Σύμφωνα με το Oil Price, η Ρωσία καλύπτει περίπου το 40% της παγκόσμιας αγοράς εμπλουτισμένου ουρανίου, ακολουθούμενη από την Κίνα (17%), τη Γαλλία (12%), τις Ηνωμένες Πολιτείες (11%), την Ολλανδία (8%), το Ηνωμένο Βασίλειο (7%) και τη Γερμανία (6%)
Η Ρωσία, ως ο απόλυτος κυρίαρχος στην παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου, έχει εξελιχθεί στον βασικό προμηθευτή του εν λόγω πυρηνικού καυσίμου παγκοσμίως, με πολλές χώρες να δυσκολεύονται να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Μόσχα.
Σύμφωνα με το Oil Price, η Ρωσία καλύπτει περίπου το 40% της παγκόσμιας αγοράς εμπλουτισμένου ουρανίου, ακολουθούμενη από την Κίνα (17%), τη Γαλλία (12%), τις Ηνωμένες Πολιτείες (11%), την Ολλανδία (8%), το Ηνωμένο Βασίλειο (7%) και τη Γερμανία (6%).
Η μετατόπιση από τη ρωσική προμήθεια είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς δεν υπάρχουν άμεσα διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις, όπως συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Τον Ιούνιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πως δεν σχεδιάζει να επιβάλει περιορισμούς στις εισαγωγές εμπλουτισμένου ουρανίου από τη Ρωσία, παράλληλα με την πρότασή της για πιθανή απαγόρευση των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου έως το τέλος του 2027.
Αρχικά, η ΕΕ είχε ανακοινώσει ότι θα επιβάλει μέτρα στο εμπλουτισμένο ουράνιο, ωστόσο ο Επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν δήλωσε: «Και αυτό θα έρθει, αλλά στο πρώτο στάδιο θα επικεντρωθούμε στο φυσικό αέριο».
Συμπλήρωσε ότι «το θέμα της πυρηνικής ενέργειας είναι πιο περίπλοκο, γιατί πρέπει να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι δεν θέτουμε τις χώρες σε κίνδυνο ως προς την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Προχωρούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε ώστε να εντάξουμε και αυτό στην πρόταση».
Άμεσα εξαρτημένη η Ευρώπη
Το 2023, η Ρωσία συνέχισε να προμηθεύει το 38% του εμπλουτισμένου ουρανίου που κατανάλωσε η ΕΕ και το 23% του φυσικού ουρανίου, σύμφωνα με το think tank Bruegel.
Το 2024, η ΕΕ δαπάνησε περίπου 1,18 δισ. δολάρια για ρωσικά πυρηνικά καύσιμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, πέντε κράτη-μέλη —η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Φινλανδία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία— διαθέτουν ρωσικού σχεδιασμού αντιδραστήρες που έχουν κατασκευαστεί για να λειτουργούν αποκλειστικά με ρωσικά καύσιμα.
Όλες, εκτός από την Ουγγαρία, έχουν ήδη συνάψει συμφωνίες για εναλλακτικές προμήθειες, ωστόσο η μετάβαση αναμένεται να διαρκέσει αρκετά χρόνια.
Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια ζήτηση για εμπλουτισμένο ουράνιο προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς πολλές χώρες επενδύουν στη νέα φάση πυρηνικής ανάπτυξης.
Τι λέει το WNA
Έκθεση του World Nuclear Association (WNA) που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση ουρανίου θα αυξηθεί σχεδόν κατά 1/3 μέχρι το 2030, φθάνοντας περίπου τους 86.000 τόνους, ενώ μέχρι το 2040 η κατανάλωση αναμένεται να φτάσει τους 150.000 τόνους.
Για να καλυφθεί αυτή η ζήτηση και να μειωθεί παράλληλα η εξάρτηση από τη ρωσική προσφορά, θα απαιτηθούν επενδύσεις σε ταχύτερες αδειοδοτήσεις, καινοτομίες στην εξόρυξη και εντατική έρευνα για νέα κοιτάσματα ουρανίου.
Η παγκόσμια παραγωγή ουρανίου δεν αρκεί για τη νέα πυρηνική εποχή
Η παραγωγή ουρανίου από τα υφιστάμενα ορυχεία αναμένεται να μειωθεί στο μισό μεταξύ 2030 και 2040, δημιουργώντας σημαντικό έλλειμμα προσφοράς, σύμφωνα με νέα έκθεση. Καθώς πολλές χώρες επενδύουν σε νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες και σε εναλλακτικές τεχνολογίες όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs), η έλλειψη καυσίμου απειλεί να υπονομεύσει την αναπτυσσόμενη πυρηνική δυναμική, εάν δεν γίνουν σημαντικά βήματα για τη χρηματοδότηση νέων έργων εξόρυξης ουρανίου.
Η ηγετική δύναμη στην παραγωγή ουρανίου σήμερα είναι το Καζακστάν, το οποίο καλύπτει το 40% της παγκόσμιας προσφοράς και κατέχει περίπου το ήμισυ αυτής της παραγωγής. Την ίδια ώρα, η Ρωσία συνεχίζει να κυριαρχεί στον τομέα του εμπλουτισμού, διατηρώντας τον κύριο έλεγχο στην παγκόσμια δυναμικότητα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η παγκόσμια αγορά ουρανίου αναπτύσσεται με ρυθμό 1% έως 2% ετησίως. Ο Boris Schucht, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας εμπλουτισμού Urenco, δήλωσε ότι πρόκειται για «μια μικρή και αναπτυσσόμενη αγορά, περιορισμένη και εξαιρετικά ακριβή ως προς την ανάπτυξη τεχνολογιών, κάτι που την καθιστά ιδιαίτερα περίπλοκη».
Η Urenco, κοινοπραξία Ολλανδίας–Βρετανίας–Γερμανίας, αποφάσισε να τερματίσει όλες τις υφιστάμενες συμβάσεις της με τη Ρωσία από το 2022 και τώρα στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικής της ικανότητας για χαμηλού εμπλουτισμού ουράνιο (LEU) κατά 1,8 εκατ. Separative Work Units (SWU) στις τέσσερις εγκαταστάσεις της σε ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι μία από τις πολλές εταιρείες που επιδιώκουν να επεκτείνουν την παραγωγή LEU ώστε να καλύψουν τη διαρκώς αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εξόρυξη ουρανίου έχει επιταχυνθεί. Η παραγωγή αυξήθηκε από 22.680 κιλά το 2023 σε 307.082 κιλά το 2024, ενώ ξεκίνησαν και μεγάλης κλίμακας γεωτρήσεις για την ανεύρεση νέων κοιτασμάτων, με 1.324 γεωτρήσεις μόνο για το 2024. Στο πλαίσιο της ενεργειακής στρατηγικής της κυβέρνησης Μπάιντεν, το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ εργάστηκε για την επέκταση της εγχώριας παραγωγής εμπορικού LEU. Πριν την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε την επιλογή έξι εταιρειών με τις οποίες θα υπογραφούν συμβόλαια προμήθειας, με στόχο την ενίσχυση της νέας παραγωγικής ικανότητας ουρανίου στις ΗΠΑ.
Στο μεταξύ, το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε ότι θα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θα παράγει προηγμένο πυρηνικό καύσιμο, με σχέδια για την κατασκευή της πρώτης ευρωπαϊκής μονάδας εμπλουτισμού υψηλής περιεκτικότητας σε ουράνιο (HALEU). Η βρετανική κυβέρνηση διέθεσε 267,1 εκατ. δολάρια στην Urenco για την κατασκευή της νέας εγκατάστασης, η οποία αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2031, με στόχο τόσο την εγχώρια χρήση όσο και τις εξαγωγές εντός της επόμενης δεκαετίας.
Η παγκόσμια ζήτηση για εμπλουτισμένο ουράνιο αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς πολλές χώρες επανεξετάζουν την πυρηνική ενέργεια ως μέρος της ενεργειακής τους στρατηγικής. Ωστόσο, η παραγωγή της απαιτούμενης ποσότητας ουρανίου για τη στήριξη αυτής της «νέας πυρηνικής εποχής» παραμένει ιδιαίτερα περίπλοκη, λόγω των αυστηρών ρυθμιστικών απαιτήσεων και των περιορισμένων παραγωγικών δυνατοτήτων παγκοσμίως. Θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις σε έρευνα, ανάπτυξη και νέες μονάδες παραγωγής για να μπορέσει η παγκόσμια κοινότητα να επιτύχει τους πυρηνικούς της στόχους.
www.worldenergynews.gr
Σύμφωνα με το Oil Price, η Ρωσία καλύπτει περίπου το 40% της παγκόσμιας αγοράς εμπλουτισμένου ουρανίου, ακολουθούμενη από την Κίνα (17%), τη Γαλλία (12%), τις Ηνωμένες Πολιτείες (11%), την Ολλανδία (8%), το Ηνωμένο Βασίλειο (7%) και τη Γερμανία (6%).
Η μετατόπιση από τη ρωσική προμήθεια είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς δεν υπάρχουν άμεσα διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις, όπως συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Τον Ιούνιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πως δεν σχεδιάζει να επιβάλει περιορισμούς στις εισαγωγές εμπλουτισμένου ουρανίου από τη Ρωσία, παράλληλα με την πρότασή της για πιθανή απαγόρευση των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου έως το τέλος του 2027.
Αρχικά, η ΕΕ είχε ανακοινώσει ότι θα επιβάλει μέτρα στο εμπλουτισμένο ουράνιο, ωστόσο ο Επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν δήλωσε: «Και αυτό θα έρθει, αλλά στο πρώτο στάδιο θα επικεντρωθούμε στο φυσικό αέριο».
Συμπλήρωσε ότι «το θέμα της πυρηνικής ενέργειας είναι πιο περίπλοκο, γιατί πρέπει να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι δεν θέτουμε τις χώρες σε κίνδυνο ως προς την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Προχωρούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε ώστε να εντάξουμε και αυτό στην πρόταση».
Άμεσα εξαρτημένη η Ευρώπη
Το 2023, η Ρωσία συνέχισε να προμηθεύει το 38% του εμπλουτισμένου ουρανίου που κατανάλωσε η ΕΕ και το 23% του φυσικού ουρανίου, σύμφωνα με το think tank Bruegel.
Το 2024, η ΕΕ δαπάνησε περίπου 1,18 δισ. δολάρια για ρωσικά πυρηνικά καύσιμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, πέντε κράτη-μέλη —η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Φινλανδία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία— διαθέτουν ρωσικού σχεδιασμού αντιδραστήρες που έχουν κατασκευαστεί για να λειτουργούν αποκλειστικά με ρωσικά καύσιμα.
Όλες, εκτός από την Ουγγαρία, έχουν ήδη συνάψει συμφωνίες για εναλλακτικές προμήθειες, ωστόσο η μετάβαση αναμένεται να διαρκέσει αρκετά χρόνια.
Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια ζήτηση για εμπλουτισμένο ουράνιο προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς πολλές χώρες επενδύουν στη νέα φάση πυρηνικής ανάπτυξης.
Τι λέει το WNA
Έκθεση του World Nuclear Association (WNA) που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση ουρανίου θα αυξηθεί σχεδόν κατά 1/3 μέχρι το 2030, φθάνοντας περίπου τους 86.000 τόνους, ενώ μέχρι το 2040 η κατανάλωση αναμένεται να φτάσει τους 150.000 τόνους.
Για να καλυφθεί αυτή η ζήτηση και να μειωθεί παράλληλα η εξάρτηση από τη ρωσική προσφορά, θα απαιτηθούν επενδύσεις σε ταχύτερες αδειοδοτήσεις, καινοτομίες στην εξόρυξη και εντατική έρευνα για νέα κοιτάσματα ουρανίου.
Η παγκόσμια παραγωγή ουρανίου δεν αρκεί για τη νέα πυρηνική εποχή
Η παραγωγή ουρανίου από τα υφιστάμενα ορυχεία αναμένεται να μειωθεί στο μισό μεταξύ 2030 και 2040, δημιουργώντας σημαντικό έλλειμμα προσφοράς, σύμφωνα με νέα έκθεση. Καθώς πολλές χώρες επενδύουν σε νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες και σε εναλλακτικές τεχνολογίες όπως οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (SMRs), η έλλειψη καυσίμου απειλεί να υπονομεύσει την αναπτυσσόμενη πυρηνική δυναμική, εάν δεν γίνουν σημαντικά βήματα για τη χρηματοδότηση νέων έργων εξόρυξης ουρανίου.
Η ηγετική δύναμη στην παραγωγή ουρανίου σήμερα είναι το Καζακστάν, το οποίο καλύπτει το 40% της παγκόσμιας προσφοράς και κατέχει περίπου το ήμισυ αυτής της παραγωγής. Την ίδια ώρα, η Ρωσία συνεχίζει να κυριαρχεί στον τομέα του εμπλουτισμού, διατηρώντας τον κύριο έλεγχο στην παγκόσμια δυναμικότητα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η παγκόσμια αγορά ουρανίου αναπτύσσεται με ρυθμό 1% έως 2% ετησίως. Ο Boris Schucht, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας εμπλουτισμού Urenco, δήλωσε ότι πρόκειται για «μια μικρή και αναπτυσσόμενη αγορά, περιορισμένη και εξαιρετικά ακριβή ως προς την ανάπτυξη τεχνολογιών, κάτι που την καθιστά ιδιαίτερα περίπλοκη».
Η Urenco, κοινοπραξία Ολλανδίας–Βρετανίας–Γερμανίας, αποφάσισε να τερματίσει όλες τις υφιστάμενες συμβάσεις της με τη Ρωσία από το 2022 και τώρα στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικής της ικανότητας για χαμηλού εμπλουτισμού ουράνιο (LEU) κατά 1,8 εκατ. Separative Work Units (SWU) στις τέσσερις εγκαταστάσεις της σε ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι μία από τις πολλές εταιρείες που επιδιώκουν να επεκτείνουν την παραγωγή LEU ώστε να καλύψουν τη διαρκώς αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εξόρυξη ουρανίου έχει επιταχυνθεί. Η παραγωγή αυξήθηκε από 22.680 κιλά το 2023 σε 307.082 κιλά το 2024, ενώ ξεκίνησαν και μεγάλης κλίμακας γεωτρήσεις για την ανεύρεση νέων κοιτασμάτων, με 1.324 γεωτρήσεις μόνο για το 2024. Στο πλαίσιο της ενεργειακής στρατηγικής της κυβέρνησης Μπάιντεν, το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ εργάστηκε για την επέκταση της εγχώριας παραγωγής εμπορικού LEU. Πριν την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε την επιλογή έξι εταιρειών με τις οποίες θα υπογραφούν συμβόλαια προμήθειας, με στόχο την ενίσχυση της νέας παραγωγικής ικανότητας ουρανίου στις ΗΠΑ.
Στο μεταξύ, το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε ότι θα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που θα παράγει προηγμένο πυρηνικό καύσιμο, με σχέδια για την κατασκευή της πρώτης ευρωπαϊκής μονάδας εμπλουτισμού υψηλής περιεκτικότητας σε ουράνιο (HALEU). Η βρετανική κυβέρνηση διέθεσε 267,1 εκατ. δολάρια στην Urenco για την κατασκευή της νέας εγκατάστασης, η οποία αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το 2031, με στόχο τόσο την εγχώρια χρήση όσο και τις εξαγωγές εντός της επόμενης δεκαετίας.
Η παγκόσμια ζήτηση για εμπλουτισμένο ουράνιο αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς πολλές χώρες επανεξετάζουν την πυρηνική ενέργεια ως μέρος της ενεργειακής τους στρατηγικής. Ωστόσο, η παραγωγή της απαιτούμενης ποσότητας ουρανίου για τη στήριξη αυτής της «νέας πυρηνικής εποχής» παραμένει ιδιαίτερα περίπλοκη, λόγω των αυστηρών ρυθμιστικών απαιτήσεων και των περιορισμένων παραγωγικών δυνατοτήτων παγκοσμίως. Θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις σε έρευνα, ανάπτυξη και νέες μονάδες παραγωγής για να μπορέσει η παγκόσμια κοινότητα να επιτύχει τους πυρηνικούς της στόχους.
www.worldenergynews.gr






