Ο απώτερος στόχος είναι η απομάκρυνση όλων των κινεζικών, ρωσικών και ιρανικών εταιρειών από το Κουρδιστάν και σταδιακά από όλο το Ιράκ
Δύο διαφορετικές στρατηγικές των δυο βασικών υπερδυνάμεων βρίσκονται σε εξέλιξη για την κατάκτηση της «καρδιάς» της Μέσης Ανατολής – του Ιράκ.
Από τη μία πλευρά, Κίνα και Ρωσία επιδιώκουν να τελειώσουν το ημιαυτόνομο καθεστώς του Κουρδιστάν στον βορρά, να το ενσωματώσουν ως απλή επαρχία στο υπόλοιπο Ιράκ και, στη συνέχεια, να εκδιώξουν όλες τις δυτικές εταιρείες από τη νέα, ενοποιημένη χώρα.
Σύμφωνα με ανώτατο στέλεχος της ρωσικής κυβέρνησης, όπως μεταφέρθηκε αποκλειστικά στο Oil Price μέσω πηγής που συνεργάζεται στενά με το ιρανικό Υπουργείο Πετρελαίου, ο στόχος του άξονα Πεκίνου–Μόσχας είναι σαφής: «Αν κρατήσουμε τη Δύση εκτός ενεργειακών συμφωνιών στο Ιράκ, το τέλος της δυτικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή θα είναι οριστικό».
Από την άλλη, απέναντι σε αυτή τη στρατηγική, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους επιχειρούν να ενισχύσουν την αυτονομία της περιοχής του Κουρδιστάν, χρησιμοποιώντας την ως μοχλό επιρροής για το σύνολο του Ιράκ, με έμφαση στο νότιο τμήμα του.
Ο απώτερος στόχος είναι η απομάκρυνση όλων των κινεζικών, ρωσικών και ιρανικών εταιρειών από το Κουρδιστάν και σταδιακά από όλη τη χώρα.
Η περασμένη εβδομάδα παρείχε νέα αποδεικτικά στοιχεία για την ανανεωμένη προσπάθεια της Δύσης προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια ματιά στις εταιρείες
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της γεωπολιτικής σύγκρουσης μηδενικού αθροίσματος αφορά την αμερικανική ενεργειακή εταιρεία HKN.
Την ίδια ημέρα που το κοίτασμα Sarsang στο Κουρδιστάν επλήγη από επιθέσεις drone αγνώστου προέλευσης –με τις κουρδικές αρχές να δείχνουν ιρακινούς παραστρατιωτικούς υποστηριζόμενους από το Ιράν και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Βαγδάτης να αρνείται κάθε εμπλοκή– η HKN υπέγραψε συμφωνία με την κρατική εταιρεία North Oil Company του Ιράκ για την ανάπτυξη του κοιτάσματος Hamrin στην επαρχία Salah ad Din, στα βόρεια της χώρας.
Λίγο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας για το Hamrin, η HKN είχε απειληθεί με νομικές κυρώσεις από τη Βαγδάτη επειδή υπέγραψε ξεχωριστή συμφωνία με την κυβέρνηση του Κουρδιστάν για την ανάπτυξη του κοιτάσματος φυσικού αερίου Miran στη Σουλεϊμανίγια, χωρίς την έγκριση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Σε αυτόν τον γύρο, μπορεί να λεχθεί πως η Βαγδάτη, το Πεκίνο και η Μόσχα κέρδισαν.
Κάθε διακοπή παραγωγής στο Κουρδιστάν, εξαιτίας των πρόσφατων επιθέσεων, προσφέρει στην ιρακινή κυβέρνηση και στους δύο βασικούς συμμάχους της ένα ηχηρό μήνυμα προς τις δυτικές εταιρείες: η συνεργασία με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι σαφώς λιγότερο επικίνδυνη και κοστοβόρα σε σχέση με το Κουρδιστάν.
Η υπενθύμιση αυτή ενισχύθηκε με την πρόσφατη επαναφορά από τη Βαγδάτη της συμφωνίας «Πληρωμές προϋπολογισμού για πετρέλαιο» του 2014, η οποία υποτίθεται ότι θα ρύθμιζε όλες τις εξαγωγές πετρελαίου από το Κουρδιστάν.
Η νέα κίνηση προβλέπει την άμεση μεταβίβαση όλων των ποσοτήτων πετρελαίου που παράγονται στο Κουρδιστάν στην κρατική SOMO (State Organization for Marketing of Oil), η οποία υπάγεται στο ομοσπονδιακό κράτος.
Σε αντάλλαγμα, η Βαγδάτη προσφέρει προκαταβολή ύψους 16 δολαρίων ανά βαρέλι (σε μετρητά ή σε είδος) με βάση μια ελάχιστη ποσότητα παραδόσεων 230.000 βαρελιών την ημέρα, με οποιαδήποτε επιπλέον παραγωγή να εντάσσεται στο ίδιο καθεστώς.
Στην πράξη, η συμφωνία αυτή επαναφέρει τον έλεγχο των πωλήσεων πετρελαίου –και, συνεπώς, των οικονομικών πόρων– του Κουρδιστάν στα χέρια της Βαγδάτης.
Στο παρελθόν, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει αποτύχει κατ’ επανάληψη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς το Κουρδιστάν, κρατώντας την περιοχή σε οικονομική ομηρία και ασκώντας πίεση και στις δυτικές εταιρείες που επιχειρούν εκεί.
Στο βάθος…έξοδος
Τελικά, ο στόχος είναι να οδηγηθούν οι δυτικές εταιρείες σε τέτοιο σημείο κόπωσης από τις συνεχείς χρηματοοικονομικές πιέσεις που ασκούνται στο Κουρδιστάν, και από τις διαρκείς νομικές απειλές της ιρακινής κυβέρνησης για συμμετοχή σε εξαγωγές πετρελαίου χωρίς τη μεσολάβηση της SOMO, ώστε είτε να υπογράψουν νέες συμβάσεις απευθείας με τη Βαγδάτη – πρόταση που ήδη βρίσκεται στο τραπέζι – είτε απλώς να εγκαταλείψουν το Κουρδιστάν.
Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, η ήδη σοβαρή οικονομική πίεση που δέχεται η κουρδική διοίκηση εξαιτίας της εγγενώς προβληματικής συμφωνίας «Πληρωμές προϋπολογισμού για πετρέλαιο» – μιας συμφωνίας που η Βαγδάτη ποτέ δεν θέλησε πραγματικά να εφαρμόσει – θα ενταθεί περαιτέρω, καθιστώντας, σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση, αναπόφευκτη την πλήρη επανένταξη του Κουρδιστάν στο υπόλοιπο Ιράκ.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και μια σειρά από αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου (FSC) του Ιράκ στις 21 Φεβρουαρίου 2024, οι οποίες κατέστησαν σαφές ότι ο υπό επεξεργασία «Νέος Νόμος για το Πετρέλαιο» της Βαγδάτης προορίζεται να αποτελέσει τον καταλύτη για τον τερματισμό οποιασδήποτε ένδειξης ανεξαρτησίας του κουρδικού βορρά.
Αρχικά, το FSC έκρινε ότι το Κουρδιστάν υποχρεούται να παραδίδει «όλα τα έσοδα από πετρέλαιο και μη πετρελαϊκές δραστηριότητες» στην κεντρική κυβέρνηση.
Η απόφαση αυτή έθεσε ουσιαστικά τέλος σε κάθε νομική αμφισημία σχετικά με το αν η Περιφέρεια του Κουρδιστάν θα μπορούσε να συνεχίσει ανεμπόδιστα τις αυτόνομες εξαγωγές της.
Το τελικό και πιο σαφές μήνυμα ήρθε από τον Ιρακινό Πρωθυπουργό Μοχάμεντ Αλ-Σουντανί, ο οποίος δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο νέος Ενοποιημένος Νόμος για το Πετρέλαιο – που θα εφαρμόζεται εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο της Βαγδάτης – θα διέπει όλη την παραγωγή και τις επενδύσεις στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, τόσο στο Ιράκ όσο και στην ημιαυτόνομη περιοχή του Κουρδιστάν, και θα αποτελέσει «ισχυρό παράγοντα ενότητας για το Ιράκ».
Η σημασία του Ιράκ
Φυσικά, υπάρχουν πολλοί και σοβαροί λόγοι για τους οποίους και τα δύο στρατόπεδα των υπερδυνάμεων επιδιώκουν τον έλεγχο του Ιράκ. Πρώτον, η χώρα διαθέτει – σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις της Αμερικανικής Υπηρεσίας Ενεργειακής Πληροφόρησης (EIA) – αποδεδειγμένα αποθέματα αργού πετρελαίου που αγγίζουν τα 145 δισεκατομμύρια βαρέλια, σχεδόν το 18% του συνολικού όγκου στη Μέση Ανατολή και το πέμπτο μεγαλύτερο στον κόσμο. Ανεπισήμως όμως, είναι πολύ πιθανό τα αποθέματα να αγγίζουν τα 215 δισεκατομμύρια βαρέλια.
Δεύτερον, η γεωγραφική του θέση είναι κομβική, καθώς βρίσκεται στο κέντρο των οδών μεταφοράς από την Ανατολή προς τη Δύση, με ανεξάρτητα σύνορα που εκτείνονται προς τη Συρία (και τη Μεσόγειο Θάλασσα) στα δυτικά και την Τουρκία στα βόρεια.
Αυτή η τοποθέτηση επιτρέπει στο Ιράκ να λειτουργεί και ως προμετωπίδα για τις εξαγωγές του Ιράν και, κατ’ επέκταση, της Κίνας και της Ρωσίας, ιδιαίτερα όσον αφορά το πετρέλαιο, το οποίο μπορεί εύκολα να «επανασυσκευαστεί» ως ιρακινό και να φτάσει στις διεθνείς αγορές.
Η στρατηγική του θέση καθιστά επίσης το Ιράκ κρίσιμο για το μεγάλο κινεζικό γεωπολιτικό σχέδιο, την Πρωτοβουλία «Ζώνη και Δρόμος» (Belt and Road Initiative), το οποίο περιλαμβάνει παράλληλη ανάπτυξη υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού, με δυνατότητα διπλής – πολιτικής και στρατιωτικής – χρήσης. Αυτοί οι ευρείς και μακροπρόθεσμοι στόχοι ενσωματώθηκαν σε μια σειρά σημαντικών συμφωνιών Πεκίνου–Βαγδάτης τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίο παράδειγμα τη θεμελιώδη συμφωνία «Πετρέλαιο αντί Ανάπτυξης και Επενδύσεων» που υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2019, δίνοντας τη δυνατότητα στις κινεζικές εταιρείες να επενδύουν σε έργα υποδομής στο Ιράκ με αντάλλαγμα πετρέλαιο.
Ακολούθησε το «Πλαίσιο Συμφωνία Ιράκ–Κίνας» του 2021.
Η αποτροπή αυτών των κινεζο-ρωσικών πλεονεκτημάτων αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο για τη Δύση να επανενεργοποιηθεί στο Ιράκ, ιδίως αφού και οι ίδιες οι δυτικές δυνάμεις μπορούν να επωφεληθούν από τα ίδια στρατηγικά χαρακτηριστικά της περιοχής.
Η Chevron και η SLB
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, που οι μεγαλύτερες δυτικές εταιρείες επιχειρούν να επανατοποθετηθούν ή να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στη χώρα.
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, το ιρακινό Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδότησε το Υπουργείο Πετρελαίου να υπογράψει μη δεσμευτικό μνημόνιο αρχών με την αμερικανική πετρελαϊκή κολοσσιαία Chevron, το οποίο θα εστιάσει αρχικά στο γιγαντιαίο έργο του κοιτάσματος Nasiriyah και στο πεδίο πετρελαίου Balad.
Την ίδια χρονική περίοδο, η αμερικανική SLB υπέγραψε σύμβαση με το Υπουργείο Πετρελαίου για την αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου στο στρατηγικά κρίσιμο κοίτασμα Akkas, μετά την ακύρωση προηγούμενης συμφωνίας με την ουκρανική Ukrzemresurs.
Παράλληλα, ο Πρωθυπουργός Αλ-Σουντανί υποδέχτηκε αντιπροσωπεία της αμερικανικής Baker Hughes για να συζητήσει πιθανές συνεργασίες και επενδύσεις, περιλαμβανομένης της ανάπτυξης πεδίων πετρελαίου και της αξιοποίησης του παραγόμενου αερίου.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμες πηγές ασφαλείας και ενέργειας σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο, τις οποίες επικαλείται αποκλειστικά το OilPrice.com, αναμένονται «πολλές ακόμη συμφωνίες» από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Με την περιφερειακή απειλή του Ιράν να έχει περιοριστεί αισθητά, ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης με αμερικανική υποστήριξη να βρίσκεται σε εξέλιξη στη Συρία και τη ρωσική γεωπολιτική επιρροή να έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα, η συγκυρία για την επανενίσχυση της δυτικής επιρροής στο Ιράκ μοιάζει εξαιρετικά ευνοϊκή.
www.worldenergynews.gr
Από τη μία πλευρά, Κίνα και Ρωσία επιδιώκουν να τελειώσουν το ημιαυτόνομο καθεστώς του Κουρδιστάν στον βορρά, να το ενσωματώσουν ως απλή επαρχία στο υπόλοιπο Ιράκ και, στη συνέχεια, να εκδιώξουν όλες τις δυτικές εταιρείες από τη νέα, ενοποιημένη χώρα.
Σύμφωνα με ανώτατο στέλεχος της ρωσικής κυβέρνησης, όπως μεταφέρθηκε αποκλειστικά στο Oil Price μέσω πηγής που συνεργάζεται στενά με το ιρανικό Υπουργείο Πετρελαίου, ο στόχος του άξονα Πεκίνου–Μόσχας είναι σαφής: «Αν κρατήσουμε τη Δύση εκτός ενεργειακών συμφωνιών στο Ιράκ, το τέλος της δυτικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή θα είναι οριστικό».
Από την άλλη, απέναντι σε αυτή τη στρατηγική, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους επιχειρούν να ενισχύσουν την αυτονομία της περιοχής του Κουρδιστάν, χρησιμοποιώντας την ως μοχλό επιρροής για το σύνολο του Ιράκ, με έμφαση στο νότιο τμήμα του.
Ο απώτερος στόχος είναι η απομάκρυνση όλων των κινεζικών, ρωσικών και ιρανικών εταιρειών από το Κουρδιστάν και σταδιακά από όλη τη χώρα.
Η περασμένη εβδομάδα παρείχε νέα αποδεικτικά στοιχεία για την ανανεωμένη προσπάθεια της Δύσης προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια ματιά στις εταιρείες
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της γεωπολιτικής σύγκρουσης μηδενικού αθροίσματος αφορά την αμερικανική ενεργειακή εταιρεία HKN.
Την ίδια ημέρα που το κοίτασμα Sarsang στο Κουρδιστάν επλήγη από επιθέσεις drone αγνώστου προέλευσης –με τις κουρδικές αρχές να δείχνουν ιρακινούς παραστρατιωτικούς υποστηριζόμενους από το Ιράν και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Βαγδάτης να αρνείται κάθε εμπλοκή– η HKN υπέγραψε συμφωνία με την κρατική εταιρεία North Oil Company του Ιράκ για την ανάπτυξη του κοιτάσματος Hamrin στην επαρχία Salah ad Din, στα βόρεια της χώρας.
Λίγο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας για το Hamrin, η HKN είχε απειληθεί με νομικές κυρώσεις από τη Βαγδάτη επειδή υπέγραψε ξεχωριστή συμφωνία με την κυβέρνηση του Κουρδιστάν για την ανάπτυξη του κοιτάσματος φυσικού αερίου Miran στη Σουλεϊμανίγια, χωρίς την έγκριση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Σε αυτόν τον γύρο, μπορεί να λεχθεί πως η Βαγδάτη, το Πεκίνο και η Μόσχα κέρδισαν.
Κάθε διακοπή παραγωγής στο Κουρδιστάν, εξαιτίας των πρόσφατων επιθέσεων, προσφέρει στην ιρακινή κυβέρνηση και στους δύο βασικούς συμμάχους της ένα ηχηρό μήνυμα προς τις δυτικές εταιρείες: η συνεργασία με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι σαφώς λιγότερο επικίνδυνη και κοστοβόρα σε σχέση με το Κουρδιστάν.
Η υπενθύμιση αυτή ενισχύθηκε με την πρόσφατη επαναφορά από τη Βαγδάτη της συμφωνίας «Πληρωμές προϋπολογισμού για πετρέλαιο» του 2014, η οποία υποτίθεται ότι θα ρύθμιζε όλες τις εξαγωγές πετρελαίου από το Κουρδιστάν.
Η νέα κίνηση προβλέπει την άμεση μεταβίβαση όλων των ποσοτήτων πετρελαίου που παράγονται στο Κουρδιστάν στην κρατική SOMO (State Organization for Marketing of Oil), η οποία υπάγεται στο ομοσπονδιακό κράτος.
Σε αντάλλαγμα, η Βαγδάτη προσφέρει προκαταβολή ύψους 16 δολαρίων ανά βαρέλι (σε μετρητά ή σε είδος) με βάση μια ελάχιστη ποσότητα παραδόσεων 230.000 βαρελιών την ημέρα, με οποιαδήποτε επιπλέον παραγωγή να εντάσσεται στο ίδιο καθεστώς.
Στην πράξη, η συμφωνία αυτή επαναφέρει τον έλεγχο των πωλήσεων πετρελαίου –και, συνεπώς, των οικονομικών πόρων– του Κουρδιστάν στα χέρια της Βαγδάτης.
Στο παρελθόν, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει αποτύχει κατ’ επανάληψη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς το Κουρδιστάν, κρατώντας την περιοχή σε οικονομική ομηρία και ασκώντας πίεση και στις δυτικές εταιρείες που επιχειρούν εκεί.
Στο βάθος…έξοδος
Τελικά, ο στόχος είναι να οδηγηθούν οι δυτικές εταιρείες σε τέτοιο σημείο κόπωσης από τις συνεχείς χρηματοοικονομικές πιέσεις που ασκούνται στο Κουρδιστάν, και από τις διαρκείς νομικές απειλές της ιρακινής κυβέρνησης για συμμετοχή σε εξαγωγές πετρελαίου χωρίς τη μεσολάβηση της SOMO, ώστε είτε να υπογράψουν νέες συμβάσεις απευθείας με τη Βαγδάτη – πρόταση που ήδη βρίσκεται στο τραπέζι – είτε απλώς να εγκαταλείψουν το Κουρδιστάν.
Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, η ήδη σοβαρή οικονομική πίεση που δέχεται η κουρδική διοίκηση εξαιτίας της εγγενώς προβληματικής συμφωνίας «Πληρωμές προϋπολογισμού για πετρέλαιο» – μιας συμφωνίας που η Βαγδάτη ποτέ δεν θέλησε πραγματικά να εφαρμόσει – θα ενταθεί περαιτέρω, καθιστώντας, σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση, αναπόφευκτη την πλήρη επανένταξη του Κουρδιστάν στο υπόλοιπο Ιράκ.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και μια σειρά από αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου (FSC) του Ιράκ στις 21 Φεβρουαρίου 2024, οι οποίες κατέστησαν σαφές ότι ο υπό επεξεργασία «Νέος Νόμος για το Πετρέλαιο» της Βαγδάτης προορίζεται να αποτελέσει τον καταλύτη για τον τερματισμό οποιασδήποτε ένδειξης ανεξαρτησίας του κουρδικού βορρά.
Αρχικά, το FSC έκρινε ότι το Κουρδιστάν υποχρεούται να παραδίδει «όλα τα έσοδα από πετρέλαιο και μη πετρελαϊκές δραστηριότητες» στην κεντρική κυβέρνηση.
Η απόφαση αυτή έθεσε ουσιαστικά τέλος σε κάθε νομική αμφισημία σχετικά με το αν η Περιφέρεια του Κουρδιστάν θα μπορούσε να συνεχίσει ανεμπόδιστα τις αυτόνομες εξαγωγές της.
Το τελικό και πιο σαφές μήνυμα ήρθε από τον Ιρακινό Πρωθυπουργό Μοχάμεντ Αλ-Σουντανί, ο οποίος δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο νέος Ενοποιημένος Νόμος για το Πετρέλαιο – που θα εφαρμόζεται εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο της Βαγδάτης – θα διέπει όλη την παραγωγή και τις επενδύσεις στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, τόσο στο Ιράκ όσο και στην ημιαυτόνομη περιοχή του Κουρδιστάν, και θα αποτελέσει «ισχυρό παράγοντα ενότητας για το Ιράκ».
Η σημασία του Ιράκ
Φυσικά, υπάρχουν πολλοί και σοβαροί λόγοι για τους οποίους και τα δύο στρατόπεδα των υπερδυνάμεων επιδιώκουν τον έλεγχο του Ιράκ. Πρώτον, η χώρα διαθέτει – σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις της Αμερικανικής Υπηρεσίας Ενεργειακής Πληροφόρησης (EIA) – αποδεδειγμένα αποθέματα αργού πετρελαίου που αγγίζουν τα 145 δισεκατομμύρια βαρέλια, σχεδόν το 18% του συνολικού όγκου στη Μέση Ανατολή και το πέμπτο μεγαλύτερο στον κόσμο. Ανεπισήμως όμως, είναι πολύ πιθανό τα αποθέματα να αγγίζουν τα 215 δισεκατομμύρια βαρέλια.
Δεύτερον, η γεωγραφική του θέση είναι κομβική, καθώς βρίσκεται στο κέντρο των οδών μεταφοράς από την Ανατολή προς τη Δύση, με ανεξάρτητα σύνορα που εκτείνονται προς τη Συρία (και τη Μεσόγειο Θάλασσα) στα δυτικά και την Τουρκία στα βόρεια.
Αυτή η τοποθέτηση επιτρέπει στο Ιράκ να λειτουργεί και ως προμετωπίδα για τις εξαγωγές του Ιράν και, κατ’ επέκταση, της Κίνας και της Ρωσίας, ιδιαίτερα όσον αφορά το πετρέλαιο, το οποίο μπορεί εύκολα να «επανασυσκευαστεί» ως ιρακινό και να φτάσει στις διεθνείς αγορές.
Η στρατηγική του θέση καθιστά επίσης το Ιράκ κρίσιμο για το μεγάλο κινεζικό γεωπολιτικό σχέδιο, την Πρωτοβουλία «Ζώνη και Δρόμος» (Belt and Road Initiative), το οποίο περιλαμβάνει παράλληλη ανάπτυξη υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού, με δυνατότητα διπλής – πολιτικής και στρατιωτικής – χρήσης. Αυτοί οι ευρείς και μακροπρόθεσμοι στόχοι ενσωματώθηκαν σε μια σειρά σημαντικών συμφωνιών Πεκίνου–Βαγδάτης τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίο παράδειγμα τη θεμελιώδη συμφωνία «Πετρέλαιο αντί Ανάπτυξης και Επενδύσεων» που υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2019, δίνοντας τη δυνατότητα στις κινεζικές εταιρείες να επενδύουν σε έργα υποδομής στο Ιράκ με αντάλλαγμα πετρέλαιο.
Ακολούθησε το «Πλαίσιο Συμφωνία Ιράκ–Κίνας» του 2021.
Η αποτροπή αυτών των κινεζο-ρωσικών πλεονεκτημάτων αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο για τη Δύση να επανενεργοποιηθεί στο Ιράκ, ιδίως αφού και οι ίδιες οι δυτικές δυνάμεις μπορούν να επωφεληθούν από τα ίδια στρατηγικά χαρακτηριστικά της περιοχής.
Η Chevron και η SLB
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, που οι μεγαλύτερες δυτικές εταιρείες επιχειρούν να επανατοποθετηθούν ή να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στη χώρα.
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, το ιρακινό Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδότησε το Υπουργείο Πετρελαίου να υπογράψει μη δεσμευτικό μνημόνιο αρχών με την αμερικανική πετρελαϊκή κολοσσιαία Chevron, το οποίο θα εστιάσει αρχικά στο γιγαντιαίο έργο του κοιτάσματος Nasiriyah και στο πεδίο πετρελαίου Balad.
Την ίδια χρονική περίοδο, η αμερικανική SLB υπέγραψε σύμβαση με το Υπουργείο Πετρελαίου για την αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου στο στρατηγικά κρίσιμο κοίτασμα Akkas, μετά την ακύρωση προηγούμενης συμφωνίας με την ουκρανική Ukrzemresurs.
Παράλληλα, ο Πρωθυπουργός Αλ-Σουντανί υποδέχτηκε αντιπροσωπεία της αμερικανικής Baker Hughes για να συζητήσει πιθανές συνεργασίες και επενδύσεις, περιλαμβανομένης της ανάπτυξης πεδίων πετρελαίου και της αξιοποίησης του παραγόμενου αερίου.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμες πηγές ασφαλείας και ενέργειας σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο, τις οποίες επικαλείται αποκλειστικά το OilPrice.com, αναμένονται «πολλές ακόμη συμφωνίες» από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
Με την περιφερειακή απειλή του Ιράν να έχει περιοριστεί αισθητά, ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης με αμερικανική υποστήριξη να βρίσκεται σε εξέλιξη στη Συρία και τη ρωσική γεωπολιτική επιρροή να έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα, η συγκυρία για την επανενίσχυση της δυτικής επιρροής στο Ιράκ μοιάζει εξαιρετικά ευνοϊκή.
www.worldenergynews.gr






