Το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας εξετάζει εναλλακτικά σχήματα όπως τα «συμβόλαια επί της διαφοράς» (contracts for difference), όπου ο παραγωγός αποζημιώνεται όταν οι τιμές της αγοράς πέφτουν κάτω από ένα προκαθορισμένο επίπεδο, αλλά επιστρέφει τη διαφορά αν αυτές ξεπερνούν το όριο
Η Γερμανία δρομολογεί την κατάργηση των σταθερών επιδοτήσεων για νέα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στρέφεται σε μοντέλα στήριξης που βασίζονται στην αγορά, σε μια προσπάθεια ευθυγράμμισης με τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατήρησης της ανταγωνιστικότητας και επίτευξης των φιλόδοξων κλιματικών της στόχων, ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομίας της χώρας.
Όπως διαβάζουμε στο Reuters, παρουσιάζοντας τη νέα μελέτη παρακολούθησης της ενεργειακής μετάβασης και ένα συνοδευτικό δεκάλογο προτεραιοτήτων, η υπουργός Οικονομίας, Κατερίνα Ράιχε, υπογράμμισε την ανάγκη για «πραγματισμό και ρεαλισμό» ώστε να διασφαλιστεί η ισορροπία ανάμεσα στην κλιματική ουδετερότητα και την οικονομική βιωσιμότητα της βιομηχανίας.
Τέλος στις σταθερές ταρίφες – Στροφή στα συμβόλαια επί της διαφοράς
Οι επικριτές του υφιστάμενου συστήματος σταθερών τιμών (feed-in tariffs), το οποίο εφαρμόζεται εδώ και δύο δεκαετίες για τη στήριξη των ΑΠΕ, επισημαίνουν το υπέρογκο κόστος, με τον προϋπολογισμό να προβλέπει 16 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις μόνο το 2025.
Το υπουργείο εξετάζει εναλλακτικά σχήματα όπως τα «συμβόλαια επί της διαφοράς» (contracts for difference), όπου ο παραγωγός αποζημιώνεται όταν οι τιμές της αγοράς πέφτουν κάτω από ένα προκαθορισμένο επίπεδο, αλλά επιστρέφει τη διαφορά αν αυτές ξεπερνούν το όριο.
Παρότι δεν δόθηκε σαφές χρονοδιάγραμμα, η σταδιακή μετάβαση σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής για το μοντέλο ενίσχυσης που καθόρισε την ανάπτυξη των ΑΠΕ στη Γερμανία.
Ο στόχος παραμένει η κάλυψη του 80% της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030 και η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2045 — εν μέσω πιέσεων από υψηλό ενεργειακό κόστος και ασθενική οικονομική δραστηριότητα.
Πίεση στις υποδομές και ανάγκη για αποθήκευση
Η μελέτη αναγνωρίζει ότι, παρά το γεγονός πως οι ΑΠΕ καλύπτουν πλέον σχεδόν το 60% της ηλεκτροπαραγωγής, παραμένουν ευμετάβλητες και κοστοβόρες, προκαλώντας πλεονάσματα σε περιόδους έντονου ήλιου ή ανέμου και ελλείψεις σε περιόδους άπνοιας.
Οι απαιτήσεις για επεκτάσεις δικτύων υψηλής τάσης υπολογίζονται σε 440 δισ. ευρώ έως το 2045, ενώ θα απαιτηθούν επιπλέον 235 δισ. ευρώ για τις επενδύσεις στα τοπικά δίκτυα διανομής.
Το υπουργείο προτείνει συντονισμένη ανάπτυξη των υποδομών, με περιφερειακά κίνητρα, νέα τιμολόγηση δυναμικότητας και δυνατότητα κοινής χρήσης καλωδίων (cable pooling).
Παράλληλα, προτεραιότητα δίνεται στη δημιουργία ευέλικτης εφεδρικής ισχύος, όπως μονάδες φυσικού αερίου που μπορούν μελλοντικά να λειτουργούν με υδρογόνο, στο πλαίσιο της νέας αγοράς δυναμικότητας που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή το 2027.
Ωστόσο, το σχέδιο αναγνωρίζει πως ο στόχος για εγχώρια παραγωγή υδρογόνου έως το 2030 είναι ανέφικτος.
Θετικές πρώτες αντιδράσεις, με αιτήματα για άμεση εφαρμογή
Οι επιχειρηματικοί φορείς BDI και VCI χαιρέτισαν τον σχεδιασμό, ζητώντας έμφαση στην ποιότητα και την αποδοτικότητα της ανάπτυξης ΑΠΕ αντί του απλού όγκου.
Ο σύνδεσμος τοπικών παρόχων ενέργειας VKU σημείωσε πως «αυτό που χρειάζεται τώρα είναι πολιτική βούληση και ταχύτητα, ώστε η ανάλυση να μετατραπεί γρήγορα σε πράξη».
Ο Σύνδεσμος Ανανεώσιμης Ενέργειας BEE υπογράμμισε πως η μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι στόχοι της Γερμανίας είναι ακόμη εφικτοί, αλλά προειδοποίησε ότι η στήριξη στον κλάδο δεν πρέπει να διακοπεί απότομα.
Η Γερμανία εισέρχεται σε μια νέα φάση ενεργειακής πολιτικής, με το βάρος να πέφτει πλέον σε μηχανισμούς αγοράς, μεγαλύτερη αποδοτικότητα και εστίαση στην ευελιξία του συστήματος, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις ανάγκες του βιομηχανικού της ιστού και την ενεργειακή μετάβαση.
www.worldenergynews.gr
Όπως διαβάζουμε στο Reuters, παρουσιάζοντας τη νέα μελέτη παρακολούθησης της ενεργειακής μετάβασης και ένα συνοδευτικό δεκάλογο προτεραιοτήτων, η υπουργός Οικονομίας, Κατερίνα Ράιχε, υπογράμμισε την ανάγκη για «πραγματισμό και ρεαλισμό» ώστε να διασφαλιστεί η ισορροπία ανάμεσα στην κλιματική ουδετερότητα και την οικονομική βιωσιμότητα της βιομηχανίας.
Τέλος στις σταθερές ταρίφες – Στροφή στα συμβόλαια επί της διαφοράς
Οι επικριτές του υφιστάμενου συστήματος σταθερών τιμών (feed-in tariffs), το οποίο εφαρμόζεται εδώ και δύο δεκαετίες για τη στήριξη των ΑΠΕ, επισημαίνουν το υπέρογκο κόστος, με τον προϋπολογισμό να προβλέπει 16 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις μόνο το 2025.
Το υπουργείο εξετάζει εναλλακτικά σχήματα όπως τα «συμβόλαια επί της διαφοράς» (contracts for difference), όπου ο παραγωγός αποζημιώνεται όταν οι τιμές της αγοράς πέφτουν κάτω από ένα προκαθορισμένο επίπεδο, αλλά επιστρέφει τη διαφορά αν αυτές ξεπερνούν το όριο.
Παρότι δεν δόθηκε σαφές χρονοδιάγραμμα, η σταδιακή μετάβαση σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής για το μοντέλο ενίσχυσης που καθόρισε την ανάπτυξη των ΑΠΕ στη Γερμανία.
Ο στόχος παραμένει η κάλυψη του 80% της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030 και η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2045 — εν μέσω πιέσεων από υψηλό ενεργειακό κόστος και ασθενική οικονομική δραστηριότητα.
Πίεση στις υποδομές και ανάγκη για αποθήκευση
Η μελέτη αναγνωρίζει ότι, παρά το γεγονός πως οι ΑΠΕ καλύπτουν πλέον σχεδόν το 60% της ηλεκτροπαραγωγής, παραμένουν ευμετάβλητες και κοστοβόρες, προκαλώντας πλεονάσματα σε περιόδους έντονου ήλιου ή ανέμου και ελλείψεις σε περιόδους άπνοιας.
Οι απαιτήσεις για επεκτάσεις δικτύων υψηλής τάσης υπολογίζονται σε 440 δισ. ευρώ έως το 2045, ενώ θα απαιτηθούν επιπλέον 235 δισ. ευρώ για τις επενδύσεις στα τοπικά δίκτυα διανομής.
Το υπουργείο προτείνει συντονισμένη ανάπτυξη των υποδομών, με περιφερειακά κίνητρα, νέα τιμολόγηση δυναμικότητας και δυνατότητα κοινής χρήσης καλωδίων (cable pooling).
Παράλληλα, προτεραιότητα δίνεται στη δημιουργία ευέλικτης εφεδρικής ισχύος, όπως μονάδες φυσικού αερίου που μπορούν μελλοντικά να λειτουργούν με υδρογόνο, στο πλαίσιο της νέας αγοράς δυναμικότητας που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή το 2027.
Ωστόσο, το σχέδιο αναγνωρίζει πως ο στόχος για εγχώρια παραγωγή υδρογόνου έως το 2030 είναι ανέφικτος.
Θετικές πρώτες αντιδράσεις, με αιτήματα για άμεση εφαρμογή
Οι επιχειρηματικοί φορείς BDI και VCI χαιρέτισαν τον σχεδιασμό, ζητώντας έμφαση στην ποιότητα και την αποδοτικότητα της ανάπτυξης ΑΠΕ αντί του απλού όγκου.
Ο σύνδεσμος τοπικών παρόχων ενέργειας VKU σημείωσε πως «αυτό που χρειάζεται τώρα είναι πολιτική βούληση και ταχύτητα, ώστε η ανάλυση να μετατραπεί γρήγορα σε πράξη».
Ο Σύνδεσμος Ανανεώσιμης Ενέργειας BEE υπογράμμισε πως η μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι στόχοι της Γερμανίας είναι ακόμη εφικτοί, αλλά προειδοποίησε ότι η στήριξη στον κλάδο δεν πρέπει να διακοπεί απότομα.
Η Γερμανία εισέρχεται σε μια νέα φάση ενεργειακής πολιτικής, με το βάρος να πέφτει πλέον σε μηχανισμούς αγοράς, μεγαλύτερη αποδοτικότητα και εστίαση στην ευελιξία του συστήματος, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις ανάγκες του βιομηχανικού της ιστού και την ενεργειακή μετάβαση.
www.worldenergynews.gr






