδιοκτήτες του συλλόγου έχουν εισάγει δύο πραγματικές καινοτομίες στο ποδοσφαιρικό επιχειρείν.
Η πρώτη αφορά την εκμετάλλευση των λογιστικών τεχνικών για τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς οικονομικής βιωσιμότητας. Μέσω της απόσβεσης (amortization), τα κόστη μεταγραφών επιμερίζονται σε βάθος της διάρκειας του συμβολαίου, κι έτσι τα επταετή συμβόλαια που προσφέρει η Τσέλσι της επιτρέπουν να δαπανά τεράστια ποσά χωρίς να παραβιάζει επισήμως τους κανόνες των ποδοσφαιρικών αρχών. Αν και υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις για τα αγωνιστικά οφέλη αυτής της τακτικής – για παράδειγμα, ο Κόουλ Πάλμερ υπέγραψε νέο συμβόλαιο μετά από μόλις μία σεζόν, ακυρώνοντας έτσι οποιαδήποτε «αξία» είχε δημιουργηθεί από το αρχικό μακροχρόνιο deal – δεν παύει να είναι μια ριζοσπαστική προσέγγιση.
Η δεύτερη καινοτομία σχετίζεται με την απόκτηση της Στρασμπούρ στη Ligue 1. Η Τσέλσι έχει ουσιαστικά δημιουργήσει τη δική της ομάδα-δορυφόρο σε ένα ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, ελέγχοντας το αγωνιστικό, προπονητικό και αναπτυξιακό περιβάλλον των παικτών της. Αυτό της δίνει τη δυνατότητα να διατηρεί ένα ευρύτερο ρόστερ, να «παρκάρει» παίκτες που δεν χωρούν στο βασικό σχήμα και να τους δίνει αγωνιστικό χρόνο με σκοπό την εξέλιξή τους. Περισσότεροι παίκτες σημαίνει περισσότερες πιθανότητες να ξεπεταχτούν κάποιοι και να μετατραπούν σε σταρ.
Όμως, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: σε τι αποσκοπεί όλο αυτό; Ποιος είναι ο πραγματικός στόχος αυτής της στρατηγικής; Διεκδίκηση τίτλων; Οικονομική υπεραξία; Ή μήπως απλώς διαχείριση περιουσιακών στοιχείων με τη λογική ενός fund που επενδύει σε «ποδοσφαιρικά assets» χωρίς σαφή αγωνιστική κατεύθυνση;
Σε αντίθεση με την εποχή του Ρομάν Αμπράμοβιτς, τα συμφέροντα των νυν ιδιοκτητών της Τσέλσι δεν ευθυγραμμίζονται απαραίτητα με εκείνα των φιλάθλων της ομάδας. Ο Αμπράμοβιτς, ως Ρώσος ολιγάρχης, είχε προσωπικά κίνητρα που τον οδηγούσαν να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη νίκη της Τσέλσι. Όπως είχε δηλώσει στο BBC το 2003, λίγο μετά την εξαγορά του συλλόγου, «Δεν είναι θέμα χρημάτων... Υπάρχουν πολύ λιγότερο ριψοκίνδυνοι τρόποι να βγάλω λεφτά. Δεν θέλω να πετάξω τα λεφτά μου, αλλά πρόκειται για διασκέδαση, κι αυτό σημαίνει επιτυχία και τρόπαια». Αυτή ακριβώς είναι και η επιθυμία των περισσότερων φιλάθλων: τίτλοι και διακρίσεις.
Ο Αμπράμοβιτς ξόδεψε δισεκατομμύρια και η Τσέλσι ανταπέδωσε με πολλαπλά τρόπαια. Αντίθετα, οι Μπέλι και Clearlake έχουν επενδύσει σχεδόν 2 δισ. δολάρια σε μεταγραφές, αλλά δεν είναι ιδιοκτήτες τύπου «sugar daddy», ούτε ενδιαφέρονται για το λεγόμενο sportswashing.
Η αρχική μεταγραφική φρενίτιδα του Μπέλι μπορεί να έμοιαζε με τη φαντασίωση ενός πλούσιου συλλέκτη ποδοσφαιρικών άστρων – τύπου «θα ήταν φοβερό να υπογράψω τον Κριστιάνο Ρονάλντο» – όμως αυτό δεν ήταν το πραγματικό κίνητρο πίσω από τη συμμετοχή του στο ιδιοκτησιακό σχήμα.
Η Clearlake, που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία άνω των 75 δισ. δολαρίων, είναι ένα fund ιδιωτικών επενδύσεων που δεν αγοράζει ποδοσφαιρικές ομάδες με στόχο οτιδήποτε άλλο πέρα από την απόδοση κεφαλαίου.
Η «δημιουργική λογιστική» που εφαρμόζει η Τσέλσι μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων δεν παράγει κέρδος. Το μόνο που εξυπηρετεί είναι η τυπική συμμόρφωση με τους κανονισμούς οικονομικής βιωσιμότητας της UEFA και της Premier League.
Ενδεικτικά, η ομάδα τιμωρήθηκε πρόσφατα με πρόστιμο 36,5 εκατομμυρίων δολαρίων από την UEFA για παραβίαση αυτών των κανονισμών. Από το καλοκαίρι του 2022, η Τσέλσι έχει δαπανήσει 1,62 δισ. ευρώ σε μεταγραφές, και ακόμη κι αν συνυπολογιστούν τα έσοδα από αποχωρήσεις παικτών, το καθαρό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό κατά πάνω από 1 δισ. ευρώ.
Όλοι οι νέοι ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών συλλόγων πιστεύουν ότι μπορούν να αυξήσουν τα έσοδα: με αύξηση εισιτηρίων, ανέγερση νέας εξέδρας, ακόμα και ιδέες τύπου All-Star Game.
Ιδιαίτερα οι Αμερικανοί εκφράζουν τέτοιες φιλοδοξίες μετά την εξαγορά συλλόγων. Ωστόσο, το ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό οικοσύστημα είναι ριζικά διαφορετικό από εκείνο των αμερικανικών επαγγελματικών αθλημάτων, καθώς η αναλογία μισθών προς έσοδα είναι αισθητά υψηλότερη.
Στην Premier League, κατά μέσο όρο, σχεδόν τα δύο τρίτα των εσόδων δαπανώνται σε μισθούς ποδοσφαιριστών, όταν στα μεγάλα αμερικανικά πρωταθλήματα το αντίστοιχο ποσοστό κινείται λίγο πάνω ή κάτω από το 50%. Η ουσία είναι απλή: αν θέλεις να κερδίσεις στο ποδόσφαιρο, πρέπει να ξοδέψεις.
www.worldenergynews.gr






