Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι ο Πρόεδρος Donald Trump θα λάβει απόφαση για το εάν οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στη σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν τις επόμενες δύο εβδομάδες.
Επικαλούμενη μήνυμα του Trump, η γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκου Karoline Leavitt δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Με βάση το γεγονός ότι υπάρχει σημαντική πιθανότητα διαπραγματεύσεων που μπορεί να πραγματοποιηθούν ή όχι με το Ιράν στο εγγύς μέλλον, θα πάρω την απόφασή μου για το εάν θα προχωρήσω εντός των επόμενων δύο εβδομάδων».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως παραδοσιακός σύμμαχος του Ισραήλ, αλλά και η Ρωσία, ως βασικός στρατηγικός εταίρος του Ιράν, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αποτροπή μιας γενικευμένης στρατιωτικής σύρραξης. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο είναι πιθανή μια ουσιαστική και αποτελεσματική διαπραγμάτευση μεταξύ αυτών των τεσσάρων κρατών, με στόχο την αποτροπή στρατιωτικού πλήγματος κατά του Ιράν.
.Οι σχέσεις ΗΠΑ–Ιράν είναι ιστορικά τεταμένες, ιδίως μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν (JCPOA) το 2018 και την επαναφορά των κυρώσεων. Το Ισραήλ, από την πλευρά του, θεωρεί το Ιράν υπαρξιακή απειλή λόγω του πυρηνικού του προγράμματος και της υποστήριξής του προς οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ. Αντίθετα, η Ρωσία διατηρεί ισχυρές στρατηγικές και οικονομικές σχέσεις με την Τεχεράνη, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στη Συρία.
Η οποιαδήποτε προσπάθεια διαλόγου θα πρέπει να λάβει υπόψη αυτά τα συμφέροντα, τις εχθρότητες και τις ασυμβατότητες. Η επιτυχία μιας τέτοιας διαπραγμάτευσης εξαρτάται από την ικανότητα κάθε πλευράς να προβεί σε ρεαλιστικές υποχωρήσεις και να αναζητήσει κοινά σημεία πολιτικής σύγκλισης.
Η πιθανότητα έναρξης διαπραγματεύσεων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες:
Η ανάγκη αποτροπής περιφερειακού πολέμου: Μια σύρραξη Ισραήλ–Ιράν δεν θα περιοριζόταν γεωγραφικά, καθώς το Ιράν διαθέτει συμμάχους και παραστρατιωτικές οργανώσεις σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αυτό αποτελεί σοβαρό κίνητρο για τις ΗΠΑ και τη Ρωσία να επιδιώξουν την αποκλιμάκωση.
Οικονομικές και εσωτερικές πιέσεις: Το Ιράν αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες λόγω των κυρώσεων, ενώ οι ΗΠΑ επιθυμούν να αποφύγουν άλλη μία πολεμική εμπλοκή ενόψει εκλογών. Αντίστοιχα, η Ρωσία –εμπλεκόμενη στον πόλεμο της Ουκρανίας– έχει συμφέρον να διατηρήσει στρατηγικές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή χωρίς να εμπλακεί άμεσα σε νέες συγκρούσεις.
Η αβεβαιότητα σε διεθνές επίπεδο: Με τον ΟΗΕ να έχει περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης και την Ευρωπαϊκή Ένωση να μην παίζει πια τον παλιό της ρόλο ως ουδέτερος μεσολαβητής, η πρωτοβουλία για διαπραγμάτευση πέφτει στις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις που εμπλέκονται άμεσα.
Απευθείας γραμμή Ιράν με ΗΠΑ - Reuters
Ο απεσταλμένος του Trump και ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν είχαν αρκετές τηλεφωνικές επικοινωνίες με διπλωμάτες - Το Ιράν λέει ότι θα επιστρέψει στις συνομιλίες μόνο εάν το Ισραήλ σταματήσει τις επιθέσεις
Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ Steve Witkoff και ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Abbas Araqchi έχουν μιλήσει τηλεφωνικά αρκετές φορές από τότε που το Ισραήλ ξεκίνησε τις επιθέσεις του στο Ιράν την περασμένη εβδομάδα, σε μια προσπάθεια να βρεθεί ένας διπλωματικός τερματισμός της κρίσης, δήλωσαν τρεις διπλωμάτες στο Reuters.
Σύμφωνα με τους διπλωμάτες, οι οποίοι ζήτησαν να μην κατονομαστούν λόγω της ευαισθησίας του θέματος, ο Araqchi είπε ότι η Τεχεράνη δεν θα επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις εάν το Ισραήλ δεν σταματήσει τις επιθέσεις, οι οποίες ξεκίνησαν στις 13 Ιουνίου.
Ανέφεραν ότι οι συνομιλίες περιελάμβαναν μια σύντομη συζήτηση για μια πρόταση των ΗΠΑ που δόθηκε στο Ιράν στα τέλη Μαΐου, η οποία στοχεύει στη δημιουργία μιας περιφερειακής κοινοπραξίας που θα εμπλουτίζει ουράνιο εκτός Ιράν, μια προσφορά που η Τεχεράνη έχει μέχρι στιγμής απορρίψει.
Οι τηλεφωνικές συνομιλίες αυτής της εβδομάδας ήταν οι πιο ουσιαστικές άμεσες συνομιλίες από τότε που ξεκίνησαν οι δύο διαπραγματεύσεις τον Απρίλιο.
Ένας περιφερειακός διπλωμάτης κοντά στην Τεχεράνη είπε ότι ο Araqchi είχε πει στον Witkoff ότι η Τεχεράνη «θα μπορούσε να δείξει ευελιξία στο πυρηνικό ζήτημα» εάν η Ουάσινγκτον πιέσει το Ισραήλ να τερματίσει τον πόλεμο.
Ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης είπε: «Ο Araqchi είπε στον Witkoff ότι το Ιράν ήταν έτοιμο να επιστρέψει στις πυρηνικές συνομιλίες, αλλά δεν θα μπορούσε εάν το Ισραήλ συνέχιζε τους βομβαρδισμούς του».
Εκτός από σύντομες συναντήσεις μετά από πέντε γύρους έμμεσων συνομιλιών από τον Απρίλιο για να συζητηθεί η δεκαετιών πυρηνική διαμάχη του Ιράν, ο Araqchi και ο Witkoff δεν είχαν προηγουμένως πραγματοποιήσει άμεσες επαφές. Ένας δεύτερος περιφερειακός διπλωμάτης που μίλησε στο Reuters δήλωσε ότι «η (πρώτη) κλήση ξεκίνησε από την Ουάσινγκτον, η οποία πρότεινε επίσης μια νέα προσφορά» για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο σχετικά με τις συγκρουόμενες κόκκινες γραμμές.
Ο Εμπλουτισμός του ουρανίου
Ο Αμερικανός πρόεδρος επιθυμεί η Τεχεράνη να σταματήσει τον εμπλουτισμό ουρανίου στο έδαφος του, ενώ ο Ανώτατος ηγέτης του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ έχει δηλώσει ότι το δικαίωμα του εμπλουτισμού ουρανίου είναι αδιαπραγμάτευτο.
Ο Τραμπ κρατάει κλειστά τα χαρτιά του, σχετικά με το αν θα διατάξει τις αμερικανικές δυνάμεις να συμμετάσχουν στην εκστρατεία βομβαρδισμών του Ισραήλ, η οποία, όπως λέει, αποσκοπεί στην καταστροφή του πυρηνικού προγράμματος και των βαλλιστικών δυνατοτήτων του Ιράν. Αλλά ο Τραμπ έδωσε μια αχτίδα ελπίδας ότι η διπλωματία θα μπορούσε να συνεχιστεί, λέγοντας ότι Ιρανοί αξιωματούχοι θέλουν να έρθουν στην Ουάσινγκτον για μια συνάντηση.
Τι κατέγραφε το WEN:
Τα ρίσκα των διαπραγματεύσεων
Ακόμη κι αν ξεκινήσουν όμως οι διαπραγματεύσεις, η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι εγγυημένη.
Το Ιράν δεν εμπιστεύεται τις ΗΠΑ, ειδικά μετά την αποτυχία της JCPOA, ενώ το Ισραήλ δεν πιστεύει ότι η διπλωματία μπορεί να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Οι ΗΠΑ προκρίνουν την αποτροπή μέσω διπλωματίας και οικονομικής πίεσης, το Ισραήλ μέσω απειλής στρατιωτικής ισχύος, ενώ η Ρωσία κινείται πιο παρασκηνιακά, επιδιώκοντας γεωπολιτικά οφέλη μέσω ισορροπιών.
Μια ουσιαστική λύση απαιτεί συμμετοχή και άλλων περιφερειακών παικτών (Σαουδική Αραβία, Τουρκία, Κίνα), γεγονός που περιπλέκει περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις.
Οι επιμέρους στόχοι
Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα θα μπορούσε να ενισχυθεί αν οι διαπραγματεύσεις εστιάσουν σε επιμέρους στόχους, όπως:
Την επανέναρξη του διαλόγου για τα πυρηνικά του Ιράν με εγγυήσεις ασφάλειας προς το Ισραήλ.
Την προσωρινή συμφωνία αποτροπής στρατιωτικής κλιμάκωσης στα σύνορα Συρίας–Ισραήλ και Λιβάνου.
Την δημιουργία διαύλων επικοινωνίας μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων για την αποφυγή τυχαίας σύγκρουσης.
Η διαπραγμάτευση μεταξύ ΗΠΑ, Ιράν, Ισραήλ και Ρωσίας είναι μεν δύσκολη, αλλά όχι απίθανη. Η ανάγκη αποφυγής ενός καταστροφικού πολέμου και η γεωστρατηγική λογική μπορεί να ωθήσουν τις εμπλεκόμενες πλευρές να κινηθούν προς τον διάλογο.
Παρότι η έλλειψη εμπιστοσύνης και οι αντικρουόμενες προτεραιότητες δημιουργούν εμπόδια, η ελπίδα για μια έστω προσωρινή συμφωνία που θα αποτρέψει μια γενικευμένη σύρραξη δεν είναι αβάσιμη. Στην παρούσα συγκυρία, ακόμα και μια μερική επιτυχία στη διαπραγμάτευση θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο.
Ο Ρόλος της Ρωσίας και τα Πιθανά Κέρδη Πούτιν
Σε κάθε ενδεχόμενη διαπραγμάτευση για την αποτροπή στρατιωτικής σύγκρουσης με το Ιράν, η Ρωσία —και προσωπικά ο Βλαντίμιρ Πούτιν— παίζει ρόλο-κλειδί. Η Μόσχα έχει οικοδομήσει μια στρατηγική συμμαχία με την Τεχεράνη, κυρίως μέσω της συνεργασίας τους στον πόλεμο της Συρίας και της ανταλλαγής στρατιωτικής τεχνογνωσίας. Η ρωσική στήριξη στο Ιράν δεν είναι ιδεολογική αλλά γεωπολιτική, και κάθε ένταση στη Μέση Ανατολή αποτελεί ευκαιρία για τη Ρωσία να επαναβεβαιώσει την παρουσία και την επιρροή της στην περιοχή.
Ο Πούτιν μπορεί να επωφεληθεί με πολλαπλούς τρόπους:
-Διπλωματική ενίσχυση: Η Ρωσία μπορεί να παρουσιαστεί ως παγκόσμιος διαμεσολαβητής, αποκαθιστώντας τον διεθνή της ρόλο σε μια εποχή κατά την οποία η Δύση προσπαθεί να την απομονώσει λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
-Μια κρίση στο Ιράν αποσπά την προσοχή και τους πόρους των ΗΠΑ και των συμμάχων τους από το ουκρανικό μέτωπο, προσφέροντας στον Πούτιν στρατηγικό πλεονέκτημα.
-Η αποσταθεροποίηση της περιοχής μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών της ενέργειας, κάτι που ωφελεί τη ρωσική οικονομία, ενώ ενισχύεται και η στρατιωτική συνεργασία με το Ιράν (όπως με την προμήθεια drones και άλλων τεχνολογιών).
-Ενίσχυση του αντιδυτικού άξονα: Η συνεργασία με το Ιράν ενδυναμώνει τον άξονα Μόσχας–Τεχεράνης–Πεκίνου και ενισχύει την εικόνα της Ρωσίας ως δύναμης που αντιστέκεται στην αμερικανική μονοκρατορία.
Ωστόσο, ο Πούτιν καλείται να ισορροπήσει σε ένα λεπτό σχοινί: δεν θέλει να αποξενώσει εντελώς τα αραβικά κράτη του Κόλπου, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να διατηρήσει επαφή με το Ισραήλ — χώρα με την οποία έχει επίσης σημαντικούς διαύλους επικοινωνίας, ιδίως στο συριακό θέατρο.
Συνολικά, η Ρωσία δεν επιδιώκει άμεση σύγκρουση, αλλά θέλει να έχει λόγο στις εξελίξεις. Αν καταφέρει να εμφανιστεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας και να αποκομίσει γεωστρατηγικά και οικονομικά οφέλη, τότε μια τέτοια κρίση —όσο επικίνδυνη κι αν είναι— μπορεί να αποδειχθεί ευκαιρία για τον Πούτιν και τη ρωσική παγκόσμια στρατηγική.
www.worldenergynews.gr






