Η αναστολή του project ήρθε έπειτα από απαίτηση των ρυθμιστικών αρχών για νέα περιβαλλοντική έγκριση, η οποία θα περιλαμβάνει πλέον και το συνολικό ανθρακικό αποτύπωμα από την καύση των υδρογονανθράκων που θα παραχθούν
Σε καθεστώς αβεβαιότητας τίθεται το μεγαλύτερο αναξιοποίητο κοίτασμα πετρελαίου της Βρετανίας, καθώς το έργο Rosebank της Equinor — μια επένδυση ύψους 3,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων που προοριζόταν να αποτελέσει τον πυλώνα της ενεργειακής ασφάλειας του Ηνωμένου Βασιλείου — ανεστάλη.
Η αναστολή ήρθε έπειτα από απαίτηση των ρυθμιστικών αρχών για νέα περιβαλλοντική έγκριση, η οποία θα περιλαμβάνει πλέον και το συνολικό ανθρακικό αποτύπωμα από την καύση των υδρογονανθράκων που θα παραχθούν.
Το έργο-βιτρίνα της Υφαλοκρηπίδας του Ηνωμένου Βασιλείου μετατρέπεται έτσι σε σύμβολο των νομικών και πολιτικών αλλαγών που επαναπροσδιορίζουν το μέλλον των υπεράκτιων εξορύξεων πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Το κοίτασμα Rosebank
Το κοίτασμα Rosebank, που ανακαλύφθηκε το 2004, βρίσκεται 130 χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Σέτλαντ, σε βαθιά ύδατα κοντά στα σύνορα με τα Νησιά Φερόες.
Περιλαμβάνει εκτιμώμενα αποθέματα 336 εκατομμυρίων βαρελιών ισοδυνάμου πετρελαίου, εκ των οποίων 210 εκατ. βαρέλια είναι πετρέλαιο και 177 δισ. κυβικά πόδια φυσικό αέριο.
Με υπεύθυνη έργου την Equinor και μετόχους όπως η Ithaca Energy, το έργο αναμενόταν να φτάσει σε κορύφωση παραγωγής τα 70.000 βαρέλια ημερησίως και τα 1,8 εκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου, καλύπτοντας ως και το 7% της εγχώριας ζήτησης σε πετρέλαιο.
Σε μια περίοδο που η Βρετανία αντιμετωπίζει ραγδαία πτώση στην εγχώρια παραγωγή, το Rosebank αντιπροσώπευε ένα πιθανό σημείο ανάκαμψης για την ενεργειακή ασφάλεια και τη δημιουργία εκατοντάδων θέσεων εργασίας.
Ωστόσο, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Σκωτίας το 2024 άλλαξε άρδην το τοπίο, επιβάλλοντας την υποχρέωση οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων να περιλαμβάνουν όχι μόνο τις άμεσες εκπομπές των εγκαταστάσεων, αλλά και τις λεγόμενες εκπομπές Scope 3 — δηλαδή τις εκπομπές που προκύπτουν όταν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο καίγονται από τους τελικούς χρήστες.
Ως απάντηση, η Ρυθμιστική Αρχή Υπεράκτιας Πετρελαϊκής Περιβαλλοντικής Διαχείρισης (OPRED) απαίτησε από την Equinor την εκ νέου υποβολή της Περιβαλλοντικής Δήλωσης του έργου υπό τις νέες προδιαγραφές, σταματώντας κάθε πρόοδο λίγο πριν από την τελική επενδυτική απόφαση.
Η έναρξη γεωτρήσεων, που είχε προγραμματιστεί για το δεύτερο τρίμηνο του 2025, μετατίθεται πλέον για τις αρχές του 2026, έπειτα από επίσημη εντολή της OPRED στις 21 Ιουλίου 2025, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να προχωρήσει καμία εργασία αν δεν εγκριθεί η αναθεωρημένη Περιβαλλοντική Δήλωση, η οποία θα περιλαμβάνει τις εκπομπές Scope 3, σύμφωνα με νέες κυβερνητικές οδηγίες που εκδόθηκαν έναν μήνα νωρίτερα.
Η Equinor έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να καταθέσει τα επικαιροποιημένα έγγραφα εντός του 2025, αλλά νέα έγκριση δεν αναμένεται πριν το 2026, με αποτέλεσμα το χρονοδιάγραμμα παραγωγής να κινδυνεύει να μετατεθεί πέραν του 2026-27.
Η αναστολή του έργου υπογραμμίζει πόσο ραγδαία μπορούν να μεταβληθούν οι κανονιστικοί όροι.
Για την Equinor, σημαίνει ότι δεν μπορεί να παραχθεί ούτε σταγόνα πετρελαίου ή φυσικού αερίου χωρίς νέα άδεια.
Για τους επενδυτές, σηματοδοτεί ότι η βρετανική Βόρεια Θάλασσα — κάποτε από τις πιο σταθερές υπεράκτιες επενδυτικές ζώνες παγκοσμίως — έχει εξελιχθεί σε περιοχή υψηλού ρίσκου.
Και για τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, η υπόθεση αποτελεί ένα κρίσιμο προηγούμενο, παρέχοντας ένα νέο νομικό εργαλείο για την αμφισβήτηση μελλοντικών έργων και επανακαθορίζοντας τους κανόνες λειτουργίας της λεκάνης εξόρυξης.
Ενεργειακή ασφάλεια ή κλιματική δέσμευση;
Η χρονική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο κρίσιμη. Η παραγωγή πετρελαίου στο Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε σταθερή κάμψη τα τελευταία χρόνια, υποχωρώντας από τα 1,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως τον Ιανουάριο του 2020 στα 570 χιλιάδες βαρέλια τον Ιούλιο του 2025 — αγγίζοντας το χαμηλότερο άκρο του πενταετούς εύρους της.
Η χώρα έχει μετατραπεί πλέον σε καθαρό εισαγωγέα, καθιστάμενη όλο και πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις των παγκόσμιων τιμών και στους γεωπολιτικούς κραδασμούς.
Οι υποστηρικτές του έργου Rosebank προειδοποιούν ότι η αναστολή του επιταχύνει αυτή την πορεία, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και εντείνει την εξάρτηση από εισαγόμενες πηγές ενέργειας.
Από την άλλη, οι πολέμιοι του έργου υποστηρίζουν ότι η ακύρωση του Rosebank είναι αναγκαία προκειμένου η Βρετανία να τηρήσει τους στόχους μηδενικών καθαρών εκπομπών, καθώς η έγκρισή του θα παγίωνε τη χρήση ορυκτών καυσίμων για δεκαετίες, υπονομεύοντας τις εθνικές δεσμεύσεις για το κλίμα.
Μια επιπλέον διάσταση στη διαμάχη προσδίδει η ποιότητα του πετρελαίου του κοιτάσματος.
Σε αντίθεση με άλλα αναξιοποίητα έργα στη βρετανική υφαλοκρηπίδα, τα οποία τείνουν να περιλαμβάνουν βαρέα και δυσμεταποίητα αργά, το Rosebank προσφέρει πετρέλαιο υψηλής ποιότητας, με πυκνότητα 35 API και σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε θείο.
Αυτό το χαρακτηριστικό διαφοροποιεί σαφώς το έργο από γειτονικά κοιτάσματα όπως το Cambo, μόλις λίγα μίλια νοτιότερα, το οποίο έχει αποτελέσει στόχο περιβαλλοντικών οργανώσεων λόγω του βαρέως, ιξώδους πετρελαίου του (22-23 API), που θεωρείται πιο ρυπογόνο.
Τέτοιες ενστάσεις είναι πολύ πιο δύσκολο να προσαφθούν στο Rosebank, ενισχύοντας τη θέση όσων υποστηρίζουν την ανάπτυξή του.
Στο focus η βρετανική αγορά
Η αβεβαιότητα γύρω από το Rosebank αναδεικνύεται την ώρα που η Equinor και η Shell επανασχεδιάζουν την παρουσία τους στη βρετανική αγορά, ενοποιώντας τις υπεράκτιες δραστηριότητές τους μέσω της νέας κοινοπραξίας Adura, η οποία αναμένεται να αποτελέσει τον μεγαλύτερο ανεξάρτητο παραγωγό πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η συμφωνία, που ανακοινώθηκε στα τέλη του 2024 και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 2025, θα μοιράζεται ισόποσα μεταξύ των δύο εταιρειών.
Η Equinor παρουσιάζει την κίνηση ως στρατηγική μείωσης ρίσκου και αύξησης κλίμακας, με στόχο η Adura να καταστεί ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός της χώρας μετά την Harbour Energy.
Η νέα εταιρεία σχεδιάζεται ώστε να είναι πιο ευέλικτη, ανταγωνιστική σε κόστος και κατάλληλα τοποθετημένη για να παρατείνει τη ζωή υφιστάμενων πεδίων — στρατηγική που αναδεικνύει τη διαρκή ένταση μεταξύ της ανάγκης για ενεργειακή αυτάρκεια και των αυστηρότερων κανονισμών για το κλίμα.
Η διαμάχη για το Rosebank ξεπερνά τα όρια ενός μόνο κοιτάσματος. Αποτελεί την επιτομή του βασικού διλήμματος που αντιμετωπίζει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ενεργειακή του μετάβαση: πώς να διασφαλίσει επάρκεια και σταθερότητα στην προμήθεια ενέργειας, προχωρώντας παράλληλα προς φιλόδοξους στόχους απανθρακοποίησης.
Η τελική έκβαση δεν θα κρίνει μόνο την πορεία της υπεράκτιας βιομηχανίας της χώρας, αλλά και τη φήμη της ως ασφαλούς επενδυτικού προορισμού για μακροπρόθεσμα ενεργειακά έργα. Αν το Rosebank προχωρήσει ή εγκαταλειφθεί οριστικά, το μήνυμα που θα σταλεί θα ξεπερνά τα Σέτλαντ και θα διαμορφώσει την εικόνα του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς το πώς διαχειρίζεται τις πιο δύσκολες ισορροπίες της ενεργειακής του πολιτικής.
www.worldenergynews.gr
Η αναστολή ήρθε έπειτα από απαίτηση των ρυθμιστικών αρχών για νέα περιβαλλοντική έγκριση, η οποία θα περιλαμβάνει πλέον και το συνολικό ανθρακικό αποτύπωμα από την καύση των υδρογονανθράκων που θα παραχθούν.
Το έργο-βιτρίνα της Υφαλοκρηπίδας του Ηνωμένου Βασιλείου μετατρέπεται έτσι σε σύμβολο των νομικών και πολιτικών αλλαγών που επαναπροσδιορίζουν το μέλλον των υπεράκτιων εξορύξεων πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Το κοίτασμα Rosebank
Το κοίτασμα Rosebank, που ανακαλύφθηκε το 2004, βρίσκεται 130 χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Σέτλαντ, σε βαθιά ύδατα κοντά στα σύνορα με τα Νησιά Φερόες.
Περιλαμβάνει εκτιμώμενα αποθέματα 336 εκατομμυρίων βαρελιών ισοδυνάμου πετρελαίου, εκ των οποίων 210 εκατ. βαρέλια είναι πετρέλαιο και 177 δισ. κυβικά πόδια φυσικό αέριο.
Με υπεύθυνη έργου την Equinor και μετόχους όπως η Ithaca Energy, το έργο αναμενόταν να φτάσει σε κορύφωση παραγωγής τα 70.000 βαρέλια ημερησίως και τα 1,8 εκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου, καλύπτοντας ως και το 7% της εγχώριας ζήτησης σε πετρέλαιο.
Σε μια περίοδο που η Βρετανία αντιμετωπίζει ραγδαία πτώση στην εγχώρια παραγωγή, το Rosebank αντιπροσώπευε ένα πιθανό σημείο ανάκαμψης για την ενεργειακή ασφάλεια και τη δημιουργία εκατοντάδων θέσεων εργασίας.
Ωστόσο, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Σκωτίας το 2024 άλλαξε άρδην το τοπίο, επιβάλλοντας την υποχρέωση οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων να περιλαμβάνουν όχι μόνο τις άμεσες εκπομπές των εγκαταστάσεων, αλλά και τις λεγόμενες εκπομπές Scope 3 — δηλαδή τις εκπομπές που προκύπτουν όταν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο καίγονται από τους τελικούς χρήστες.
Ως απάντηση, η Ρυθμιστική Αρχή Υπεράκτιας Πετρελαϊκής Περιβαλλοντικής Διαχείρισης (OPRED) απαίτησε από την Equinor την εκ νέου υποβολή της Περιβαλλοντικής Δήλωσης του έργου υπό τις νέες προδιαγραφές, σταματώντας κάθε πρόοδο λίγο πριν από την τελική επενδυτική απόφαση.
Η έναρξη γεωτρήσεων, που είχε προγραμματιστεί για το δεύτερο τρίμηνο του 2025, μετατίθεται πλέον για τις αρχές του 2026, έπειτα από επίσημη εντολή της OPRED στις 21 Ιουλίου 2025, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να προχωρήσει καμία εργασία αν δεν εγκριθεί η αναθεωρημένη Περιβαλλοντική Δήλωση, η οποία θα περιλαμβάνει τις εκπομπές Scope 3, σύμφωνα με νέες κυβερνητικές οδηγίες που εκδόθηκαν έναν μήνα νωρίτερα.
Η Equinor έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να καταθέσει τα επικαιροποιημένα έγγραφα εντός του 2025, αλλά νέα έγκριση δεν αναμένεται πριν το 2026, με αποτέλεσμα το χρονοδιάγραμμα παραγωγής να κινδυνεύει να μετατεθεί πέραν του 2026-27.
Η αναστολή του έργου υπογραμμίζει πόσο ραγδαία μπορούν να μεταβληθούν οι κανονιστικοί όροι.
Για την Equinor, σημαίνει ότι δεν μπορεί να παραχθεί ούτε σταγόνα πετρελαίου ή φυσικού αερίου χωρίς νέα άδεια.
Για τους επενδυτές, σηματοδοτεί ότι η βρετανική Βόρεια Θάλασσα — κάποτε από τις πιο σταθερές υπεράκτιες επενδυτικές ζώνες παγκοσμίως — έχει εξελιχθεί σε περιοχή υψηλού ρίσκου.
Και για τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, η υπόθεση αποτελεί ένα κρίσιμο προηγούμενο, παρέχοντας ένα νέο νομικό εργαλείο για την αμφισβήτηση μελλοντικών έργων και επανακαθορίζοντας τους κανόνες λειτουργίας της λεκάνης εξόρυξης.
Ενεργειακή ασφάλεια ή κλιματική δέσμευση;
Η χρονική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι πιο κρίσιμη. Η παραγωγή πετρελαίου στο Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε σταθερή κάμψη τα τελευταία χρόνια, υποχωρώντας από τα 1,1 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως τον Ιανουάριο του 2020 στα 570 χιλιάδες βαρέλια τον Ιούλιο του 2025 — αγγίζοντας το χαμηλότερο άκρο του πενταετούς εύρους της.
Η χώρα έχει μετατραπεί πλέον σε καθαρό εισαγωγέα, καθιστάμενη όλο και πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις των παγκόσμιων τιμών και στους γεωπολιτικούς κραδασμούς.
Οι υποστηρικτές του έργου Rosebank προειδοποιούν ότι η αναστολή του επιταχύνει αυτή την πορεία, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και εντείνει την εξάρτηση από εισαγόμενες πηγές ενέργειας.
Από την άλλη, οι πολέμιοι του έργου υποστηρίζουν ότι η ακύρωση του Rosebank είναι αναγκαία προκειμένου η Βρετανία να τηρήσει τους στόχους μηδενικών καθαρών εκπομπών, καθώς η έγκρισή του θα παγίωνε τη χρήση ορυκτών καυσίμων για δεκαετίες, υπονομεύοντας τις εθνικές δεσμεύσεις για το κλίμα.
Μια επιπλέον διάσταση στη διαμάχη προσδίδει η ποιότητα του πετρελαίου του κοιτάσματος.
Σε αντίθεση με άλλα αναξιοποίητα έργα στη βρετανική υφαλοκρηπίδα, τα οποία τείνουν να περιλαμβάνουν βαρέα και δυσμεταποίητα αργά, το Rosebank προσφέρει πετρέλαιο υψηλής ποιότητας, με πυκνότητα 35 API και σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε θείο.
Αυτό το χαρακτηριστικό διαφοροποιεί σαφώς το έργο από γειτονικά κοιτάσματα όπως το Cambo, μόλις λίγα μίλια νοτιότερα, το οποίο έχει αποτελέσει στόχο περιβαλλοντικών οργανώσεων λόγω του βαρέως, ιξώδους πετρελαίου του (22-23 API), που θεωρείται πιο ρυπογόνο.
Τέτοιες ενστάσεις είναι πολύ πιο δύσκολο να προσαφθούν στο Rosebank, ενισχύοντας τη θέση όσων υποστηρίζουν την ανάπτυξή του.
Στο focus η βρετανική αγορά
Η αβεβαιότητα γύρω από το Rosebank αναδεικνύεται την ώρα που η Equinor και η Shell επανασχεδιάζουν την παρουσία τους στη βρετανική αγορά, ενοποιώντας τις υπεράκτιες δραστηριότητές τους μέσω της νέας κοινοπραξίας Adura, η οποία αναμένεται να αποτελέσει τον μεγαλύτερο ανεξάρτητο παραγωγό πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η συμφωνία, που ανακοινώθηκε στα τέλη του 2024 και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 2025, θα μοιράζεται ισόποσα μεταξύ των δύο εταιρειών.
Η Equinor παρουσιάζει την κίνηση ως στρατηγική μείωσης ρίσκου και αύξησης κλίμακας, με στόχο η Adura να καταστεί ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός της χώρας μετά την Harbour Energy.
Η νέα εταιρεία σχεδιάζεται ώστε να είναι πιο ευέλικτη, ανταγωνιστική σε κόστος και κατάλληλα τοποθετημένη για να παρατείνει τη ζωή υφιστάμενων πεδίων — στρατηγική που αναδεικνύει τη διαρκή ένταση μεταξύ της ανάγκης για ενεργειακή αυτάρκεια και των αυστηρότερων κανονισμών για το κλίμα.
Η διαμάχη για το Rosebank ξεπερνά τα όρια ενός μόνο κοιτάσματος. Αποτελεί την επιτομή του βασικού διλήμματος που αντιμετωπίζει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ενεργειακή του μετάβαση: πώς να διασφαλίσει επάρκεια και σταθερότητα στην προμήθεια ενέργειας, προχωρώντας παράλληλα προς φιλόδοξους στόχους απανθρακοποίησης.
Η τελική έκβαση δεν θα κρίνει μόνο την πορεία της υπεράκτιας βιομηχανίας της χώρας, αλλά και τη φήμη της ως ασφαλούς επενδυτικού προορισμού για μακροπρόθεσμα ενεργειακά έργα. Αν το Rosebank προχωρήσει ή εγκαταλειφθεί οριστικά, το μήνυμα που θα σταλεί θα ξεπερνά τα Σέτλαντ και θα διαμορφώσει την εικόνα του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς το πώς διαχειρίζεται τις πιο δύσκολες ισορροπίες της ενεργειακής του πολιτικής.
www.worldenergynews.gr






