Ενέργεια & Αγορές

Tι σηματοδοτεί η επιστροφή της ExxonMobil στο Ιράκ (Oil Price)

Tι σηματοδοτεί η επιστροφή της ExxonMobil στο Ιράκ (Oil Price)
Σύμφωνα με το Oil Price, αν και αρκετές συμφωνίες έχουν συναφθεί με άλλους ισχυρούς παίκτες του κλάδου – όπως η Chevron, η BP και η TotalEnergies – και αφορούν επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων, η επιστροφή της ExxonMobil έχει βαρύτερο πολιτικοοικονομικό φορτίο, καθώς η αποχώρησή της πριν μερικά χρόνια υπήρξε η πιο ηχηρή και ενδεικτική της αποστροφής των δυτικών εταιρειών από το Ιράκ 
Η πρόσφατη υπογραφή προσυμφώνου (heads of agreement) μεταξύ της αμερικανικής ExxonMobil και του Υπουργείου Πετρελαίου του Ιράκ αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη εξέλιξη από τα τελευταία ενεργειακά deals της Βαγδάτης με δυτικές εταιρείες.

Σύμφωνα με το Oil Price, αν και αρκετές συμφωνίες έχουν συναφθεί με άλλους ισχυρούς παίκτες του κλάδου – όπως η Chevron, η BP και η TotalEnergies – και αφορούν επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων, η επιστροφή της ExxonMobil έχει βαρύτερο πολιτικοοικονομικό φορτίο, καθώς η αποχώρησή της πριν μερικά χρόνια υπήρξε η πιο ηχηρή και ενδεικτική της αποστροφής των δυτικών εταιρειών από το Ιράκ.
 
Η απόσυρση της ExxonMobil είχε ιδιαίτερη σημασία για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, αφορούσε την έξοδο από δύο στρατηγικής σημασίας έργα – το έργο υποδομής Common Seawater Supply Project (CSSP), θεμέλιο λίθο της πετρελαϊκής παραγωγής του Ιράκ, και το υπερκοίτασμα πετρελαίου West Qurna 1.

Δεύτερον, οι βαθύτεροι λόγοι της αποχώρησης αντικατόπτριζαν τη χρόνια παθογένεια του ιρακινού ενεργειακού τομέα, η οποία έχει επί δεκαετίες εμποδίσει την αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού της χώρας.

Οι ίδιες δομικές δυσλειτουργίες οδήγησαν στην αποχώρηση και άλλων δυτικών ενεργειακών κολοσσών εκείνη την περίοδο, γεγονός που καθιστά την επιστροφή της ExxonMobil ισχυρό μήνυμα πως η Δύση επιχειρεί να ανακτήσει τη χαμένη επιρροή της τόσο στο Ιράκ όσο και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή.

Το κύριο ερώτημα για τη Δύση
 
Το βασικό ερώτημα για τις δυτικές κυβερνήσεις και τις παγκόσμιες πετρελαϊκές αγορές είναι αν αυτή η επαναπροσέγγιση μπορεί να έχει διάρκεια. Η προηγούμενη ρήξη της ExxonMobil με το Ιράκ – και κατ’ επέκταση όλων των αμερικανικών εταιρειών που ακολούθησαν – αποδόθηκε επισήμως σε διαφωνία γύρω από τη διαδικασία ανάθεσης έργων που σχετίζονταν με το CSSP.

Όμως, σύμφωνα με πηγή που συνεργάστηκε στενά με το Υπουργείο Πετρελαίου του Ιράκ, η πραγματική αιτία ήταν η κρίση εμπιστοσύνης που δημιουργήθηκε λόγω του δυσανάλογου ισοζυγίου ρίσκου/απόδοσης στα έργα, όπως αναδείχθηκε κυρίως στη διαδικασία προμηθειών.
 
Κρίσιμο ρόλο έπαιξε η ευρέως διαδεδομένη πρακτική πληρωμής «προμηθειών» σε κάθε τύπο σύμβασης, μια πρακτική που στα μάτια της Δύσης ισοδυναμεί με διαφθορά ή ακόμα και με δωροδοκία. Αυτές οι πρακτικές – που δεν περιορίστηκαν μόνο στο CSSP – ήταν και ο βασικός λόγος για την αποχώρηση της ExxonMobil από το κοίτασμα West Qurna 1.

Όπως εξηγεί ιρακινή πηγή από τη Βαγδάτη, οι διαπραγματεύσεις εκείνης της περιόδου βασίζονταν σε τρεις θεμελιώδεις όρους: «συνοχή» (cohesion), «ασφάλεια» (security) και «απλοποίηση» (streamlining). Η συνοχή αφορούσε την πλήρη και τακτική ολοκλήρωση των υποδομών, η ασφάλεια κάλυπτε τόσο την προστασία του προσωπικού όσο και τη νομική διαφάνεια, ενώ η απλοποίηση σήμαινε ότι οι συμφωνίες έπρεπε να τηρηθούν απαρέγκλιτα, ανεξαρτήτως αλλαγών στη σύνθεση της ιρακινής κυβέρνησης.
 
Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες αβεβαιότητας, την έλλειψη νομικής διαφάνειας και τις πρακτικές «προμηθειών», η ExxonMobil – και γενικότερα οι ΗΠΑ – θεώρησαν ότι ο κίνδυνος για τη φήμη τους ήταν δυσβάσταχτος. Μετά από εσωτερικές διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε ότι κάθε μελλοντική συμφωνία μεγάλης εμβέλειας με το Ιράκ από αμερικανικές ενεργειακές εταιρείες θα πρέπει να εγκρίνεται εξ ολοκλήρου από νομικούς στις ΗΠΑ, να ελέγχεται από αμερικανικές λογιστικές εταιρείες, να παρακολουθείται από αμερικανικούς συμβούλους έργων και να εποπτεύεται διαρκώς από οργανισμούς ασφάλειας των ΗΠΑ.
 
Η υπογραφή του νέου προσυμφώνου, επομένως, δεν αποτελεί απλώς επιχειρηματική κίνηση αλλά στρατηγική αναδιάταξη με γεωπολιτικές προεκτάσεις.

Το Ιράκ δεν εγκαταλείπεται έτσι εύκολα

Η επιστροφή της ExxonMobil δείχνει ότι η Δύση επαναδιεκδικεί χώρο σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας, με επίγνωση των κινδύνων αλλά και της ανάγκης για μακροχρόνια σταθερότητα και επιρροή στις ενεργειακές ισορροπίες της Μέσης Ανατολής. Το στοίχημα τώρα είναι αν μπορεί να εξασφαλίσει αυτή τη σταθερότητα – και για πόσο.

 Οι ανησυχίες που είχαν οδηγήσει στην προηγούμενη αποχώρηση της ExxonMobil από το Ιράκ δεν ήταν αβάσιμες. Αντιθέτως, είχαν καταγραφεί με ακρίβεια και συνέπεια για χρόνια από τη διεθνώς αναγνωρισμένη μη κυβερνητική οργάνωση Transparency International (TI), μέσω του Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς (Corruption Perceptions Index).

Κατά την περίοδο που η αμερικανική εταιρεία δραστηριοποιούνταν στη χώρα, το TI χαρακτήριζε το Ιράκ ως «μία από τις χειρότερες χώρες παγκοσμίως ως προς τους δείκτες διαφθοράς και διακυβέρνησης», σημειώνοντας πως οι κίνδυνοι διαφθοράς επιτείνονταν από την απειρία της δημόσιας διοίκησης, τη χαμηλή απορροφητικότητα οικονομικής βοήθειας, τις σεχταριστικές εντάσεις και την έλλειψη πολιτικής βούλησης για καταπολέμηση της διαφθοράς.
 
Η οργάνωση πρόσθετε ότι το Ιράκ χαρακτηριζόταν από «μαζικές υπεξαιρέσεις, σκάνδαλα στις προμήθειες, ξέπλυμα χρήματος, λαθρεμπόριο πετρελαίου και εκτεταμένη γραφειοκρατική δωροδοκία», καταστάσεις που το είχαν οδηγήσει στα χαμηλότερα επίπεδα διεθνών κατατάξεων, ενισχύοντας τη βία και παρεμποδίζοντας την οικοδόμηση κράτους και την παροχή βασικών υπηρεσιών.

Το συμπέρασμα του TI ήταν σαφές: η πολιτική παρέμβαση στους μηχανισμούς κατά της διαφθοράς, η εργαλειοποίηση του ζητήματος, η αδύναμη κοινωνία των πολιτών, η ανασφάλεια, η έλλειψη πόρων και οι ελλιπείς νομικές πρόνοιες περιόριζαν σοβαρά την ικανότητα του κράτους να ελέγξει την εκτεταμένη διαφθορά.
 
Στο παρόν στάδιο, μπορούν να ειπωθούν τρία βασικά πράγματα με ασφάλεια. Πρώτον, η ExxonMobil έχει λάβει υψηλότατου επιπέδου εγγυήσεις όχι μόνο από ανώτατα στελέχη του Υπουργείου Πετρελαίου του Ιράκ αλλά και από κορυφαίους αξιωματούχους της ιρακινής κυβέρνησης, ότι πλέον πληρούνται και οι τρεις βασικές προϋποθέσεις που είχε θέσει κατά την πρώτη της παρουσία στη χώρα: συνοχή έργων, ασφάλεια και θεσμική συνέχεια.

Δεύτερον, κάθε στοιχείο αυτών των εγγυήσεων έχει υποβληθεί σε εξονυχιστικό έλεγχο από κορυφαίους Αμερικανούς νομικούς και λογιστές, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι είναι νομικά άρτια και λογιστικά αδιάβλητα.

Τρίτον, αμερικανικές κυβερνητικές πηγές έχουν καταστήσει σαφές προς τους ιρακινούς συνομιλητές τους ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτές τις δεσμεύσεις θα έχει όχι μόνο οικονομικές συνέπειες, αλλά και ευρύτερες πολιτικές και γεωστρατηγικές επιπτώσεις για το Ιράκ, πέρα από την ενδεχόμενη εκ νέου αποχώρηση των αμερικανικών εταιρειών.
 
Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από το νέο κύμα επενδύσεων αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών στη χώρα, η κυβέρνηση Τραμπ είχε εντείνει σημαντικά τις κυρώσεις κατά του Ιράκ, θεωρώντας το «συνεργό» του γειτονικού Ιράν.

Η μεταστροφή της στάσης αυτής και η επιστροφή των ΗΠΑ μέσω των εταιρειών τους αποτυπώνει μια ευρύτερη στρατηγική αναπροσαρμογή της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή – μια επιχείρηση επιρροής που περνά μέσα από τις ενεργειακές συμφωνίες και φέρει σαφές μήνυμα: η συμμετοχή της Δύσης είναι υπό όρους και με αυστηρή επιτήρηση.

Καθώς το έργο Common Seawater Supply Project (CSSP) αποτελεί πλέον μέρος της τετραπλής συμφωνίας ύψους 27 δισ. δολαρίων που διαχειρίζεται η γαλλική TotalEnergies – η οποία έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα ανεχθεί παρεμβάσεις ή αδιαφάνεια – η ExxonMobil προς το παρόν δεν έχει ρόλο σε αυτό το κομμάτι. Ωστόσο, η επιστροφή της στο Ιράκ ξεκινά από ένα νέο και ιδιαίτερα σημαντικό μέτωπο: την ανάπτυξη του υπεργιγαντιαίου κοιτάσματος Majnoon.


Γιατί το Majnoon

Η επιλογή του Majnoon από την ExxonMobil είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τρεις λόγους. Πρώτον, αποτελεί ένα από τα πέντε μεγάλα κοιτάσματα του νότου που περιλαμβάνονται στο έργο συλλογής αερίου της TotalEnergies, μαζί με τα West Qurna 2, Tuba, Luhais και Ratawi, γεγονός που ανοίγει προοπτικές για συνεργασία μεταξύ των δύο δυτικών ενεργειακών κολοσσών όχι μόνο στο Majnoon αλλά και σε άλλες περιοχές της Νότιας Ιρακινής πετρελαιοπαραγωγής.

Δεύτερον, είναι ένα από τα τέσσερα λεγόμενα «Big Four» κοιτάσματα του Ιράκ – μαζί με τα West Qurna (1 και 2), Rumaila και Zubair – τα οποία η Βαγδάτη έχει θέσει σε στρατηγική προτεραιότητα, με στόχο την επίτευξη της μακροπρόθεσμης παραγωγής 7 εκατ. βαρελιών ημερησίως, χωρίς να υπονομευτεί η βιωσιμότητα των αποθεμάτων.

Τρίτον – και πιο καθοριστικά – το Majnoon αποτελεί διασυνοριακό κοίτασμα με το Ιράν, καθώς από την ιρανική πλευρά βρίσκεται το τεράστιο πεδίο Azadegan. Αυτό σημαίνει ότι για χρόνια, το Ιράν αξιοποιούσε την εγγύτητα των δύο πεδίων για να μεταφέρει πετρέλαιο υπό την «ετικέτα» του Ιράκ, παρακάμπτοντας διεθνείς κυρώσεις.

Η παρουσία της ExxonMobil στο πεδίο θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για τέτοιου είδους πρακτικές, δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα του Ιράν να διακινεί «αφανή» πετρέλαια μέσω ιρακινού εδάφους.

Το Majnoon (που στα αραβικά σημαίνει «τρελός», όνομα που αποδίδεται στην «τρελή» ποσότητα πετρελαίου του κοιτάσματος) βρίσκεται περίπου 60 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του βασικού εξαγωγικού τερματικού σταθμού της Βασόρας και συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα κοιτάσματα του κόσμου, με υπολογιζόμενα αποθέματα 38 δισεκατομμυρίων βαρελιών.

Ανακαλύφθηκε το 1975 από τη βραζιλιάνικη Braspetro (νυν Petrobras) και από τότε έχει βιώσει όλα τα δεινά που χαρακτηρίζουν την ιρακινή πετρελαϊκή ιστορία: δύο πολέμους υπό ηγεσία των ΗΠΑ, τον πόλεμο με το Ιράν, εσωτερικές αναταραχές και εκτεταμένη διαφθορά, τα οποία οδήγησαν σε επανειλημμένες ακυρώσεις συμβολαίων με διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες.

Η πρώτη σημαντική άδεια ανάπτυξης χορηγήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2009 στην κοινοπραξία Shell Iraq Petroleum Development (SIPD) σε συνεργασία με τη μαλαισιανή Petronas. Η σύμβαση είχε τη μορφή τεχνικής υπηρεσίας με σχετικά χαμηλή αμοιβή – μόλις 1,39 δολάρια ανά βαρέλι.

Ωστόσο, το κονσόρτσιουμ κατάφερε σύντομα να αυξήσει την παραγωγή στα 175.000 βαρέλια ημερησίως, φτάνοντας το κατώφλι που απαιτούσε το συμβόλαιο για την έναρξη πληρωμών. Μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2014, η παραγωγή είχε φτάσει τα 210.000 βαρέλια ημερησίως.

Η παραγωγή από τότε έχει αυξηθεί ελάχιστα και σήμερα κυμαίνεται γύρω στα 245.000 βαρέλια ημερησίως, σύμφωνα με ιρακινή πηγή. Ωστόσο, οι δυνατότητες είναι πολύ μεγαλύτερες: το αρχικό σχέδιο ανάπτυξης από την κοινοπραξία Shell προέβλεπε ένα «παραγωγικό οροπέδιο» της τάξης των 1,8 εκατ. βαρελιών ημερησίως – αριθμός που δείχνει το πόσο υποεκμεταλλευμένο παραμένει το κοίτασμα.

Η εμπλοκή της ExxonMobil στο Majnoon συνιστά όχι μόνο επιχειρηματική επανεκκίνηση αλλά και στρατηγική τοποθέτηση, σε μια περιοχή-κλειδί για τη μελλοντική σταθερότητα του Ιράκ, τον έλεγχο των ροών πετρελαίου της Μέσης Ανατολής και την αντιμετώπιση της ιρανικής επιρροής μέσω ενεργειακών παρακαμπτηρίων.

 

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης