Ενέργεια

Γιατί η βιομηχανία μάλλον χάνει από την νέα συμφωνία με τους Θεσμούς

Γιατί η βιομηχανία μάλλον χάνει από την νέα συμφωνία με τους Θεσμούς
Οι παρατάσεις στα ισχύοντα τιμολόγια είναι λύσεις αναλώσιμες

Η τιμή στην οποία θα πωλούνται στους ιδιώτες προμηθευτές πακέτα ενέργειας, στο πλαίσιο της θεραπείας του antitrust case για τον λιγνίτη, ενδέχεται να αποτελέσει έναν από τους βασικούς παράγοντες που θα κρίνει την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων της ΔΕΗ με την ενεργοβόρο βιομηχανία για τα τιμολόγια ρεύματος της επόμενης διετίας.
Όπως είναι γνωστό το θέμα των βιομηχανικών τιμολογίων έχει φέρει σε ρήξη τη ΔΕΗ με τις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας καθώς οι επίσημες προτάσεις της για τις συμβάσεις της διετίας 2021 -2022, προβλέπουν αυξήσεις της τάξης του 40% - 50% ενώ σε κάποιες κατηγορίες φθάνουν ακόμη και το 52% για το 2022.
Οι προτάσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να παγώσουν πλήρως οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο πλευρών, ενώ το τελευταίο διάστημα υπάρχουν πληροφορίες για ανάληψη πρωτοβουλίας διαμεσολάβησης από το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Ενέργειας.
Ωστόσο οι υπερβολικές απαιτήσεις της ΔΕΗ που αφορούν όχι μόνο την τιμή του ρεύματος, αλλά και την δομή των τιμολογίων καθώς και ρήτρες αναπροσαρμογής με βάση το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης, προκαλούν έντονη ανησυχία στη βιομηχανία η οποία θεωρεί πως στόχος τους είναι να οδηγήσουν σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις, αφού είναι σαφές πως δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

Τα αδιέξοδα επιτείνονται

Μέσα σε αυτό το κλίμα και με την παράταση για κάποιο διάστημα των υφιστάμενων συμβάσεων μεταξύ της ΔΕΗ και των ενεργοβόρων βιομηχανιών, να προβάλει ως η μόνη (αν και όχι ικανοποιητική διέξοδος) η συμφωνία με την Κομισιόν για την υπόθεση του λιγνίτη, φαίνεται να κάνει τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα.
Εκφράζονται φόβοι ότι η ΔΕΗ, που λόγω της συμφωνίας με τους Θεσμούς θα αναγκαστεί να διαθέτει πακέτα ενέργειας (κατά πάσα πιθανότητα όχι μόνο από τη λιγνιτική παραγωγή της, αλλά και από τα νερά και το φυσικό αέριο) θα σκληρύνει περεταίρω τη στάση της παρά τις όποιες κατευθύνσεις της κυβέρνησης για την ανάγκη μείωσης του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας.

Η ΔΕΗ έχει λόγους να μιλά για δικές της επιβαρύνσεις

Έτσι εκτιμάται ότι ο Ενέργειας Κώστας Σκρέκας που κατά την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο υπουργείο δήλωσε πως κύριο μέλημα της πολιτικής του είναι η μείωση του ενεργειακού κόστους τόσο για τους οικιακούς καταναλωτές, όσο και για τις επιχειρήσεις, είναι πολύ πιθανό να βρεθεί αντιμέτωπος με την άρνηση της ΔΕΗ να διαμορφώσει μια πρόταση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τη βιομηχανία.
Πολύ δε περισσότερο που η συμφωνία για το antitrust case του λιγνίτη, αποσυνδέθηκε με το ενδεχόμενο αποζημίωσης της ΔΕΗ για την επιτάχυνση του σβησίματος των λιγνιτικών μονάδων.
Η σύνδεση αυτή είχε επιχειρηθεί από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, χωρίς πάντως να αποδώσει αφού η Κομισιόν συνέχιζε για πολλούς μήνες τις ατέρμονες συζητήσεις εμμένοντας στην αρχική της θέση.
Σήμερα, μετά την απόφαση του κ. Σκρέκα να αλλάξει στάση και να αποδεχθεί την πώληση πακέτων ενέργειας από τη ΔΕΗ για να επιλυθεί η μακρόχρονη εκκρεμότητα, η ΔΕΗ έχει πλέον δυο λόγους να υποστηρίξει ότι υφίσταται κόστος που δεν της επιτρέπει να επιδείξει ευελιξία στην υπόθεση των τιμολογίων της ενεργοβόρου βιομηχανίας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα ο κ. Σκρέκας θα κληθεί το επόμενο διάστημα να αντιμετωπίσει ένα μέιζον ζήτημα που σχετίζεται με την πορεία της ελληνικής παραγωγής, της οικονομίας αλλά και της απασχόλησης.

www.worldenergynews.gr

 

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης