O λιγνίτης θεωρείται από τους Γερμανούς ειδικούς απαραίτητος για την ασφάλεια εφοδιασμού, χαρακτηρίζοντας τυχόν έξοδο από αυτόν ως μία ακόμη ανοησία της ενεργειακής πολιτικής
Ισχυρή κριτική δέχεται η περίφημη γερμανική ενεργειακή μετάβαση (Energiewende), καθώς το κόστος εφαρμογής της και η εξέλιξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας προβληματίζουν τους ειδικούς.
Προβληματισμός που εντείνεται εν όψει της σχεδιαζόμενης πλήρους απόσυρσης του άνθρακα από την παραγωγή ρεύματος, μετά το σβήσιμο των πυρηνικών.
Η Γερμανία είναι πρωτοπόρος στην εφαρμογή της ενεργειακής μεταρρύθμισης που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας θέσει στο επίκεντρο των πολιτικών της τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, την αποκεντρωμένη παραγωγή και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Οι πολιτικές αυτές, πέραν της αύξησης του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, άλλαξαν εκ βάθρων την εικόνα και την οικονομική κατάσταση των άλλοτε καθετοποιημένων ενεργειακών εταιριών της χώρας όπως η RWE και η EON.
Έτσι η κριτική που δέχεται η Energiewende, με δεδομένο ότι προέρχεται από το ίδιο το γερμανικό Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά και από μέσα ενημέρωσης όπως η εφημερίδα Die Welt αποκτούν πολύ μεγαλύτερη σημασία για το σύνολο της Ευρώπης.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συνεδρίου της Γερμανίας, οι δαπάνες και τα κόστη της ενεργειακής μετάβασης μόνο το 2017 ανήλθαν σε 34 δισ. ευρώ.
Αδύνατη η επίτευξη των στόχων για το 2020
Πρόσφατα το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο έδωσε στη δημοσιότητα την Ειδική Έκθεση για το 2018, στην οποία διαπιστώνει σημαντικά ελλείμματα εφαρμογής.
Μάλιστα ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Kay Scheller δήλωσε ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κινδυνεύει να αποτύχει με το έργο της Energiewende.
«Το συμπέρασμά μας», είπε, «είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτικό. Η Γερμανία, δεν θα επιτύχει τους στόχους του 2020 στην εφαρμογή της ενεργειακής μετάβασης. Αυτό ισχύει για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, για την μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας, για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και για την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στις μεταφορές».
Το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας που έχει την ευθύνη της ενεργειακής μετάβασης θα πρέπει να συντονίζει αποτελεσματικά τη μετάβαση στο μέλλον.
Απαιτεί μάλιστα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να:
• Ποσοτικοποιήσει τους στόχους της οικονομικής προσιτότητας και της ασφάλειας του εφοδιασμού
• Χρησιμοποιήσει δείκτες που μπορούν να έχουν ελεγκτικό αποτέλεσμα
• Καταστήσει το κόστος της ενεργειακής μετάβασης όσο το δυνατόν διαφανέστερο
• Χρησιμοποιήσει πιο αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου, ιδίως στην τιμολόγηση του CO2.
Το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο καταλήγει σημειώνοντας ότι για να είναι κοινωνικά αποδεκτή η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να απεικονίζονται σαφώς και κατανοητά οι οικονομικές επιπτώσεις της.
«Καταδικασμένη» σε αποτυχία η ενεργειακή μετάβαση
Τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου ακολούθησε η δημοσίευση άρθρου του Ulrich Bettermann, επικεφαλής του κατασκευαστικού οίκου ηλεκτρολογικού εξοπλισμού OBO Bettermann, στη die Welt με τίτλο «Η ενεργειακή μετάβαση είναι ένα καταφανές παράδειγμα άχρηστης πολιτικής».
Ο αρθρογράφος σημειώνει ότι η ενεργειακή μετάβαση είναι η επόμενη επίσημη αποτυχία.
Παρόλο που επιβαρύνει μαζικά τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, δεν δίνει οποιαδήποτε ανακούφιση στο κλίμα.
Επισημαίνει κάποια στοιχεία της έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αναφέροντας ότι: «Το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο αναμένει τουλάχιστον 34 δισ. ευρώ επιβάρυναν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις το 2017. Την τελευταία πενταετία, τουλάχιστον 160 δις. ευρώ έπεσαν σε αυτόν τον “τάφο” δισεκατομμυρίων ευρώ».
Τονίζει μάλιστα ότι «ο δαιμονοποιημένος λιγνίτης είναι απαραίτητος για την ασφάλεια εφοδιασμού και τυχόν έξοδος απ' το λιγνίτη θα είναι άλλη μια ανοησία της ενεργειακής πολιτικής».
Γράφει επίσης πως, ενώ οι Πράσινοι θα προτιμούσαν να κλείσουν τις εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας γύρω από το ανοικτό ορυχείο Hambach χωρίς αποζημίωση και να απαλλοτριώσουν την εταιρεία RWE και τους μετόχους της σαν εγκληματίες, όταν ήταν στην κυβέρνηση της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας εξακολουθούσαν να συναινούν το 2016 στην περαιτέρω εξόρυξη λιγνίτη στην περιοχή μεταξύ Κολωνίας και Άαχεν.
Σύμφωνα με τον αρθογράφο ο λιγνίτης της Γερμανίας εξορύσσεται επιφανειακά και είναι εξαιρετικά φθηνός και όπως αναφέρει όποιος σταματά την εξόρυξη, απλά διακόπτει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ένα τέταρτο του Γερμανικού ηλεκτρικού ρεύματος προέρχεται από λιγνίτη και παράγεται αξιόπιστα ακόμη και όταν δεν πνέει άνεμος και ο ήλιος δεν λάμπει.
Ως εκ τούτου ο λιγνίτης είναι ακόμη απαραίτητος, επειδή η πράσινη ενέργεια δεν αποθηκεύεται και δεν μπορεί να μεταφερθεί από τα βόρεια προς τον οικονομικά ισχυρό νότο.
Παρά το γεγονός ότι η καύση λιγνίτη έχει σημαντικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αυτό ρυθμίζεται από την τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής με αξιοπρεπή τρόπο στο χρηματιστήριο.
Εάν οι τιμές στην εμπορία εκπομπών συνεχίσουν να αυξάνονται, οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο θα μπορούν σύντομα να ανταγωνιστούν τον λιγνίτη.
Και καταλήγει σημειώνοντας πως «σε τέσσερα χρόνια, οι τελευταίοι πυρηνικοί σταθμοί θα κλείσουν. Εάν η πολιτική θέλει να καθορίσει την έξοδο και από τον λιγνίτη, δεν θα ξαναζήσουμε τίποτα άλλο παρά το επόμενο φιάσκο ενεργειακής πολιτικής και ίσως ένα black out. Τα θύματα θα είναι τα νοικοκυριά, η ενεργοβόρος γερμανική βιομηχανία και οι θέσεις εργασίας τους. Στις γειτονικές χώρες παρέχεται ενέργεια έως και 70% φθηνότερη απ' ό,τι στη Γερμανία».
www.worldenergynews.gr