Ο πρόεδρος Trump, αναμένεται να επισπεύσει την υλοποίηση των ευρείας κλίμακας συμφωνιών που είχαν συναφθεί με την Ινδία τον Φεβρουάριο, ως επιπλέον κίνητρο ώστε το Δελχί να συμμορφωθεί με τη γραμμή Ουάσινγκτον έναντι της Μόσχας
Η βασική οικονομική στρατηγική του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, είναι η αποστέρηση της Μόσχας από έσοδα που προέρχονται από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Αμέσως μετά την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022, η Ουάσινγκτον επικεντρώθηκε κυρίως στο να αποτρέψει την Ευρώπη –και ιδιαίτερα τη Γερμανία– από τη συνέχιση της εισαγωγής φθηνής ρωσικής ενέργειας, η οποία είχε τροφοδοτήσει την οικονομική της ανάπτυξη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Η αμερικανική πίεση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση αυτών των εισαγωγών και πλέον το βάρος έχει μετατεθεί στην πλήρη απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ προσφέρουν ως εναλλακτική τους δικούς τους ενεργειακούς πόρους, ενισχύοντας παράλληλα συνεργασίες με τρίτες χώρες που ήδη από το 2022 ανέλαβαν να καλύψουν το κενό των ρωσικών προμηθειών.
Η περίπτωση της Ινδίας
Στο ίδιο μήκος κύματος, τις τελευταίες ημέρες, ο Αμερικανός υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ πρότεινε στην Ινδία να υποκαταστήσει τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας με αμερικανικές, σε μια κίνηση που ήρθε λίγο μετά την απόφαση της Ουάσινγκτον να διπλασιάσει τους δασμούς σε ινδικά προϊόντα στο 50%, λόγω της συνεχούς προμήθειας ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Νέο Δελχί.
Ο πρόεδρος Τραμπ, άφησε επίσης να εννοηθεί ότι θα επισπεύσει την υλοποίηση των ευρείας κλίμακας συμφωνιών που είχαν συναφθεί με την Ινδία τον Φεβρουάριο, ως επιπλέον κίνητρο ώστε η Ινδία να συμμορφωθεί με τη γραμμή Ουάσινγκτον έναντι της Ρωσίας.
Αρραγής η σχέση Μόσχας – Δελχί
Ωστόσο, σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου ο Τραμπ μπορεί εύκολα να τονίσει την «παραδοξότητα» της χρηματοδότησης της ρωσικής πολεμικής μηχανής μέσω της συνεχούς αγοράς ενέργειας, το επιχείρημα αυτό δεν έχει την ίδια βαρύτητα στην περίπτωση της Ινδίας.
Η Μόσχα δεν απειλεί στρατιωτικά το Νέο Δελχί, ενώ οι διμερείς σχέσεις είναι ιστορικά θετικές. Στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, η Ινδία εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από την ΕΣΣΔ για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού και φθηνής ενέργειας.
Αυτοί οι δύο πυλώνες εξακολουθούν να καθορίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών και περιλαμβάνονταν στο πακέτο συμφωνιών που υπεγράφησαν τον Δεκέμβριο του 2021, αιφνιδιάζοντας τότε την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.
Στο επίκεντρο εκείνων των συμφωνιών βρισκόταν η διευρυμένη ενεργειακή συνεργασία, με τη Rosneft να δεσμεύεται να προμηθεύσει την Indian Oil με σχεδόν 15 εκατομμύρια βαρέλια αργού έως τα τέλη του 2022.
Το συγκεκριμένο deal αποτελούσε μόνο μία από τις 28 επενδυτικές συμφωνίες που υπεγράφησαν κατά την επίσκεψη του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ινδία, καλύπτοντας τομείς όπως η ενέργεια, η χαλυβουργία, η ναυπηγική και φυσικά η άμυνα.
Μεταξύ άλλων, είχε συμφωνηθεί η παραγωγή τουλάχιστον 600.000 τυφεκίων Καλάσνικοφ στην Ινδία, ενώ παράλληλα προχωρούσε η εφαρμογή συμβολαίου από το 2018 για τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400 — εξέλιξη ιδιαίτερα ανησυχητική για τις ΗΠΑ.
Ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι είχε δηλώσει τότε ότι «έχουμε θέσει στόχο εμπορικών συναλλαγών ύψους 30 δισ. δολαρίων και επενδύσεων 50 δισ. μέχρι το 2025». Σε κοινή δήλωση των δύο χωρών, οι ηγέτες είχαν επίσης επαναβεβαιώσει την πρόθεσή τους για ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της από κοινού ανάπτυξης και παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού.
Το βάρος πέφτει στον Μόντι
Η προσπάθεια του Τραμπ να αλλάξει τους όρους του ενεργειακού και γεωπολιτικού παιχνιδιού μέσω πίεσης, εμπορικών δασμών και δελεαστικών διμερών συμφωνιών με την Ινδία, φέρνει στο προσκήνιο ένα κρίσιμο ερώτημα: Θα εγκαταλείψει τελικά το Νέο Δελχί τη συνεργασία του με τη Μόσχα στον ενεργειακό τομέα, προκαλώντας ισχυρό πλήγμα στα ρωσικά έσοδα και φέρνοντας τη Ρωσία πιο κοντά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία;
Στο Στόχαστρο της Ουάσινγκτον η Στρατηγική Συμμαχία Ινδίας–Ρωσίας και το Ενεργειακό Ισοζύγιο στην Ασία
Δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο στις ενεργειακές εισαγωγές της Ινδίας από τη Ρωσία, ούτε και στη στρατιωτική τους συνεργασία, όμως οι πρόσφατες εξελίξεις φαίνεται πως ώθησαν την Ουάσινγκτον σε πιο ενεργές παρεμβάσεις.
Όπως μετέδωσε το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, ινδικά στρατεύματα συμμετείχαν στις 12–16 Σεπτεμβρίου στις ρωσικής ηγεσίας στρατιωτικές ασκήσεις «Zapad», μαζί με τη Λευκορωσία.
Οι ασκήσεις περιλάμβαναν για πρώτη φορά και προσομοιώσεις χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων. Σύμφωνα με ανώτερη πηγή του ευρωπαϊκού μηχανισμού ασφάλειας που μίλησε αποκλειστικά στο Oil Price, στις ίδιες ασκήσεις συμμετείχαν και επίλεκτες μονάδες των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων.
Η συνεργασία αυτή εντάσσεται στο ευρύ 20ετές στρατηγικό σύμφωνο συνεργασίας μεταξύ Ιράν και Ρωσίας που συμφωνήθηκε τον Ιανουάριο του 2024 και επικυρώθηκε πλήρως έναν χρόνο αργότερα.
Η νέα συμφωνία αντικατέστησε την προηγούμενη 10ετή από το 2001, η οποία είχε ήδη ανανεωθεί δύο φορές. Σε αντίθεση με την παλαιότερη, η νέα συμφωνία όχι μόνο έχει μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά διευρύνεται και σε κλίμακα και θεματολογία, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της άμυνας και της ενέργειας. Σε αρκετά σημεία, η συμφωνία συμπληρώνει στρατηγικά και τη γνωστή 25ετή συμφωνία Ιράν–Κίνας, την οποία είχε αποκαλύψει για πρώτη φορά διεθνώς ο ίδιος ο αρθρογράφος το 2019 και αναλύει διεξοδικά στο νέο του βιβλίο για τη νέα παγκόσμια τάξη στην αγορά ενέργειας.
Αν και η Ρωσία δεν αποτελεί άμεση απειλή για την Ινδία, η Κίνα είναι μια διαφορετική περίπτωση. Κεντρικό στοιχείο της μακροπρόθεσμης στρατηγικής των ΗΠΑ απέναντι στο Νέο Δελχί ήταν η αξιοποίηση του κινεζικού «παράγοντα φόβου» ώστε να αναδειχθεί η Ινδία σε οικονομικό και στρατιωτικό αντίβαρο της Κίνας στην Ασία.
Η αφορμή για την εντατικοποίηση αυτής της στρατηγικής δόθηκε με τη σύγκρουση Ινδών και Κινέζων στρατιωτών στην κοιλάδα Γκαλβάν στα Ιμαλάια στις 15 Ιουνίου 2020, σε αμφισβητούμενη συνοριακή περιοχή. Η Ουάσινγκτον θεώρησε το επεισόδιο ως ένδειξη ότι η Ινδία είναι έτοιμη να αντιπαρατεθεί στην κινεζική επεκτατική πολιτική που εκφράζεται μέσω της μακροχρόνιας στρατηγικής «Belt and Road Initiative» (BRI).
Οι ΗΠΑ θεώρησαν επίσης πως αυτή η στάση της Ινδίας θα μπορούσε να ενισχύσει την «Neighbourhood First» πολιτική του Νέου Δελχί, ως εναλλακτική στη BRI. Ωστόσο, για να καταστεί βιώσιμη η φιλοδοξία της Ινδίας να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στην περιοχή, χρειάζεται μακροπρόθεσμη πρόσβαση σε αξιόπιστες πηγές ενέργειας, καθώς διαθέτει περιορισμένα ίδια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι προβλέψεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) είναι αποκαλυπτικές: η Ινδία αναμένεται να συμβάλει κατά 25% στην παγκόσμια αύξηση της ζήτησης ενέργειας τις επόμενες δύο δεκαετίες, ενώ έως το 2030 προβλέπεται να ξεπεράσει την Ε.Ε. και να γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας παγκοσμίως.
Μέσα σε αυτό το γεωστρατηγικό πλαίσιο διαμορφώθηκε το σχέδιο των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την Ινδία ως ανάχωμα στην κινεζική επιρροή, με παράλληλο άξονα τη συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία προορίζονταν να αποτελέσουν βασικό προμηθευτή πετρελαίου για την Ινδία. Το σχέδιο αυτό εντασσόταν και στη στρατηγική επέκτασης των «Συμφωνιών του Αβραάμ», με στόχο την περαιτέρω ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και αραβικών κρατών.
Παρόλο που το αρχικό πλάνο παραμένει ενεργό, οι ΗΠΑ έχουν πλέον εντάξει και τις δικές τους ενεργειακές προμήθειες στον σχεδιασμό, αναγνωρίζοντας ότι τα Εμιράτα δεν μπορούν από μόνα τους να καλύψουν τις μελλοντικές ενεργειακές ανάγκες της Ινδίας χωρίς να συνυπολογιστούν οι ρωσικές προμήθειες.
Η νέα ενεργειακή σκακιέρα στην Ασία διαμορφώνεται έτσι σε πεδίο ανταγωνισμού, όχι μόνο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, αλλά και μεταξύ στρατηγικών αφηγήσεων: η Ρωσία και οι σύμμαχοί της επενδύουν σε μακροπρόθεσμες συμφωνίες και γεωπολιτική σταθερότητα μέσω πολυεπίπεδης συνεργασίας, ενώ οι ΗΠΑ προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τις ισορροπίες μέσω εμπορικής πίεσης, προσφορών ενέργειας και γεωστρατηγικών συμπράξεων.
Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η Ινδία θα συνεχίσει να βαδίζει σε δύο δρόμους ή αν τελικά θα αναγκαστεί να διαλέξει στρατόπεδο σε μια εποχή έντονων γεωπολιτικών μετατοπίσεων.
Σε απάντηση στα εκτεταμένα και πολυεπίπεδα σύμφωνα συνεργασίας μεταξύ Ινδίας και Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύουν τη δική τους στρατηγική προσέγγιση προς το Νέο Δελχί, συνδυάζοντας προσφορές στον ενεργειακό τομέα με την ενεργοποίηση κρίσιμων πτυχών του ευρύτερου σχεδίου «Παγκόσμιας Ολοκληρωμένης Στρατηγικής Συνεργασίας ΗΠΑ–Ινδίας», το οποίο είχε χαραχθεί τον περασμένο Φεβρουάριο κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μεταξύ του προέδρου Τραμπ και του πρωθυπουργού Μόντι.
Μία από τις βασικές πρωτοβουλίες που προωθείται στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας είναι το νέο πρόγραμμα με την ονομασία U.S.-India COMPACT (Catalyzing Opportunities for Military Partnership, Accelerated Commerce & Technology) για τον 21ο αιώνα. Στον τομέα της άμυνας, οι δύο χώρες συμφώνησαν στην επέκταση των πωλήσεων αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού προς την Ινδία, καθώς και στην ανάπτυξη κοινών γραμμών παραγωγής, με στόχο την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας και της συνεργασίας στους αμυντικούς βιομηχανικούς τομείς.
Σε ό,τι αφορά το εμπόριο, τέθηκε ως στόχος ο υπερδιπλασιασμός των διμερών εμπορικών συναλλαγών, ώστε να φτάσουν τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030, από τα σημερινά επίπεδα. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο που απαιτεί την υλοποίηση πολλαπλών επιμέρους συμφωνιών, τόσο στον τεχνολογικό και βιομηχανικό τομέα όσο και στην ενέργεια.
Για την Ουάσινγκτον, η επόμενη μεγάλη πρόκληση είναι η πραγματική εφαρμογή αυτών των δεσμεύσεων, προκειμένου να διατηρηθεί η Ινδία ευθυγραμμισμένη με τη δυτική γεωπολιτική στρατηγική, ειδικά σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις της με τη Ρωσία συνεχίζουν να είναι ισχυρές και πολυσχιδείς.
www.worldenergynews.gr
Αμέσως μετά την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022, η Ουάσινγκτον επικεντρώθηκε κυρίως στο να αποτρέψει την Ευρώπη –και ιδιαίτερα τη Γερμανία– από τη συνέχιση της εισαγωγής φθηνής ρωσικής ενέργειας, η οποία είχε τροφοδοτήσει την οικονομική της ανάπτυξη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Η αμερικανική πίεση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση αυτών των εισαγωγών και πλέον το βάρος έχει μετατεθεί στην πλήρη απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ προσφέρουν ως εναλλακτική τους δικούς τους ενεργειακούς πόρους, ενισχύοντας παράλληλα συνεργασίες με τρίτες χώρες που ήδη από το 2022 ανέλαβαν να καλύψουν το κενό των ρωσικών προμηθειών.
Η περίπτωση της Ινδίας
Στο ίδιο μήκος κύματος, τις τελευταίες ημέρες, ο Αμερικανός υπουργός Ενέργειας Κρις Ράιτ πρότεινε στην Ινδία να υποκαταστήσει τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας με αμερικανικές, σε μια κίνηση που ήρθε λίγο μετά την απόφαση της Ουάσινγκτον να διπλασιάσει τους δασμούς σε ινδικά προϊόντα στο 50%, λόγω της συνεχούς προμήθειας ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου από το Νέο Δελχί.
Ο πρόεδρος Τραμπ, άφησε επίσης να εννοηθεί ότι θα επισπεύσει την υλοποίηση των ευρείας κλίμακας συμφωνιών που είχαν συναφθεί με την Ινδία τον Φεβρουάριο, ως επιπλέον κίνητρο ώστε η Ινδία να συμμορφωθεί με τη γραμμή Ουάσινγκτον έναντι της Ρωσίας.
Αρραγής η σχέση Μόσχας – Δελχί
Ωστόσο, σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου ο Τραμπ μπορεί εύκολα να τονίσει την «παραδοξότητα» της χρηματοδότησης της ρωσικής πολεμικής μηχανής μέσω της συνεχούς αγοράς ενέργειας, το επιχείρημα αυτό δεν έχει την ίδια βαρύτητα στην περίπτωση της Ινδίας.
Η Μόσχα δεν απειλεί στρατιωτικά το Νέο Δελχί, ενώ οι διμερείς σχέσεις είναι ιστορικά θετικές. Στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, η Ινδία εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από την ΕΣΣΔ για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού και φθηνής ενέργειας.
Αυτοί οι δύο πυλώνες εξακολουθούν να καθορίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών και περιλαμβάνονταν στο πακέτο συμφωνιών που υπεγράφησαν τον Δεκέμβριο του 2021, αιφνιδιάζοντας τότε την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.
Στο επίκεντρο εκείνων των συμφωνιών βρισκόταν η διευρυμένη ενεργειακή συνεργασία, με τη Rosneft να δεσμεύεται να προμηθεύσει την Indian Oil με σχεδόν 15 εκατομμύρια βαρέλια αργού έως τα τέλη του 2022.
Το συγκεκριμένο deal αποτελούσε μόνο μία από τις 28 επενδυτικές συμφωνίες που υπεγράφησαν κατά την επίσκεψη του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ινδία, καλύπτοντας τομείς όπως η ενέργεια, η χαλυβουργία, η ναυπηγική και φυσικά η άμυνα.
Μεταξύ άλλων, είχε συμφωνηθεί η παραγωγή τουλάχιστον 600.000 τυφεκίων Καλάσνικοφ στην Ινδία, ενώ παράλληλα προχωρούσε η εφαρμογή συμβολαίου από το 2018 για τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400 — εξέλιξη ιδιαίτερα ανησυχητική για τις ΗΠΑ.
Ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι είχε δηλώσει τότε ότι «έχουμε θέσει στόχο εμπορικών συναλλαγών ύψους 30 δισ. δολαρίων και επενδύσεων 50 δισ. μέχρι το 2025». Σε κοινή δήλωση των δύο χωρών, οι ηγέτες είχαν επίσης επαναβεβαιώσει την πρόθεσή τους για ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της από κοινού ανάπτυξης και παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού.
Το βάρος πέφτει στον Μόντι
Η προσπάθεια του Τραμπ να αλλάξει τους όρους του ενεργειακού και γεωπολιτικού παιχνιδιού μέσω πίεσης, εμπορικών δασμών και δελεαστικών διμερών συμφωνιών με την Ινδία, φέρνει στο προσκήνιο ένα κρίσιμο ερώτημα: Θα εγκαταλείψει τελικά το Νέο Δελχί τη συνεργασία του με τη Μόσχα στον ενεργειακό τομέα, προκαλώντας ισχυρό πλήγμα στα ρωσικά έσοδα και φέρνοντας τη Ρωσία πιο κοντά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία;
Στο Στόχαστρο της Ουάσινγκτον η Στρατηγική Συμμαχία Ινδίας–Ρωσίας και το Ενεργειακό Ισοζύγιο στην Ασία
Δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο στις ενεργειακές εισαγωγές της Ινδίας από τη Ρωσία, ούτε και στη στρατιωτική τους συνεργασία, όμως οι πρόσφατες εξελίξεις φαίνεται πως ώθησαν την Ουάσινγκτον σε πιο ενεργές παρεμβάσεις.
Όπως μετέδωσε το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, ινδικά στρατεύματα συμμετείχαν στις 12–16 Σεπτεμβρίου στις ρωσικής ηγεσίας στρατιωτικές ασκήσεις «Zapad», μαζί με τη Λευκορωσία.
Οι ασκήσεις περιλάμβαναν για πρώτη φορά και προσομοιώσεις χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων. Σύμφωνα με ανώτερη πηγή του ευρωπαϊκού μηχανισμού ασφάλειας που μίλησε αποκλειστικά στο Oil Price, στις ίδιες ασκήσεις συμμετείχαν και επίλεκτες μονάδες των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων.
Η συνεργασία αυτή εντάσσεται στο ευρύ 20ετές στρατηγικό σύμφωνο συνεργασίας μεταξύ Ιράν και Ρωσίας που συμφωνήθηκε τον Ιανουάριο του 2024 και επικυρώθηκε πλήρως έναν χρόνο αργότερα.
Η νέα συμφωνία αντικατέστησε την προηγούμενη 10ετή από το 2001, η οποία είχε ήδη ανανεωθεί δύο φορές. Σε αντίθεση με την παλαιότερη, η νέα συμφωνία όχι μόνο έχει μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά διευρύνεται και σε κλίμακα και θεματολογία, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της άμυνας και της ενέργειας. Σε αρκετά σημεία, η συμφωνία συμπληρώνει στρατηγικά και τη γνωστή 25ετή συμφωνία Ιράν–Κίνας, την οποία είχε αποκαλύψει για πρώτη φορά διεθνώς ο ίδιος ο αρθρογράφος το 2019 και αναλύει διεξοδικά στο νέο του βιβλίο για τη νέα παγκόσμια τάξη στην αγορά ενέργειας.
Αν και η Ρωσία δεν αποτελεί άμεση απειλή για την Ινδία, η Κίνα είναι μια διαφορετική περίπτωση. Κεντρικό στοιχείο της μακροπρόθεσμης στρατηγικής των ΗΠΑ απέναντι στο Νέο Δελχί ήταν η αξιοποίηση του κινεζικού «παράγοντα φόβου» ώστε να αναδειχθεί η Ινδία σε οικονομικό και στρατιωτικό αντίβαρο της Κίνας στην Ασία.
Η αφορμή για την εντατικοποίηση αυτής της στρατηγικής δόθηκε με τη σύγκρουση Ινδών και Κινέζων στρατιωτών στην κοιλάδα Γκαλβάν στα Ιμαλάια στις 15 Ιουνίου 2020, σε αμφισβητούμενη συνοριακή περιοχή. Η Ουάσινγκτον θεώρησε το επεισόδιο ως ένδειξη ότι η Ινδία είναι έτοιμη να αντιπαρατεθεί στην κινεζική επεκτατική πολιτική που εκφράζεται μέσω της μακροχρόνιας στρατηγικής «Belt and Road Initiative» (BRI).
Οι ΗΠΑ θεώρησαν επίσης πως αυτή η στάση της Ινδίας θα μπορούσε να ενισχύσει την «Neighbourhood First» πολιτική του Νέου Δελχί, ως εναλλακτική στη BRI. Ωστόσο, για να καταστεί βιώσιμη η φιλοδοξία της Ινδίας να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στην περιοχή, χρειάζεται μακροπρόθεσμη πρόσβαση σε αξιόπιστες πηγές ενέργειας, καθώς διαθέτει περιορισμένα ίδια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι προβλέψεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) είναι αποκαλυπτικές: η Ινδία αναμένεται να συμβάλει κατά 25% στην παγκόσμια αύξηση της ζήτησης ενέργειας τις επόμενες δύο δεκαετίες, ενώ έως το 2030 προβλέπεται να ξεπεράσει την Ε.Ε. και να γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας παγκοσμίως.
Μέσα σε αυτό το γεωστρατηγικό πλαίσιο διαμορφώθηκε το σχέδιο των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την Ινδία ως ανάχωμα στην κινεζική επιρροή, με παράλληλο άξονα τη συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία προορίζονταν να αποτελέσουν βασικό προμηθευτή πετρελαίου για την Ινδία. Το σχέδιο αυτό εντασσόταν και στη στρατηγική επέκτασης των «Συμφωνιών του Αβραάμ», με στόχο την περαιτέρω ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και αραβικών κρατών.
Παρόλο που το αρχικό πλάνο παραμένει ενεργό, οι ΗΠΑ έχουν πλέον εντάξει και τις δικές τους ενεργειακές προμήθειες στον σχεδιασμό, αναγνωρίζοντας ότι τα Εμιράτα δεν μπορούν από μόνα τους να καλύψουν τις μελλοντικές ενεργειακές ανάγκες της Ινδίας χωρίς να συνυπολογιστούν οι ρωσικές προμήθειες.
Η νέα ενεργειακή σκακιέρα στην Ασία διαμορφώνεται έτσι σε πεδίο ανταγωνισμού, όχι μόνο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, αλλά και μεταξύ στρατηγικών αφηγήσεων: η Ρωσία και οι σύμμαχοί της επενδύουν σε μακροπρόθεσμες συμφωνίες και γεωπολιτική σταθερότητα μέσω πολυεπίπεδης συνεργασίας, ενώ οι ΗΠΑ προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τις ισορροπίες μέσω εμπορικής πίεσης, προσφορών ενέργειας και γεωστρατηγικών συμπράξεων.
Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η Ινδία θα συνεχίσει να βαδίζει σε δύο δρόμους ή αν τελικά θα αναγκαστεί να διαλέξει στρατόπεδο σε μια εποχή έντονων γεωπολιτικών μετατοπίσεων.
Σε απάντηση στα εκτεταμένα και πολυεπίπεδα σύμφωνα συνεργασίας μεταξύ Ινδίας και Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύουν τη δική τους στρατηγική προσέγγιση προς το Νέο Δελχί, συνδυάζοντας προσφορές στον ενεργειακό τομέα με την ενεργοποίηση κρίσιμων πτυχών του ευρύτερου σχεδίου «Παγκόσμιας Ολοκληρωμένης Στρατηγικής Συνεργασίας ΗΠΑ–Ινδίας», το οποίο είχε χαραχθεί τον περασμένο Φεβρουάριο κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μεταξύ του προέδρου Τραμπ και του πρωθυπουργού Μόντι.
Μία από τις βασικές πρωτοβουλίες που προωθείται στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας είναι το νέο πρόγραμμα με την ονομασία U.S.-India COMPACT (Catalyzing Opportunities for Military Partnership, Accelerated Commerce & Technology) για τον 21ο αιώνα. Στον τομέα της άμυνας, οι δύο χώρες συμφώνησαν στην επέκταση των πωλήσεων αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού προς την Ινδία, καθώς και στην ανάπτυξη κοινών γραμμών παραγωγής, με στόχο την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας και της συνεργασίας στους αμυντικούς βιομηχανικούς τομείς.
Σε ό,τι αφορά το εμπόριο, τέθηκε ως στόχος ο υπερδιπλασιασμός των διμερών εμπορικών συναλλαγών, ώστε να φτάσουν τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030, από τα σημερινά επίπεδα. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο που απαιτεί την υλοποίηση πολλαπλών επιμέρους συμφωνιών, τόσο στον τεχνολογικό και βιομηχανικό τομέα όσο και στην ενέργεια.
Για την Ουάσινγκτον, η επόμενη μεγάλη πρόκληση είναι η πραγματική εφαρμογή αυτών των δεσμεύσεων, προκειμένου να διατηρηθεί η Ινδία ευθυγραμμισμένη με τη δυτική γεωπολιτική στρατηγική, ειδικά σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις της με τη Ρωσία συνεχίζουν να είναι ισχυρές και πολυσχιδείς.
www.worldenergynews.gr






