Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2024 αποτυπώνουν τη διευρυνόμενη απόκλιση μεταξύ μισθών και κόστους στέγασης σε πολλές χώρες της ΕΕ, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η οικονομική πίεση και να κλιμακώνονται οι κοινωνικές αντιδράσεις
Η στέγη εξελίσσεται σε μείζον ζήτημα για ολοένα και περισσότερους Ευρωπαίους, καθώς το κόστος κατοικίας απορροφά μεγάλο μέρος του καθαρού εισοδήματος των νοικοκυριών.
Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2024 αποτυπώνουν τη διευρυνόμενη απόκλιση μεταξύ μισθών και κόστους στέγασης σε πολλές χώρες της ΕΕ, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η οικονομική πίεση και να κλιμακώνονται οι κοινωνικές αντιδράσεις.
Στην κορυφή της κατάταξης βρίσκεται η Ελλάδα, όπου σχεδόν το 30% του πληθυσμού δαπανά πάνω από 40% του καθαρού εισοδήματος του για στέγαση – σχεδόν τριπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η χώρα καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη τιμών κατοικιών προς εισόδημα (12,7), φθάνοντας στα επίπεδα του 2007.
Η εκρηκτική αύξηση τιμών έχει ενισχυθεί τόσο από τον επίμονο πληθωρισμό όσο και από την έντονη δραστηριότητα ξένων αγοραστών.
Στη Δανία, το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το 22,7%, με τη ραγδαία ζήτηση στην αγορά ακινήτων να ενισχύεται από τις οκτώ διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων από τον Ιούνιο του 2024 και έπειτα.
Στην Κοπεγχάγη, οι τιμές κατοικιών έχουν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία.

Αντίθετα, στη Γερμανία, παρά το υψηλό κόστος διαβίωσης, οι υψηλότεροι μισθοί – περίπου 35% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ – λειτουργούν ανασταλτικά στην επιδείνωση του φαινομένου.
Εκεί, το 13,1% του πληθυσμού χαρακτηρίζεται ως υπερφορτωμένο οικονομικά με στεγαστικά έξοδα.
Στον αντίποδα, χώρες όπως η Κροατία και η Λιθουανία εμφανίζουν τις χαμηλότερες επιβαρύνσεις, χάρη στη σημαντική διάδοση της ιδιοκατοίκησης.
Το γεγονός αυτό λειτουργεί ως «ασπίδα» απέναντι στις διακυμάνσεις των ενοικίων και των επιτοκίων.
Καθώς το χάσμα μεταξύ εισοδήματος και κόστους στέγασης διευρύνεται, οι κυβερνήσεις καλούνται να εξισορροπήσουν το πρόβλημα μέσα από φορολογικά κίνητρα, ρυθμίσεις για την ενοικίαση και παρεμβάσεις υπέρ της προσιτής κατοικίας, σε μια συγκυρία όπου η στέγη καθίσταται ολοένα και λιγότερο προσβάσιμη.
www.worldenergynews.gr
Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2024 αποτυπώνουν τη διευρυνόμενη απόκλιση μεταξύ μισθών και κόστους στέγασης σε πολλές χώρες της ΕΕ, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η οικονομική πίεση και να κλιμακώνονται οι κοινωνικές αντιδράσεις.
Στην κορυφή της κατάταξης βρίσκεται η Ελλάδα, όπου σχεδόν το 30% του πληθυσμού δαπανά πάνω από 40% του καθαρού εισοδήματος του για στέγαση – σχεδόν τριπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η χώρα καταγράφει τον υψηλότερο δείκτη τιμών κατοικιών προς εισόδημα (12,7), φθάνοντας στα επίπεδα του 2007.
Η εκρηκτική αύξηση τιμών έχει ενισχυθεί τόσο από τον επίμονο πληθωρισμό όσο και από την έντονη δραστηριότητα ξένων αγοραστών.
Στη Δανία, το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει το 22,7%, με τη ραγδαία ζήτηση στην αγορά ακινήτων να ενισχύεται από τις οκτώ διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων από τον Ιούνιο του 2024 και έπειτα.
Στην Κοπεγχάγη, οι τιμές κατοικιών έχουν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία.

Αντίθετα, στη Γερμανία, παρά το υψηλό κόστος διαβίωσης, οι υψηλότεροι μισθοί – περίπου 35% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ – λειτουργούν ανασταλτικά στην επιδείνωση του φαινομένου.
Εκεί, το 13,1% του πληθυσμού χαρακτηρίζεται ως υπερφορτωμένο οικονομικά με στεγαστικά έξοδα.
Στον αντίποδα, χώρες όπως η Κροατία και η Λιθουανία εμφανίζουν τις χαμηλότερες επιβαρύνσεις, χάρη στη σημαντική διάδοση της ιδιοκατοίκησης.
Το γεγονός αυτό λειτουργεί ως «ασπίδα» απέναντι στις διακυμάνσεις των ενοικίων και των επιτοκίων.
Καθώς το χάσμα μεταξύ εισοδήματος και κόστους στέγασης διευρύνεται, οι κυβερνήσεις καλούνται να εξισορροπήσουν το πρόβλημα μέσα από φορολογικά κίνητρα, ρυθμίσεις για την ενοικίαση και παρεμβάσεις υπέρ της προσιτής κατοικίας, σε μια συγκυρία όπου η στέγη καθίσταται ολοένα και λιγότερο προσβάσιμη.
www.worldenergynews.gr






