
Η σχετική επαναξιολόγηση της πυρηνικής ενέργειας εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κύμα επιστροφής στον τομέα παγκοσμίως, καθώς οι κυβερνήσεις αναζητούν σταθερές και χαμηλών εκπομπών λύσεις στο ενεργειακό τους μείγμα
Μια ιστορική στροφή στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας φαίνεται να εκτυλίσσεται στη Γερμανία, με την ηγεσία της χώρας να εμφανίζεται ολοένα και πιο ανοιχτή σε έναν ενεργειακό δρόμο που μέχρι πρότινος θεωρούνταν πολιτικά και κοινωνικά απαγορευμένος.
Σύμφωνα με το Oil Price, η σχετική επαναξιολόγηση της πυρηνικής ενέργειας εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κύμα επιστροφής στον τομέα παγκοσμίως, καθώς οι κυβερνήσεις αναζητούν σταθερές και χαμηλών εκπομπών λύσεις στο ενεργειακό τους μείγμα.
Τον περασμένο μήνα, η Υπουργός Οικονομίας της χώρας, Κατερίνα Ράιχε, επέλεξε να συμμετάσχει σε συνάντηση φιλοπυρηνικών χωρών της ΕΕ αντί για συνάντηση αφιερωμένη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας — μια κίνηση που αποκάλυψε βαθιές διαφωνίες εντός της ίδιας της κυβέρνησης για τη μελλοντική κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
Διαφωνίες από το ΥΠΕΝ
Ενώ λοιπόν η Ράιχε προσέγγισε το φιλοπυρηνικό μπλοκ της Ευρώπης, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Κάρστεν Σνάιντερ, παραμένει έντονα αντίθετος σε οποιαδήποτε αλλαγή της αντιπυρηνικής γραμμής της χώρας.
«Έχουμε αποφασίσει να σταματήσουμε την πυρηνική ενέργεια. Αυτό έχει επίσης γίνει αποδεκτό από την κοινωνία», δήλωσε ο Σνάιντερ στην Deutsche Welle.
«Δεν υπάρχουν περαιτέρω δεσμεύσεις προς τη βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας, ούτε πρόκειται να υπάρξουν», επανέλαβε με σαφήνεια.
Η Γερμανία έκλεισε τους τελευταίους τρεις πυρηνικούς σταθμούς της το 2023.
Η διαφωνία μεταξύ των δύο υπουργών έχει αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τον Μάιο, όταν η Ράιχε, σε τοποθέτησή της στις Βρυξέλλες, δήλωσε ότι είναι «ανοιχτή σε όλες τις τεχνολογίες» στο πλαίσιο της ενεργειακής στρατηγικής της Γερμανίας, ενώ συμφώνησε με Γάλλους αξιωματούχους να αφαιρεθεί η αντιπυρηνική ρητορική από την κοινοτική νομοθεσία.
Πρόκειται για μια οπωσδήποτε σημαντική ανατροπή σε σχέση με την παραδοσιακή στάση της Γερμανίας, η οποία επί δεκαετίες ηγήθηκε της ευρωπαϊκής αντίδρασης απέναντι στην πυρηνική ενέργεια.
Η ριζωμένη γερμανική αντίθεση στα πυρηνικά δεν προκύπτει τόσο από τις σημερινές ανάγκες ενεργειακής ασφάλειας ή κλιματικής πολιτικής, αλλά από ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα.
Το ιστορικό της αντίθεσης στα πυρηνικά
Όπως εξηγεί έκθεση του The Conversation (2024), η πλήρης απόρριψη της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία «μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων», όπου η αντίθεση στα πυρηνικά προηγήθηκε ακόμα και του σύγχρονου οικολογικού κινήματος.
Η μεταπολεμική καχυποψία απέναντι στην τεχνοκρατία, οι φόβοι για το περιβάλλον και την ασφάλεια, οι ανησυχίες για πιθανή διάδοση πυρηνικών όπλων και, κυρίως, η απέχθεια προς τις συγκεντρωτικές μορφές εξουσίας που κυριάρχησαν κατά την περίοδο του ναζιστικού καθεστώτος, διαμόρφωσαν ένα μοναδικό πλαίσιο αντιπυρηνισμού στη Γερμανία, το οποίο επηρέασε βαθιά την ενεργειακή της πολιτική για δεκαετίες.
Σήμερα, όμως, με την Ευρώπη να επανεξετάζει συνολικά τις στρατηγικές της για την ενεργειακή αυτονομία, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη διάρρηξη των σχέσεων με τη Ρωσία, η πολιτική ομοφωνία στη Γερμανία γύρω από το «όχι στα πυρηνικά» αρχίζει να σπάει — με τη σύγκρουση στο εσωτερικό της κυβέρνησης να αποτυπώνει τις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες της εποχής.
Η Γερμανία φαίνεται πλέον πως δεν μπορεί να συντηρήσει την παραδοσιακή της αντιπυρηνική στάση, καθώς η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τις κυρώσεις στη Ρωσία άφησε βαθιά τραύματα στην οικονομία και τον ενεργειακό της τομέα. Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η Γερμανία εξαρτιόταν κατά 50% από το ρωσικό φυσικό αέριο — μια εξάρτηση που αποδείχθηκε οδυνηρή και ανέδειξε τα όρια της στρατηγικής ενεργειακής απεξάρτησης από την πυρηνική τεχνολογία.
Παρότι η χώρα δεν έχει ακόμα προβεί σε ουσιαστική αναθεώρηση της εγχώριας πυρηνικής της πολιτικής, το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία δεν εμφανίζεται πλέον ομόφωνα αντίθετη στην τεχνολογία συνιστά μια σημαντική μετατόπιση, με ευρύτερες συνέπειες τόσο για την εσωτερική πολιτική σκηνή όσο και για τον ευρωπαϊκό ενεργειακό διάλογο.
Η αλλαγή στάσης εντάσσεται σε ένα γενικότερο ρεύμα υπέρ της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη. Μόνο τους τελευταίους μήνες, Ιταλία και Δανία δρομολόγησαν την άρση απαγορεύσεων που ίσχυαν επί τέσσερις δεκαετίες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, ενώ η Ισπανία εξέφρασε προθυμία να παρατείνει τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών που επρόκειτο να απενεργοποιηθούν.
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την πυρηνική ενέργεια δεν περιορίζεται στην Ευρώπη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τεχνολογία επανακτά έδαφος ως ένας από τους πιο αξιόπιστους τρόπους για να επιτευχθεί η πολυπόθητη ισορροπία μεταξύ ενεργειακής ασφάλειας και κλιματικής ουδετερότητας. Πρόκειται για μια τεχνολογία μηδενικών εκπομπών άνθρακα, ικανή να παρέχει σταθερή βασική ισχύ και να ενσωματωθεί σχεδόν σε οποιοδήποτε γεωγραφικό ή ενεργειακό πλαίσιο — ιδίως με την ανάπτυξη νέων, μικρής κλίμακας αρθρωτών αντιδραστήρων (SMRs).
Μόλις τον προηγούμενο μήνα, η Παγκόσμια Τράπεζα προχώρησε σε άρση της απαγόρευσης χρηματοδότησης πυρηνικών έργων — μια κίνηση που αναμένεται να ενισχύσει τη διείσδυση της πυρηνικής ενέργειας στον αναπτυσσόμενο κόσμο και να προκαλέσει αντίστοιχες κινήσεις από άλλα διεθνή χρηματοδοτικά ιδρύματα.
Όπως δήλωσε πρόσφατα η Lauren Hughes, αναπληρώτρια διευθύντρια της Πρωτοβουλίας Πολιτικής για την Πυρηνική Ενέργεια στο Atlantic Council, οι νέες εξελίξεις «δείχνουν ξεκάθαρα ότι η πυρηνική ενέργεια επανέρχεται στο προσκήνιο και αναγνωρίζεται για την ικανότητά της να παρέχει αξιόπιστη βασική ηλεκτρική ισχύ».
Για τη Γερμανία, αυτή η νέα ενεργειακή πραγματικότητα διαμορφώνει ένα πεδίο πίεσης, όπου η ιδεολογική συνέπεια συγκρούεται με την ανάγκη για ενεργειακή αυτάρκεια, οικονομική σταθερότητα και συμμετοχή σε μια ευρωπαϊκή στρατηγική που μεταβάλλεται ραγδαία.
www.worldenergynews.gr
Σύμφωνα με το Oil Price, η σχετική επαναξιολόγηση της πυρηνικής ενέργειας εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κύμα επιστροφής στον τομέα παγκοσμίως, καθώς οι κυβερνήσεις αναζητούν σταθερές και χαμηλών εκπομπών λύσεις στο ενεργειακό τους μείγμα.
Τον περασμένο μήνα, η Υπουργός Οικονομίας της χώρας, Κατερίνα Ράιχε, επέλεξε να συμμετάσχει σε συνάντηση φιλοπυρηνικών χωρών της ΕΕ αντί για συνάντηση αφιερωμένη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας — μια κίνηση που αποκάλυψε βαθιές διαφωνίες εντός της ίδιας της κυβέρνησης για τη μελλοντική κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.
Διαφωνίες από το ΥΠΕΝ
Ενώ λοιπόν η Ράιχε προσέγγισε το φιλοπυρηνικό μπλοκ της Ευρώπης, ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Κάρστεν Σνάιντερ, παραμένει έντονα αντίθετος σε οποιαδήποτε αλλαγή της αντιπυρηνικής γραμμής της χώρας.
«Έχουμε αποφασίσει να σταματήσουμε την πυρηνική ενέργεια. Αυτό έχει επίσης γίνει αποδεκτό από την κοινωνία», δήλωσε ο Σνάιντερ στην Deutsche Welle.
«Δεν υπάρχουν περαιτέρω δεσμεύσεις προς τη βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας, ούτε πρόκειται να υπάρξουν», επανέλαβε με σαφήνεια.
Η Γερμανία έκλεισε τους τελευταίους τρεις πυρηνικούς σταθμούς της το 2023.
Η διαφωνία μεταξύ των δύο υπουργών έχει αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από τον Μάιο, όταν η Ράιχε, σε τοποθέτησή της στις Βρυξέλλες, δήλωσε ότι είναι «ανοιχτή σε όλες τις τεχνολογίες» στο πλαίσιο της ενεργειακής στρατηγικής της Γερμανίας, ενώ συμφώνησε με Γάλλους αξιωματούχους να αφαιρεθεί η αντιπυρηνική ρητορική από την κοινοτική νομοθεσία.
Πρόκειται για μια οπωσδήποτε σημαντική ανατροπή σε σχέση με την παραδοσιακή στάση της Γερμανίας, η οποία επί δεκαετίες ηγήθηκε της ευρωπαϊκής αντίδρασης απέναντι στην πυρηνική ενέργεια.
Η ριζωμένη γερμανική αντίθεση στα πυρηνικά δεν προκύπτει τόσο από τις σημερινές ανάγκες ενεργειακής ασφάλειας ή κλιματικής πολιτικής, αλλά από ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα.
Το ιστορικό της αντίθεσης στα πυρηνικά
Όπως εξηγεί έκθεση του The Conversation (2024), η πλήρης απόρριψη της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία «μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων», όπου η αντίθεση στα πυρηνικά προηγήθηκε ακόμα και του σύγχρονου οικολογικού κινήματος.
Η μεταπολεμική καχυποψία απέναντι στην τεχνοκρατία, οι φόβοι για το περιβάλλον και την ασφάλεια, οι ανησυχίες για πιθανή διάδοση πυρηνικών όπλων και, κυρίως, η απέχθεια προς τις συγκεντρωτικές μορφές εξουσίας που κυριάρχησαν κατά την περίοδο του ναζιστικού καθεστώτος, διαμόρφωσαν ένα μοναδικό πλαίσιο αντιπυρηνισμού στη Γερμανία, το οποίο επηρέασε βαθιά την ενεργειακή της πολιτική για δεκαετίες.
Σήμερα, όμως, με την Ευρώπη να επανεξετάζει συνολικά τις στρατηγικές της για την ενεργειακή αυτονομία, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη διάρρηξη των σχέσεων με τη Ρωσία, η πολιτική ομοφωνία στη Γερμανία γύρω από το «όχι στα πυρηνικά» αρχίζει να σπάει — με τη σύγκρουση στο εσωτερικό της κυβέρνησης να αποτυπώνει τις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες της εποχής.
Η Γερμανία φαίνεται πλέον πως δεν μπορεί να συντηρήσει την παραδοσιακή της αντιπυρηνική στάση, καθώς η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τις κυρώσεις στη Ρωσία άφησε βαθιά τραύματα στην οικονομία και τον ενεργειακό της τομέα. Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η Γερμανία εξαρτιόταν κατά 50% από το ρωσικό φυσικό αέριο — μια εξάρτηση που αποδείχθηκε οδυνηρή και ανέδειξε τα όρια της στρατηγικής ενεργειακής απεξάρτησης από την πυρηνική τεχνολογία.
Παρότι η χώρα δεν έχει ακόμα προβεί σε ουσιαστική αναθεώρηση της εγχώριας πυρηνικής της πολιτικής, το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία δεν εμφανίζεται πλέον ομόφωνα αντίθετη στην τεχνολογία συνιστά μια σημαντική μετατόπιση, με ευρύτερες συνέπειες τόσο για την εσωτερική πολιτική σκηνή όσο και για τον ευρωπαϊκό ενεργειακό διάλογο.
Η αλλαγή στάσης εντάσσεται σε ένα γενικότερο ρεύμα υπέρ της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη. Μόνο τους τελευταίους μήνες, Ιταλία και Δανία δρομολόγησαν την άρση απαγορεύσεων που ίσχυαν επί τέσσερις δεκαετίες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, ενώ η Ισπανία εξέφρασε προθυμία να παρατείνει τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών που επρόκειτο να απενεργοποιηθούν.
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την πυρηνική ενέργεια δεν περιορίζεται στην Ευρώπη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τεχνολογία επανακτά έδαφος ως ένας από τους πιο αξιόπιστους τρόπους για να επιτευχθεί η πολυπόθητη ισορροπία μεταξύ ενεργειακής ασφάλειας και κλιματικής ουδετερότητας. Πρόκειται για μια τεχνολογία μηδενικών εκπομπών άνθρακα, ικανή να παρέχει σταθερή βασική ισχύ και να ενσωματωθεί σχεδόν σε οποιοδήποτε γεωγραφικό ή ενεργειακό πλαίσιο — ιδίως με την ανάπτυξη νέων, μικρής κλίμακας αρθρωτών αντιδραστήρων (SMRs).
Μόλις τον προηγούμενο μήνα, η Παγκόσμια Τράπεζα προχώρησε σε άρση της απαγόρευσης χρηματοδότησης πυρηνικών έργων — μια κίνηση που αναμένεται να ενισχύσει τη διείσδυση της πυρηνικής ενέργειας στον αναπτυσσόμενο κόσμο και να προκαλέσει αντίστοιχες κινήσεις από άλλα διεθνή χρηματοδοτικά ιδρύματα.
Όπως δήλωσε πρόσφατα η Lauren Hughes, αναπληρώτρια διευθύντρια της Πρωτοβουλίας Πολιτικής για την Πυρηνική Ενέργεια στο Atlantic Council, οι νέες εξελίξεις «δείχνουν ξεκάθαρα ότι η πυρηνική ενέργεια επανέρχεται στο προσκήνιο και αναγνωρίζεται για την ικανότητά της να παρέχει αξιόπιστη βασική ηλεκτρική ισχύ».
Για τη Γερμανία, αυτή η νέα ενεργειακή πραγματικότητα διαμορφώνει ένα πεδίο πίεσης, όπου η ιδεολογική συνέπεια συγκρούεται με την ανάγκη για ενεργειακή αυτάρκεια, οικονομική σταθερότητα και συμμετοχή σε μια ευρωπαϊκή στρατηγική που μεταβάλλεται ραγδαία.
www.worldenergynews.gr