Οι συνθήκες, όπως διαμορφώνονται πλέον εξ αιτίας των φόρων ρύπων, ευνοούν την Ελλάδα, η οποία είναι μία χώρα με εξαιρετικά ευνοϊκά χαρακτηριστικά αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, γράφει ο Γενικός Διευθυντής Κατασκευής Έργων ΑΠΕ της ΔΕΗ Ανανεώσιμες
Η πράσινη μετάβαση αποτελεί μονόδρομο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη και ολόκληρο τον πλανήτη. Η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα του 21ου αιώνα, καθώς η έξαρση ακραίων καιρικών φαινομένων είναι συχνότερη σε σχέση με το παρελθόν, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη λήψης μέτρων χωρίς καμία χρονοτριβή.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πιο προσιτές και πιο τεχνολογικά ώριμες από ποτέ, αποτελούν ένα από τα εργαλεία που θα αποτρέψουν την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, εξασφαλίζοντας παράλληλα επάρκεια ενέργειας και προστατεύοντας τα οικονομικά πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα από τον κίνδυνο της ενεργειακής φτωχοποίησης.
Σε πείσμα, λοιπόν, φωνών αμφισβήτησης ακόμα και της ίδιας της κλιματικής αλλαγής, ο δρόμος των ΑΠΕ είναι κυριολεκτικά ένας δρόμος χωρίς επιστροφή,
Πέραν, όμως, της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν μονόδρομο και για έναν απλό και πρακτικό λόγο: είναι πολύ φθηνότερες σε σχέση με την καύση λιγνίτη, το πετρέλαιο και τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας, που πλέον επιβαρύνονται με τους «φόρους ρύπων».
Για παράδειγμα, σύμφωνα με το BNEF, το κόστος παραγωγής ενέργειας με καύσιμο το λιγνίτη αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, έχοντας φτάσει πλέον να κοστίζει από 147 έως και 271 ευρώ για μία μεγαβατώρα.
Την ίδια ώρα, το κόστος παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ μειώνεται διαρκώς, καθώς οι οικονομίες κλίμακας και νεότερες τεχνολογίες μειώνουν το κόστος. Πλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του BNEF, η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη κοστίζει έως και τετραπλάσια από τα φωτοβολταϊκά ή τα αιολικά. Ο λόγος για τον οποίο ο λιγνίτης έχει γίνει πλέον ασύμφορος ως καύσιμο για παραγωγή ενέργειας είναι οι φόροι ρύπων σε συνδυασμό με την χαμηλή απόδοση (λόγω της χαμηλής θερμογόνου δύναμης/θερμαντικής ικανότητας).
Οι συνθήκες, όπως διαμορφώνονται πλέον εξ αιτίας των φόρων ρύπων, ευνοούν την Ελλάδα, η οποία είναι μία χώρα με εξαιρετικά ευνοϊκά χαρακτηριστικά αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το πλούσιο αιολικό δυναμικό, η έντονη και μεγάλης διάρκειας ηλιοφάνεια, οι μεγάλοι όγκοι νερού και το γεωθερμικό δυναμικό αποτελούν μοχλό ανάπτυξης έργων ΑΠΕ και εγγύηση για την παραγωγική και αποδοτική λειτουργία τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Όμιλος ΔΕΗ, με μοχλό την 100% θυγατρική του, ΔΕΗ Ανανεώσιμες, προχωρά δυναμικά με την ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ, καθώς νέα αιολικά και φωτοβολταϊκά προστίθενται συνεχώς στα υφιστάμενα έργα της εταιρείας, τα οποία έχουν ήδη φτάσει να έχουν εγκατεστημένη ισχύ περίπου 5,5 GW. Μεταξύ άλλων ο Όμιλος ΔΕΗ έχει ήδη προχωρήσει σε:
• κατασκευή νέων φωτοβολταϊκών σταθμών μεγάλης κλίμακας (utility scale) στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης αλλά και σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης όπως η Ρουμανία και η Ιταλία.
• κατασκευή νέων αιολικών σταθμών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και της Ρουμανίας
• ανακατασκευή 10 παλαιών αιολικών σταθμών
• κατασκευή νέων μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών (μΥΗΣ)
• κατασκευή ενός υβριδικού ενεργειακού έργου στην Ικαρία, το οποίο συνδυάζοντας την αιολική και την υδροηλεκτρική ενέργεια, δίνει τη δυνατότητα αποθήκευσης ενέργειας μέσω αντλησιοταμίευσης
Επόμενος βασικός στόχος του Ομίλου, πέρα από τη διεύρυνση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ σε 11,8GW το 2027, είναι η έναρξη κατασκευής νέων συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (BESS) στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, επιδρώντας με τον τρόπο αυτό στην άμβλυνση των συνεπειών της στοχαστικότητας των ΑΠΕ και κατά συνέπεια στην έτι περεταίρω μείωση του κόστους της πράσινης ενέργειας.
Πέραν των έργων αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες, των οποίων το κόστος ακολουθεί πτωτική τάση το τελευταίο διάστημα, ο Όμιλος ΔΕΗ επενδύει επίσης στην καλή λειτουργία των μικρών και μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων, τα οποία λειτουργούν ως φυσικοί αποταμιευτήρες ενέργειας αντιμετωπίζοντας περαιτέρω τη στοχαστικότητα των ΑΠΕ και μειώνοντας διαρκώς το κόστος παραγωγής.
Εν μέσω και των παγκόσμιων γεωπολιτικών εξελίξεων, η Ευρώπη έχει την ευθύνη να ηγηθεί της προσπάθειας και να πρωτοπορήσει δίνοντας το παράδειγμα στο πώς η βιώσιμη ανάπτυξη είναι απαραίτητη για να προστατεύσουμε όχι μόνο τον κόσμο που ζούμε, αλλά και για να βελτιώσουμε την καθημερινότητα των πιο ευάλωτων μέσω της ενεργειακής ασφάλειας.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι η μόνη λύση και ο μόνος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε!
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πιο προσιτές και πιο τεχνολογικά ώριμες από ποτέ, αποτελούν ένα από τα εργαλεία που θα αποτρέψουν την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, εξασφαλίζοντας παράλληλα επάρκεια ενέργειας και προστατεύοντας τα οικονομικά πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα από τον κίνδυνο της ενεργειακής φτωχοποίησης.
Σε πείσμα, λοιπόν, φωνών αμφισβήτησης ακόμα και της ίδιας της κλιματικής αλλαγής, ο δρόμος των ΑΠΕ είναι κυριολεκτικά ένας δρόμος χωρίς επιστροφή,
Πέραν, όμως, της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν μονόδρομο και για έναν απλό και πρακτικό λόγο: είναι πολύ φθηνότερες σε σχέση με την καύση λιγνίτη, το πετρέλαιο και τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας, που πλέον επιβαρύνονται με τους «φόρους ρύπων».
Για παράδειγμα, σύμφωνα με το BNEF, το κόστος παραγωγής ενέργειας με καύσιμο το λιγνίτη αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια, έχοντας φτάσει πλέον να κοστίζει από 147 έως και 271 ευρώ για μία μεγαβατώρα.
Την ίδια ώρα, το κόστος παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ μειώνεται διαρκώς, καθώς οι οικονομίες κλίμακας και νεότερες τεχνολογίες μειώνουν το κόστος. Πλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του BNEF, η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη κοστίζει έως και τετραπλάσια από τα φωτοβολταϊκά ή τα αιολικά. Ο λόγος για τον οποίο ο λιγνίτης έχει γίνει πλέον ασύμφορος ως καύσιμο για παραγωγή ενέργειας είναι οι φόροι ρύπων σε συνδυασμό με την χαμηλή απόδοση (λόγω της χαμηλής θερμογόνου δύναμης/θερμαντικής ικανότητας).
Οι συνθήκες, όπως διαμορφώνονται πλέον εξ αιτίας των φόρων ρύπων, ευνοούν την Ελλάδα, η οποία είναι μία χώρα με εξαιρετικά ευνοϊκά χαρακτηριστικά αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το πλούσιο αιολικό δυναμικό, η έντονη και μεγάλης διάρκειας ηλιοφάνεια, οι μεγάλοι όγκοι νερού και το γεωθερμικό δυναμικό αποτελούν μοχλό ανάπτυξης έργων ΑΠΕ και εγγύηση για την παραγωγική και αποδοτική λειτουργία τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Όμιλος ΔΕΗ, με μοχλό την 100% θυγατρική του, ΔΕΗ Ανανεώσιμες, προχωρά δυναμικά με την ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ, καθώς νέα αιολικά και φωτοβολταϊκά προστίθενται συνεχώς στα υφιστάμενα έργα της εταιρείας, τα οποία έχουν ήδη φτάσει να έχουν εγκατεστημένη ισχύ περίπου 5,5 GW. Μεταξύ άλλων ο Όμιλος ΔΕΗ έχει ήδη προχωρήσει σε:
• κατασκευή νέων φωτοβολταϊκών σταθμών μεγάλης κλίμακας (utility scale) στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης αλλά και σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης όπως η Ρουμανία και η Ιταλία.
• κατασκευή νέων αιολικών σταθμών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και της Ρουμανίας
• ανακατασκευή 10 παλαιών αιολικών σταθμών
• κατασκευή νέων μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών (μΥΗΣ)
• κατασκευή ενός υβριδικού ενεργειακού έργου στην Ικαρία, το οποίο συνδυάζοντας την αιολική και την υδροηλεκτρική ενέργεια, δίνει τη δυνατότητα αποθήκευσης ενέργειας μέσω αντλησιοταμίευσης
Επόμενος βασικός στόχος του Ομίλου, πέρα από τη διεύρυνση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ σε 11,8GW το 2027, είναι η έναρξη κατασκευής νέων συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (BESS) στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, επιδρώντας με τον τρόπο αυτό στην άμβλυνση των συνεπειών της στοχαστικότητας των ΑΠΕ και κατά συνέπεια στην έτι περεταίρω μείωση του κόστους της πράσινης ενέργειας.
Πέραν των έργων αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες, των οποίων το κόστος ακολουθεί πτωτική τάση το τελευταίο διάστημα, ο Όμιλος ΔΕΗ επενδύει επίσης στην καλή λειτουργία των μικρών και μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων, τα οποία λειτουργούν ως φυσικοί αποταμιευτήρες ενέργειας αντιμετωπίζοντας περαιτέρω τη στοχαστικότητα των ΑΠΕ και μειώνοντας διαρκώς το κόστος παραγωγής.
Εν μέσω και των παγκόσμιων γεωπολιτικών εξελίξεων, η Ευρώπη έχει την ευθύνη να ηγηθεί της προσπάθειας και να πρωτοπορήσει δίνοντας το παράδειγμα στο πώς η βιώσιμη ανάπτυξη είναι απαραίτητη για να προστατεύσουμε όχι μόνο τον κόσμο που ζούμε, αλλά και για να βελτιώσουμε την καθημερινότητα των πιο ευάλωτων μέσω της ενεργειακής ασφάλειας.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι η μόνη λύση και ο μόνος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε!
www.worldenergynews.gr













