Ένα ευρύτατο και πολυεπίπεδο γεωπολιτικό παζλ εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή
Μέχρι την απομάκρυνση του επί χρόνια Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ από την εξουσία τον Δεκέμβριο, σε μια επιχείρηση που οργάνωσαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, η λεγόμενη «Σιιτική Ημισέληνος Εξουσίας» ασκούσε εντυπωσιακή επιρροή στις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές εξελίξεις της Μέσης Ανατολής.
Με ιδεολογικό επίκεντρο το Ιράν, η Ημισέληνος περιλάμβανε στρατηγικούς συμμάχους στο Ιράκ, τη Συρία, τον Λίβανο και την Υεμένη, ενώ είχαν σημειωθεί πρόοδοι και σε χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν (με πληθυσμό 75% σιιτικό), η Τουρκία (25% σιιτική και δυσαρεστημένη με την ευρωπαϊκή της προοπτική), το Μπαχρέιν (75% σιιτικό) και το Πακιστάν (έως 25% σιιτικό και καταφύγιο για πολλαπλές τρομοκρατικές οργανώσεις εχθρικές προς τη Δύση).
Πριν από λίγες μόλις ημέρες, το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου της Συρίας, στη Μπάνιας, άρχισε εκ νέου τις αποστολές καυσίμων για πρώτη φορά μετά την αλλαγή καθεστώτος.
Πολλοί αναλυτές ερμήνευσαν αυτή την εξέλιξη ως την αυγή μιας νέας εποχής για τη χώρα, αλλά και ως προάγγελο βαθύτερων ανακατατάξεων στην περιοχή, καθώς η επιρροή του Ιράν και της σιιτικής συμμαχίας του φάνηκε πως άρχισε να υποχωρεί.
Όμως, ισχύει πράγματι αυτό;
Παρότι το Ιράν διατηρούσε τον ρόλο του βασικού κινητήριου μοχλού της Ημισελήνου, οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί παίκτες πίσω από αυτήν ήταν η Κίνα και η Ρωσία.
Για τις δύο αυτές χώρες, η θρησκευτικά προσδιορισμένη συμμαχία υπό την ηγεσία της Τεχεράνης ήταν κρίσιμη για τα πολυεπίπεδα σχέδιά τους στη Μέση Ανατολή, για τρεις βασικούς λόγους.
Πρώτον, μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο ανάσχεσης της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή.
Δεύτερον, προσέφερε πολλαπλές δυνατότητες μεταφοράς αγαθών και ενέργειας προς την Ευρώπη, είτε με διαφανή είτε με συγκαλυμμένο τρόπο.
Και τρίτον, αρκετά από τα βασικά μέλη της Ημισελήνου διέθεταν τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία μπορούσαν να αξιοποιηθούν με χαμηλό κόστος, εφόσον εξασφαλίζονταν οι κατάλληλες συμφωνίες συνεργασίας.
Για τη Συνολική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας 25 Ετών Ιράν-Κίνας
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των γεωοικονομικών σχεδιασμών ήταν η «Συνολική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας 25 Ετών Ιράν-Κίνας».
Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, ο τότε Α’ Αντιπρόεδρος του Ιράν, Εσάκ Τζαχανγκίρι, ανακοίνωσε τον Αύγουστο του 2019 ότι είχε υπογραφεί συμβόλαιο με την Κίνα για τον εξηλεκτρισμό της βασικής σιδηροδρομικής γραμμής μήκους 900 χιλιομέτρων που συνδέει την Τεχεράνη με τη βορειοανατολική πόλη Μασχάντ, κοντά στα σύνορα με το Τουρκμενιστάν.
Παράλληλα υπήρχε σχέδιο για επέκταση του αναβαθμισμένου δικτύου προς τα βορειοδυτικά, μέσω της Ταμπρίζ —μιας περιοχής με στρατηγική σημασία για τους υδρογονάνθρακες—, που αποτελεί και την αφετηρία του αγωγού φυσικού αερίου Ταμπρίζ-Άγκυρα. Μακροπρόθεσμα, η ταχεία σιδηροδρομική σύνδεση Μασχάντ-Τεχεράνης προβλέπεται να αποτελέσει βασικό τμήμα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, μήκους 2.300 χιλιομέτρων, ο οποίος ενώνει το Ουρούμτσι, πρωτεύουσα της κινεζικής επαρχίας Σιντζιάνγκ, με την Τεχεράνη, διασχίζοντας το Καζακστάν, την Κιργιζία, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν.
Στη συνέχεια, οι κινεζικοί σχεδιασμοί προβλέπουν την επέκταση των σιδηροδρομικών διασυνδέσεων μέσω Ταμπρίζ στην Τουρκία, στη συνέχεια στη Βουλγαρία και από εκεί στο σύνολο της νότιας Ευρώπης.
Ένα κρίσιμο συμπλήρωμα των μεταφορικών συνδέσεων που εκτείνονταν στις χώρες της Σιιτικής Ημισελήνου ήταν η κινεζο-ρωσική πρωτοβουλία για την οικοδόμηση ενός πανσιιτικού/μεσανατολικού ενεργειακού δικτύου, με κεντρικό άξονα το Ιράν.
Η βάση αυτού του σχεδίου ήταν η ενσωμάτωση της παραγωγής και διανομής πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, όχι μόνο για την εγκατάσταση μόνιμων υποδομών που θα συνέδεαν τις χώρες μεταξύ τους, αλλά και για τη διαρκή παρουσία τεχνικού και «ασφαλιστικού» προσωπικού — κυρίως Ιρανών, Κινέζων και Ρώσων.
Όπως η Ρωσία διατηρούσε σημαντική επιρροή στην Ευρώπη μέσω της εξάρτησής της από τις ρωσικές ροές φυσικού αερίου, μέχρι τη ριζική ανατροπή των δεδομένων μετά την εισβολή στην Ουκρανία, έτσι και το Ιράν προσδοκούσε να εδραιώσει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή με όχημα τις ενεργειακές του εξαγωγές και τη διασύνδεση των δικτύων ηλεκτροδότησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2020, ο Ιρανός υπουργός Ενέργειας Ρεζά Αρντακανιάν δήλωσε πως τα ενεργειακά δίκτυα του Ιράν και του Ιράκ είχαν πλήρως συγχρονιστεί, επιτρέποντας την αμφίδρομη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της νέας γραμμής μεταφοράς υψηλής τάσης Amarah-Karkeh 400 κιλοβόλτ.
Ο ίδιος επισήμανε πως τα κέντρα διαχείρισης ενέργειας των δύο χωρών ήταν πλήρως διασυνδεδεμένα στην Βαγδάτη, τα δίκτυα λειτουργούσαν ως ένα ενιαίο σύστημα, και είχε υπογραφεί τριετής συμφωνία συνεργασίας.
Παράλληλα, ο τότε υπουργός Ηλεκτρισμού του Ιράκ, Ματζίντ Μαχντί Χαντούς, είχε ανακοινώσει ότι η Βαγδάτη προχωρούσε σε σύνδεση του ηλεκτρικού του δικτύου με αυτό της Ιορδανίας μέσω γραμμής 300 χιλιομέτρων, ενώ προχωρούσαν και οι διαδικασίες για την ολοκλήρωση της ηλεκτρικής σύνδεσης με την Αίγυπτο εντός τριετίας.
Η πρωτοβουλία αυτή εντασσόταν στο ευρύτερο σχέδιο για τη δημιουργία μιας ενιαίας αραβικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Στη Συρία το επίκεντρο
Ωστόσο, ήταν ίσως στη Συρία που διαφαίνονταν οι πιο φιλόδοξες γεωστρατηγικές επιδιώξεις της Κίνας και της Ρωσίας για τη Σιιτική Ημισέληνο.
Η Μόσχα είχε ήδη προχωρήσει σε μια σειρά συμφωνιών με στόχο την αναβίωση των πάλαι ποτέ ισχυρών ενεργειακών τομέων της χώρας.
Πριν την ανατροπή του Καντάφι το 2011, η Συρία παρήγαγε περίπου 400.000 βαρέλια αργού πετρελαίου ημερησίως από επιβεβαιωμένα αποθέματα 2,5 δισεκατομμυρίων βαρελιών.
Σε προγενέστερη περίοδο, πριν αρχίσει η φθίνουσα πορεία παραγωγής λόγω της μη εφαρμογής προηγμένων τεχνικών ανάκτησης, η ημερήσια παραγωγή είχε φθάσει κοντά στις 600.000 βαρέλια.
Αντίστοιχα σημαντικός ήταν και ο τομέας του φυσικού αερίου, με ημερήσια παραγωγή ξηρού φυσικού αερίου που άγγιζε τα 316 δισεκατομμύρια κυβικά πόδια, και επιβεβαιωμένα αποθέματα ύψους 8,5 τρισεκατομμυρίων κυβικών ποδιών.
Η ρωσική εμπλοκή στον ενεργειακό πυλώνα της Συρίας προσέφερε στη Μόσχα τη δυνατότητα να εγκαθιδρύσει ένα πρώτης τάξεως στρατιωτικό και κατασκοπευτικό προγεφύρωμα στη Μέση Ανατολή.
Σε αυτό περιλαμβάνονται μια σημαντική ναυτική βάση στην Ταρτούς — το μοναδικό ρωσικό λιμάνι στη Μεσόγειο —, μια βασική αεροπορική βάση στη Χμέιμιμ και ένας σημαντικός σταθμός παρακολούθησης έξω από τη Λαττάκεια.
Το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι πως λίγο πριν από την απομάκρυνση του Μπασάρ αλ-Άσαντ από την εξουσία, σε επιχείρηση που οργάνωσαν η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο, Ιράν, Ρωσία και Κίνα βρίσκονταν στο τελικό στάδιο σχεδιασμού μιας μακρόπνοης στρατηγικής: τη δημιουργία της πολυαναμενόμενης «Χερσαίας Γέφυρας».
Η διαδρομή της θα εκτεινόταν από την Τεχεράνη έως τις ακτές της Μεσογείου στη Συρία, και ο βασικός της στόχος ήταν να αυξήσει θεαματικά την κλίμακα και τις δυνατότητες μεταφοράς οπλισμού προς τον νότιο Λίβανο και τα Υψίπεδα του Γκολάν, με απώτερο σκοπό τη χρήση τους σε επιθέσεις κατά του Ισραήλ.
Καθοριστική στήριξη σε αυτό το σχέδιο κατά μήκος της προβλεπόμενης διαδρομής της Χερσαίας Γέφυρας ήρθε από τη συμφωνία Ιράκ-Κίνας για την κατασκευή του Στρατηγικού Αναπτυξιακού Δρόμου, ενός έργου ύψους 17 δισ. δολαρίων.
Ο οδικός αυτός άξονας προβλέπεται να συνδέσει τη Βασόρα με τη νότια Τουρκία, κοντά στα συροτουρκικά σύνορα, ενώ θα ενταχθεί και στον ευρύτερο σχεδιασμό του κινεζικού Belt and Road Initiative.
Από πλευράς Ιράν, το σχέδιο εντάσσεται σε μια μακροχρόνια προσπάθεια να ενοποιηθούν τα μουσουλμανικά κράτη σε ένα κοινό μέτωπο κατά της –όπως την αντιλαμβάνεται η Τεχεράνη– υπαρξιακής απειλής που εκπροσωπεί η ευρύτερη συμμαχία της Δύσης, με τις ΗΠΑ στο επίκεντρό της.
Αυτή η ρητορική και στρατηγική προσέγγιση συμβάδιζε απόλυτα με την κοινή προσπάθεια Πεκίνου και Μόσχας για τη διαμόρφωση ενός πολυπολικού κόσμου, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι μόνο μία από τις τρεις κυρίαρχες δυνάμεις – οι άλλες δύο τελούν υπό την επιρροή της Κίνας και της Ρωσίας.
Η κινεζική στόχευση αυτή αποκρυσταλλώθηκε ξεκάθαρα στη στροφή του προέδρου Σι Τζινπίνγκ προς μια πιο επιθετική αντιαμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, όπως φάνηκε σε σειρά συναντήσεων με ηγέτες της περιοχής τον Δεκέμβριο του 2022 και τον Ιανουάριο του 2023.
Βασικά θέματα των συνομιλιών ήταν η οριστικοποίηση της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ Κίνας και Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου — στον οποίο συμμετέχουν το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — και η εδραίωση μιας «βαθύτερης στρατηγικής συνεργασίας σε μια περιοχή όπου η κυριαρχία των ΗΠΑ εμφανίζει σημάδια υποχώρησης».
Δεδομένων των εξαιρετικά υψηλών διακυβευμάτων για την Κίνα και τη Ρωσία στη Συρία, είναι εξαιρετικά απίθανο κάποια από τις δύο χώρες να εγκαταλείψει αυτή την κρίσιμη φάση της μετά-Άσαντ εποχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η Ρωσία — μέσω του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιχαήλ Μπογκντάνοφ — που πραγματοποίησε την πρώτη υψηλού επιπέδου διεθνή επίσκεψη στη Δαμασκό στις 28 Ιανουαρίου, αμέσως μετά το πραξικόπημα.
Εκεί συναντήθηκε με τον νέο πρόεδρο της Συρίας, Άχμεντ αλ-Σάραα, καθώς και με τον υπουργό Εξωτερικών Ασάαντ αλ-Σαϊμπανί και τον υπουργό Υγείας Μαχέρ αλ-Σάραα.
Η πρόσφατη επίσκεψη ιρακινής αντιπροσωπείας στη Δαμασκό, υπό την ηγεσία του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ιράκ, Χαμίντ Αλ-Σάτρι, εντάσσεται στην ίδια σταθερή προσπάθεια της Μόσχας να ενισχύσει τα ερείσματά της στη χώρα, όπως αποκάλυψε υψηλόβαθμη πηγή ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλειστικά στο Oil Price.
www.worldenergynews.gr
Με ιδεολογικό επίκεντρο το Ιράν, η Ημισέληνος περιλάμβανε στρατηγικούς συμμάχους στο Ιράκ, τη Συρία, τον Λίβανο και την Υεμένη, ενώ είχαν σημειωθεί πρόοδοι και σε χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν (με πληθυσμό 75% σιιτικό), η Τουρκία (25% σιιτική και δυσαρεστημένη με την ευρωπαϊκή της προοπτική), το Μπαχρέιν (75% σιιτικό) και το Πακιστάν (έως 25% σιιτικό και καταφύγιο για πολλαπλές τρομοκρατικές οργανώσεις εχθρικές προς τη Δύση).
Πριν από λίγες μόλις ημέρες, το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου της Συρίας, στη Μπάνιας, άρχισε εκ νέου τις αποστολές καυσίμων για πρώτη φορά μετά την αλλαγή καθεστώτος.
Πολλοί αναλυτές ερμήνευσαν αυτή την εξέλιξη ως την αυγή μιας νέας εποχής για τη χώρα, αλλά και ως προάγγελο βαθύτερων ανακατατάξεων στην περιοχή, καθώς η επιρροή του Ιράν και της σιιτικής συμμαχίας του φάνηκε πως άρχισε να υποχωρεί.
Όμως, ισχύει πράγματι αυτό;
Παρότι το Ιράν διατηρούσε τον ρόλο του βασικού κινητήριου μοχλού της Ημισελήνου, οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί παίκτες πίσω από αυτήν ήταν η Κίνα και η Ρωσία.
Για τις δύο αυτές χώρες, η θρησκευτικά προσδιορισμένη συμμαχία υπό την ηγεσία της Τεχεράνης ήταν κρίσιμη για τα πολυεπίπεδα σχέδιά τους στη Μέση Ανατολή, για τρεις βασικούς λόγους.
Πρώτον, μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο ανάσχεσης της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή.
Δεύτερον, προσέφερε πολλαπλές δυνατότητες μεταφοράς αγαθών και ενέργειας προς την Ευρώπη, είτε με διαφανή είτε με συγκαλυμμένο τρόπο.
Και τρίτον, αρκετά από τα βασικά μέλη της Ημισελήνου διέθεταν τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία μπορούσαν να αξιοποιηθούν με χαμηλό κόστος, εφόσον εξασφαλίζονταν οι κατάλληλες συμφωνίες συνεργασίας.
Για τη Συνολική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας 25 Ετών Ιράν-Κίνας
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των γεωοικονομικών σχεδιασμών ήταν η «Συνολική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας 25 Ετών Ιράν-Κίνας».
Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας, ο τότε Α’ Αντιπρόεδρος του Ιράν, Εσάκ Τζαχανγκίρι, ανακοίνωσε τον Αύγουστο του 2019 ότι είχε υπογραφεί συμβόλαιο με την Κίνα για τον εξηλεκτρισμό της βασικής σιδηροδρομικής γραμμής μήκους 900 χιλιομέτρων που συνδέει την Τεχεράνη με τη βορειοανατολική πόλη Μασχάντ, κοντά στα σύνορα με το Τουρκμενιστάν.
Παράλληλα υπήρχε σχέδιο για επέκταση του αναβαθμισμένου δικτύου προς τα βορειοδυτικά, μέσω της Ταμπρίζ —μιας περιοχής με στρατηγική σημασία για τους υδρογονάνθρακες—, που αποτελεί και την αφετηρία του αγωγού φυσικού αερίου Ταμπρίζ-Άγκυρα. Μακροπρόθεσμα, η ταχεία σιδηροδρομική σύνδεση Μασχάντ-Τεχεράνης προβλέπεται να αποτελέσει βασικό τμήμα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού, μήκους 2.300 χιλιομέτρων, ο οποίος ενώνει το Ουρούμτσι, πρωτεύουσα της κινεζικής επαρχίας Σιντζιάνγκ, με την Τεχεράνη, διασχίζοντας το Καζακστάν, την Κιργιζία, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν.
Στη συνέχεια, οι κινεζικοί σχεδιασμοί προβλέπουν την επέκταση των σιδηροδρομικών διασυνδέσεων μέσω Ταμπρίζ στην Τουρκία, στη συνέχεια στη Βουλγαρία και από εκεί στο σύνολο της νότιας Ευρώπης.
Ένα κρίσιμο συμπλήρωμα των μεταφορικών συνδέσεων που εκτείνονταν στις χώρες της Σιιτικής Ημισελήνου ήταν η κινεζο-ρωσική πρωτοβουλία για την οικοδόμηση ενός πανσιιτικού/μεσανατολικού ενεργειακού δικτύου, με κεντρικό άξονα το Ιράν.
Η βάση αυτού του σχεδίου ήταν η ενσωμάτωση της παραγωγής και διανομής πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, όχι μόνο για την εγκατάσταση μόνιμων υποδομών που θα συνέδεαν τις χώρες μεταξύ τους, αλλά και για τη διαρκή παρουσία τεχνικού και «ασφαλιστικού» προσωπικού — κυρίως Ιρανών, Κινέζων και Ρώσων.
Όπως η Ρωσία διατηρούσε σημαντική επιρροή στην Ευρώπη μέσω της εξάρτησής της από τις ρωσικές ροές φυσικού αερίου, μέχρι τη ριζική ανατροπή των δεδομένων μετά την εισβολή στην Ουκρανία, έτσι και το Ιράν προσδοκούσε να εδραιώσει την επιρροή του στη Μέση Ανατολή με όχημα τις ενεργειακές του εξαγωγές και τη διασύνδεση των δικτύων ηλεκτροδότησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2020, ο Ιρανός υπουργός Ενέργειας Ρεζά Αρντακανιάν δήλωσε πως τα ενεργειακά δίκτυα του Ιράν και του Ιράκ είχαν πλήρως συγχρονιστεί, επιτρέποντας την αμφίδρομη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της νέας γραμμής μεταφοράς υψηλής τάσης Amarah-Karkeh 400 κιλοβόλτ.
Ο ίδιος επισήμανε πως τα κέντρα διαχείρισης ενέργειας των δύο χωρών ήταν πλήρως διασυνδεδεμένα στην Βαγδάτη, τα δίκτυα λειτουργούσαν ως ένα ενιαίο σύστημα, και είχε υπογραφεί τριετής συμφωνία συνεργασίας.
Παράλληλα, ο τότε υπουργός Ηλεκτρισμού του Ιράκ, Ματζίντ Μαχντί Χαντούς, είχε ανακοινώσει ότι η Βαγδάτη προχωρούσε σε σύνδεση του ηλεκτρικού του δικτύου με αυτό της Ιορδανίας μέσω γραμμής 300 χιλιομέτρων, ενώ προχωρούσαν και οι διαδικασίες για την ολοκλήρωση της ηλεκτρικής σύνδεσης με την Αίγυπτο εντός τριετίας.
Η πρωτοβουλία αυτή εντασσόταν στο ευρύτερο σχέδιο για τη δημιουργία μιας ενιαίας αραβικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Στη Συρία το επίκεντρο
Ωστόσο, ήταν ίσως στη Συρία που διαφαίνονταν οι πιο φιλόδοξες γεωστρατηγικές επιδιώξεις της Κίνας και της Ρωσίας για τη Σιιτική Ημισέληνο.
Η Μόσχα είχε ήδη προχωρήσει σε μια σειρά συμφωνιών με στόχο την αναβίωση των πάλαι ποτέ ισχυρών ενεργειακών τομέων της χώρας.
Πριν την ανατροπή του Καντάφι το 2011, η Συρία παρήγαγε περίπου 400.000 βαρέλια αργού πετρελαίου ημερησίως από επιβεβαιωμένα αποθέματα 2,5 δισεκατομμυρίων βαρελιών.
Σε προγενέστερη περίοδο, πριν αρχίσει η φθίνουσα πορεία παραγωγής λόγω της μη εφαρμογής προηγμένων τεχνικών ανάκτησης, η ημερήσια παραγωγή είχε φθάσει κοντά στις 600.000 βαρέλια.
Αντίστοιχα σημαντικός ήταν και ο τομέας του φυσικού αερίου, με ημερήσια παραγωγή ξηρού φυσικού αερίου που άγγιζε τα 316 δισεκατομμύρια κυβικά πόδια, και επιβεβαιωμένα αποθέματα ύψους 8,5 τρισεκατομμυρίων κυβικών ποδιών.
Η ρωσική εμπλοκή στον ενεργειακό πυλώνα της Συρίας προσέφερε στη Μόσχα τη δυνατότητα να εγκαθιδρύσει ένα πρώτης τάξεως στρατιωτικό και κατασκοπευτικό προγεφύρωμα στη Μέση Ανατολή.
Σε αυτό περιλαμβάνονται μια σημαντική ναυτική βάση στην Ταρτούς — το μοναδικό ρωσικό λιμάνι στη Μεσόγειο —, μια βασική αεροπορική βάση στη Χμέιμιμ και ένας σημαντικός σταθμός παρακολούθησης έξω από τη Λαττάκεια.
Το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι πως λίγο πριν από την απομάκρυνση του Μπασάρ αλ-Άσαντ από την εξουσία, σε επιχείρηση που οργάνωσαν η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο, Ιράν, Ρωσία και Κίνα βρίσκονταν στο τελικό στάδιο σχεδιασμού μιας μακρόπνοης στρατηγικής: τη δημιουργία της πολυαναμενόμενης «Χερσαίας Γέφυρας».
Η διαδρομή της θα εκτεινόταν από την Τεχεράνη έως τις ακτές της Μεσογείου στη Συρία, και ο βασικός της στόχος ήταν να αυξήσει θεαματικά την κλίμακα και τις δυνατότητες μεταφοράς οπλισμού προς τον νότιο Λίβανο και τα Υψίπεδα του Γκολάν, με απώτερο σκοπό τη χρήση τους σε επιθέσεις κατά του Ισραήλ.
Καθοριστική στήριξη σε αυτό το σχέδιο κατά μήκος της προβλεπόμενης διαδρομής της Χερσαίας Γέφυρας ήρθε από τη συμφωνία Ιράκ-Κίνας για την κατασκευή του Στρατηγικού Αναπτυξιακού Δρόμου, ενός έργου ύψους 17 δισ. δολαρίων.
Ο οδικός αυτός άξονας προβλέπεται να συνδέσει τη Βασόρα με τη νότια Τουρκία, κοντά στα συροτουρκικά σύνορα, ενώ θα ενταχθεί και στον ευρύτερο σχεδιασμό του κινεζικού Belt and Road Initiative.
Από πλευράς Ιράν, το σχέδιο εντάσσεται σε μια μακροχρόνια προσπάθεια να ενοποιηθούν τα μουσουλμανικά κράτη σε ένα κοινό μέτωπο κατά της –όπως την αντιλαμβάνεται η Τεχεράνη– υπαρξιακής απειλής που εκπροσωπεί η ευρύτερη συμμαχία της Δύσης, με τις ΗΠΑ στο επίκεντρό της.
Αυτή η ρητορική και στρατηγική προσέγγιση συμβάδιζε απόλυτα με την κοινή προσπάθεια Πεκίνου και Μόσχας για τη διαμόρφωση ενός πολυπολικού κόσμου, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι μόνο μία από τις τρεις κυρίαρχες δυνάμεις – οι άλλες δύο τελούν υπό την επιρροή της Κίνας και της Ρωσίας.
Η κινεζική στόχευση αυτή αποκρυσταλλώθηκε ξεκάθαρα στη στροφή του προέδρου Σι Τζινπίνγκ προς μια πιο επιθετική αντιαμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, όπως φάνηκε σε σειρά συναντήσεων με ηγέτες της περιοχής τον Δεκέμβριο του 2022 και τον Ιανουάριο του 2023.
Βασικά θέματα των συνομιλιών ήταν η οριστικοποίηση της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ Κίνας και Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου — στον οποίο συμμετέχουν το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Ομάν, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — και η εδραίωση μιας «βαθύτερης στρατηγικής συνεργασίας σε μια περιοχή όπου η κυριαρχία των ΗΠΑ εμφανίζει σημάδια υποχώρησης».
Δεδομένων των εξαιρετικά υψηλών διακυβευμάτων για την Κίνα και τη Ρωσία στη Συρία, είναι εξαιρετικά απίθανο κάποια από τις δύο χώρες να εγκαταλείψει αυτή την κρίσιμη φάση της μετά-Άσαντ εποχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η Ρωσία — μέσω του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιχαήλ Μπογκντάνοφ — που πραγματοποίησε την πρώτη υψηλού επιπέδου διεθνή επίσκεψη στη Δαμασκό στις 28 Ιανουαρίου, αμέσως μετά το πραξικόπημα.
Εκεί συναντήθηκε με τον νέο πρόεδρο της Συρίας, Άχμεντ αλ-Σάραα, καθώς και με τον υπουργό Εξωτερικών Ασάαντ αλ-Σαϊμπανί και τον υπουργό Υγείας Μαχέρ αλ-Σάραα.
Η πρόσφατη επίσκεψη ιρακινής αντιπροσωπείας στη Δαμασκό, υπό την ηγεσία του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ιράκ, Χαμίντ Αλ-Σάτρι, εντάσσεται στην ίδια σταθερή προσπάθεια της Μόσχας να ενισχύσει τα ερείσματά της στη χώρα, όπως αποκάλυψε υψηλόβαθμη πηγή ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλειστικά στο Oil Price.
www.worldenergynews.gr






