Επικαιρότητα

Εurobank: Συνεχίστηκε η ανοδική πορεία του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο

Εurobank: Συνεχίστηκε η ανοδική πορεία του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο
Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης, ήτοι η ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), διαμορφώθηκε στο 0,6% σε τριμηνιαία βάση και στο 2,0% σε ετήσια βάση, από 0,4% και 1,6% αντίστοιχα το β’ τρίμηνο 2025 αναφέρει η Eurobank στο οικονομικό της δελτίο 7 Ημέρες Οικονομία 
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε το γ’ τρίμηνο 2025.

Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης, ήτοι η ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), διαμορφώθηκε στο 0,6% σε τριμηνιαία βάση και στο 2,0% σε ετήσια βάση, από 0,4% και 1,6% αντίστοιχα το β’ τρίμηνο 2025 αναφέρει η Eurobank στο οικονομικό της δελτίο 7 Ημέρες Οικονομία.
 
Η διατήρηση ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης καθίσταται αναγκαία έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να ανακτήσει σταδιακά τις απώλειες της πολυετούς κρίσης χρέους σε όρους πραγματικού ΑΕΠ (-27,0% στον πυθμένα της κρίσης το 2013).

Εξίσου σημαντικό είναι να ενισχυθεί η ανθεκτικότητά της έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων (βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και αύξηση της εθνικής αποταμίευσης). Συνεπώς, ο στόχος είναι διττός, δηλαδή, πρώτον διατήρηση της ανάπτυξης, και δεύτερον, ενίσχυση της βιωσιμότητας του υποδείγματος μεγέθυνσης της οικονομίας.

Όπως παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 1, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 ήταν χαμηλότερο από την κορυφή του β’ τριμήνου 2007 κατά 14,8%, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος σε τρέχουσες τιμές, ωθούμενο και από τις πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, ξεπέρασε την κορυφή του γ’ τριμήνου 2008 κατά 3,5%. Ως μέτρο ευημερίας μιας οικονομίας, αν και με αρκετές ατέλειες, πάντα επιλέγεται το πραγματικό ΑΕΠ.

diagramma1.png
 
Υπό το πρίσμα της δαπάνης, η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 προήλθε κυρίως από τις συνιστώσες των επενδύσεων παγίων, των καθαρών εξαγωγών αγαθών και της ιδιωτικής κατανάλωσης και υπό το πρίσμα της παραγωγής, από τους τομείς των κατασκευών, των δημόσιων υπηρεσιών, της βιομηχανίας και των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων (βλ. τις σχετικές αναλύσεις παρακάτω). Τέλος, σε επίπεδο 9μηνου (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2025), το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,0%, δηλαδή με έναν ρυθμό ελαφρώς χαμηλότερο από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕπ), του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού 2026-2029 για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2025 (2,1%, 2,1% και 2,2% αντίστοιχα).
 
diagramma-2_3.png

Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης συνεχίστηκε το γ’ τρίμηνο 2025, έστω και με ηπιότερο ρυθμό σε σύγκριση με τα προηγούμενα τρίμηνα (βλ. Διάγραμμα 2.1). Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025 ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της Ελλάδας ήταν ο 10ος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 και ο 7ος υψηλότερος ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης (βλ. Διάγραμμα 2.2). Στην πρώτη θέση ήταν η Κύπρος με ανάπτυξη 3,5%, και ακολούθησαν: Πολωνία (3,5%), Βουλγαρία (3,4%), Μάλτα (3,2%), Κροατία (3,1%), Ισπανία (3,0%), Δανία (2,8%), Λιθουανία (2,8%), Τσεχία (2,6%), Ελλάδα (2,0%), Πορτογαλία (1,9%), Ολλανδία (1,9%), Σουηδία (1,8%), ΕΕ-27 (1,7%), Λετονία (1,6%), Ευρωζώνη (1,5%), Ρουμανία (1,4%), Βέλγιο (1,0%), Γαλλία (0,8%), Σλοβακία (0,8%), Σλοβενία (0,7%), Αυστρία (0,6%), Ιταλία (0,6%), Εσθονία (0,3%), Φινλανδία (0,3%), Γερμανία (0,3%) και Ουγγαρία (0,2%). Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το ποιοτικό χαρακτηριστικό της υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας έναντι της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης θα πρέπει να διατηρηθεί για πάρα πολλά χρόνια έτσι ώστε να μειωθεί σε έναν βαθμό η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Βάσει των στοιχείων του 2024, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώθηκε στο 70% της ΕΕ-27 (από 93% το 2008).
 
Προσέγγιση δαπάνης στη μέτρηση του ΑΕΠ του γ’ τριμήνου 2025
 
Η σωρευμένη επίδραση του πληθωρισμού των τελευταίων ετών και η διατήρησή του σε επίπεδα σημαντικά πάνω από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2,9% τον Νοέμβριο ο εναρμονισμένος δείκτης, έναντι 2,2% στην ΕΖ20) συνέχισε να επιδρά αρνητικά στα διαθέσιμα εισοδήματα και την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Παρά ταύτα, η ανάπτυξη στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό για ένα ακόμη τρίμηνο στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, κατά 2,4% σε ετήσια βάση, η οποία συνεισέφερε 1,7 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (Διάγραμμα 3(α)).
 
Τη μεγαλύτερη πάντως ώθηση στο ΑΕΠ του γ’ τριμήνου έδωσε η έντονη ενίσχυση των επενδύσεων παγίων κατά 12,8% ετησίως (+€1,07δις), συνεισφέροντας έτσι 2,1 π.μ. στην ετήσια ανάπτυξη. Το 1/3 της ανόδου αυτής προήλθε από την αύξηση των άλλων κατασκευών (+€353εκ. ή +17,9% σε ετήσια βάση), λόγω και της προόδου του επενδυτικού προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), με τη συνεισφορά της κατασκευής κατοικιών να είναι ελαφρώς μικρότερη (+€339 εκατ. ή +25,4%) και του μεταφορικού εξοπλισμού να βρίσκεται στην 3η θέση (+€187 εκατ. ή +28,0%).
 
Ο εξωτερικός τομέας είχε επίσης θετική συνεισφορά στην ετήσια ανάπτυξη (+ 2,4 π.μ.). Η ψαλίδα του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συνέχισε να κλείνει εκατέρωθεν, με τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να αυξάνονται κατά 1,7% σε ετήσια βάση και κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση, και τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να μειώνονται αντίστοιχα κατά 4,0% και 1,6%. Ωστόσο, η μείωση των εισαγωγών αγαθών (-5,0% ετησίως) προήλθε πρωτίστως από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, ενώ οι εισαγωγές των αγαθών πλην πετρελαίου συνέχισαν να αυξάνονται.
 
Αντίθετα, η μεταβολή των αποθεμάτων και οι λοιπές στατιστικές αποκλίσεις παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος από την αρχή του 2025 –έναντι πολύ μεγάλων αυξήσεων το 2024– αφαιρώντας από την ετήσια ανάπτυξη 3,7 π.μ., σχεδόν το διπλάσιο του συνόλου. Η πηγή αυτών των διακυμάνσεων παραμένει απροσδιόριστη, καθώς πρόκειται για ένα υπολειμματικό μέγεθος το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο τη μεταβολή των φυσικών αποθεμάτων αγαθών, αλλά και ημιτελή επενδυτικά έργα (τα οποία μεταπίπτουν στις επενδύσεις παγίων όταν ολοκληρώνονται) αλλά και τυχόν αναντιστοιχίες στις μετρήσεις του ΑΕΠ ως δαπάνη και ως παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση, η επιδιωκόμενη επιτάχυνση των έργων του ΤΑΑ, προκειμένου να μην χαθούν πόροι λόγω της λήξης του προγράμματος το 2026, αναμένεται να παρέχει στήριξη στις επενδύσεις τα επόμενα τρίμηνα.
 
Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 3(β), η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει η ατμομηχανή της οικονομικής μεγέθυνσης και το 2025 βάσει των μέχρι στιγμής στοιχείων, συμβάλλοντας σχεδόν τις 1,8 π.μ. από 2,0 π.μ. της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο: Από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους και μετά, η Ελλάδα είναι σταθερά η χώρα με την υψηλότερη δαπάνη για κατανάλωση στην ΕΕ27 αναλογικά με το μέγεθος της οικονομίας της, με το σχετικό μερίδιο να κυμαίνεται μεταξύ 67% και 71% του ΑΕΠ (69,2% το ενιάμηνο 2025, Διάγραμμα 4).

Θετικό είναι πάντως ότι οι καθαρές εξαγωγές σημείωσαν δυναμική ανάκαμψη στο ενιάμηνο του 2025, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη συμβολή τους στην αύξηση του ΑΕΠ ενιαμήνου (+1,1 π.μ.) από το 2012, με εξαίρεση το «πανδημικό» έτος 2020. Ενθαρρυντική είναι και ανάκαμψη των επενδύσεων (+1,1 π.μ.), η οποία όμως θα πρέπει να ισχυροποιηθεί και να διατηρηθεί για να έχει θετικό αποτύπωμα στην παραγωγικότητα και τα εισοδήματα μεσοπρόθεσμα.
 
Πράγματι, στη γενικότερη εικόνα, η παρατηρηθείσα σημαντική ενίσχυση των επενδυτικών δαπανών την τελευταία πενταετία, στο 16% του ΑΕΠ το 2024 από τον πυθμένα του 11% το 2019, είναι μια πολύ θετική εξέλιξη. Σημαντική συμβολή στην αύξηση αυτή είχαν οι ευρωπαϊκοί επενδυτικοί πόροι, ειδικότερα μέσω του ΤΑΑ αλλά και του ΕΣΠΑ. Η τάση αυτή συνεχίζεται, αν και με φθίνοντα ρυθμό, με τις επενδύσεις να αυξάνονται στο 16,2% του ΑΕΠ το ενιάμηνο του 2025 από το 15,9% την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
 
Αυτό όμως δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο για εφησυχασμό, ιδίως εν όψει της ολοκλήρωσης των επενδύσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Aνθεκτικότητας μέσα στο 2026. Η Ελλάδα παραμένει η χώρα της ΕΕ27 με το δεύτερο χαμηλότερο μερίδιο του ΑΕΠ που κατευθύνεται σε επενδύσεις, υπολειπόμενη σημαντικά του αντίστοιχου της ΕΖ20 (21,2% το ενιάμηνο 2025) και της ΕΕ27 (21,3%). Καθώς το κεφάλαιο ανά εργαζόμενο αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες της παραγωγικότητας της εργασίας, καθίσταται πρόδηλη η σημασία της περαιτέρω ενίσχυσης των επενδύσεων. Το πλήγμα που επέφερε στο φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας –τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά– μία δεκαετία κρίσεων και υποεπένδυσης, δεν έχει ακόμα επουλωθεί.

Η συνακόλουθη μείωση της παραγωγικότητας κατά την περίοδο αυτή (από επίπεδα που ήδη υπολείπονταν των αντίστοιχων ευρωπαϊκών), σε συνδυασμό με το μη ισορροπημένο, στρεβλό και άκαμπτο μοντέλο βάσει του οποίου λειτουργεί η ελληνική οικονομία, έχουν διατηρήσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τους ευρωπαίους εταίρους. Τα οφέλη που προήλθαν από τα προγράμματα προσαρμογής και τα οποία αφορούσαν κυρίως μείωση του κόστους παρά βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας από διαρθρωτική βάση, έχουν αρχίσει να υφίστανται πιέσεις. Αυτό αντανακλάται στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών, το οποίο σταθερά μεταφέρει ένα σημαντικό τμήμα του εισοδήματος που παράγεται στη χώρα στο εξωτερικό, μειώνοντας έτσι το ελληνικό ΑΕΠ. Στο ενιάμηνο του 2025 η αξία του ελλείμματος αυτού υπολογίζεται στα €25 δισεκ., ποσό που αντιστοιχεί στο 13,5% του ΑΕΠ.
 
Συνεπώς η αύξηση της συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ σε ποσοστά υψηλότερα από τα αντίστοιχα της ΕΕ27 και της ΕΖ20 αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας και την επίτευξη της σύγκλισης των πραγματικών εισοδημάτων.
 
Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ): Η συμβολή των κλάδων και οι παράγοντες που διαμόρφωσαν την ανάπτυξη το γ’ τρίμηνο 2025
 
Σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, η κλαδική διάρθρωση της οικονομικής δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο του 2025 αναδεικνύει σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ κλάδων ως προς τη συμβολή τους στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ).
 
Η σημαντικότερη ώθηση προήλθε από τις κατασκευές, όπου η παραγωγή αυξήθηκε κατά 25,6% YoY. Παρά το σχετικά χαμηλό βάρος τους (2,7%), η πολύ υψηλή μεταβολή οδήγησε σε συνεισφορά 0,69 π.μ. στην συνολική ΑΠΑ. Η επίδοση αυτή ευθυγραμμίζεται με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την οικοδομική δραστηριότητα, καθώς τον Αύγουστο 2025 οι εκδοθείσες άδειες αυξήθηκαν κατά 7,8% και ο όγκος κατά 13,3% σε ετήσια βάση, μετά και την προσωρινή επιβράδυνση των αρχών του έτους λόγω της εκκρεμότητας στο ΣτΕ για το επιτρεπόμενο ύψος κτηρίων. Η ανάκαμψη που ακολούθησε αποδίδεται και στην πρόοδο των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων μέσω του ΤΑΑ.
 
Θετική παραμένει η εικόνα στον κλάδο της δημόσιας διοίκησης και άμυνας, υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, εκπαίδευσης και των δραστηριοτήτων σχετικών με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα. Η αύξηση εδώ ήταν 6,7% YoY και αντιστοιχεί στο 15,9% της ΑΠΑ και συνεισέφερε σε αυτή 0,47 π.μ. Η δυναμική αυτή συνδέεται με την αυξημένη δημόσια κατανάλωση, όπως αποτυπώνεται στους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς, αλλά και με τη διεύρυνση της ιδιωτικής παροχής υπηρεσιών. Ενδεικτικά, ο σχετικός επιχειρηματικός κλάδος κατέγραψε τον Ιούλιο 2025 την υψηλότερη ετήσια αύξηση κύκλου εργασιών μεταξύ όλων των τομέων (+19,2% YoY), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
 
Οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες οι οποίες ενισχύθηκαν κατά 5,9% YoY, αντιπροσωπεύουν το 5,1% της ΑΠΑ και πρόσθεσαν 0,30 π.μ. Η θετική επίδοση αντανακλά τη βελτίωση των μεγεθών του τραπεζικού συστήματος, όπως καταγράφεται στα στοιχεία της ΤτΕ για το α’ εξάμηνο 2025, με τα καθαρά κέρδη να αυξάνονται σε €2,5 δισεκ., υποστηριζόμενα από υψηλότερα έσοδα από προμήθειες, σταθερά έσοδα από τόκους και περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
 
Ο κλάδος της ενημέρωσης και επικοινωνίας αυξήθηκε κατά 3,3% YoY, έχει βάρος 4,6% και συνεισέφερε 0,15 π.μ. Η επίδοση αυτή αντανακλά τον κύκλο εργασιών του κλάδου που αυξήθηκε τον Ιούλιο κατά 9,7% YoY, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
 
Η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία αυξήθηκαν κατά 3,1% YoY, αποτελούν το 3,7% της ΑΠΑ και συνέβαλαν 0,11 π.μ. Η εικόνα αυτή συνάδει με την άνοδο στις σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπου τον Ιούλιο 2025 ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 2,7% YoY και τον Ιούνιο κατά 15,1% YoY.
 
Ανάλογη δυναμική καταγράφεται στον κλάδο τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας, με αύξηση 2,5% YoY, βάρος 3,7% και συνεισφορά 0,09 π.μ. Ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 7,7% YoY τον Ιούλιο 2025, αντανακλώντας την ενισχυμένη ζήτηση λόγω τουρισμού και εγχώριας κατανάλωσης.
 
Ο ευρύτερος δευτερογενής τομέας («Ορυχεία και λατομεία, μεταποίηση, ενέργεια, παροχή νερού, επεξεργασία λυμάτων, διαχείριση αποβλήτων και εξυγίανση») παρουσίασε άνοδο 1,7% YoY, αντιστοιχεί στο 15,8% της ΑΠΑ και συνέβαλε κατά 0,26 π.μ. Η επίδοση αυτή συνδέεται με τη σταθεροποίηση της μεταποιητικής δραστηριότητας – όπου ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 0,6% YoY τον Ιούλιο – αλλά και με τη μείωση του ενεργειακού κόστους, όπως αποτυπώνεται στη σημαντική πτώση του κύκλου εργασιών στον κλάδο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας (-14,3% YoY).
 
Η διαχείριση ακίνητης περιουσίας κατέγραψε οριακή αύξηση (+0,5% YoY), αντανακλώντας ηπιότερη δραστηριότητα στην αγορά ακινήτων. Η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με την αποκλιμάκωση του ρυθμού αύξησης των τιμών κατοικιών, σύμφωνα με την ΤτΕ, ένδειξη μειωμένης δυναμικής στον κλάδο.
 
Ποσοστό ανεργίας και απασχόληση το γ’ τρίμηνο 2025
 
Το γ’ τρίμηνο. 2025 το μη εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας κατήλθε στο 8,2% από 9,0% το γ’ τρίμηνο. 2024 με τον αριθμό των ανέργων να περιορίζεται κατά 35,2 χιλ. άτομα (στους 393,2 χιλ.) και των απασχολουμένων να αυξάνει κατά 79,0 χιλ. (στους 4.402,9 χιλ.), αλλά υπολείπεται κατά 236,7 χιλ. από το μέγιστο αριθμό τους το γ’ τρίμηνο. 2008 (4.639,6 χιλ.).

Η αύξηση της απασχόλησης συνοδεύτηκε και από αύξηση των συνολικών αμοιβών της εξαρτημένης εργασίας. Ως προς αυτό σημειώνεται ότι το γ’ τρίμηνο. 2025 το ΑΕΠ με βάση την προσέγγιση του εισοδήματος παρουσιάζει ετήσια αύξηση €3,1 δισεκ. (στα €62,5 δισεκ.), με τη μισή αύξηση (€1,53 δισεκ.) να προέρχεται από την άνοδο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας. Τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην άνοδο των αμοιβών έχουν οι κλάδοι Χονδρικού-Λιανικού εμπορίου-Μεταφοράς-Αποθήκευσης-Τουρισμού (+€502 εκατ.), Δημόσιας διοίκησης-Άμυνας-Κοινωνικής ασφάλισης-Εκπαίδευσης-Υγείας-Κοινωνικής μέριμνας (+236 εκατ.) και Επαγγελματικών-Επιστημονικών-Τεχνικών-Διοικητικών-Υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (+€219 εκατ.).
 
Με βάση το φύλο, τόσο στους άνδρες (6,2% από 7,0%, -0,8 π.μ.) όσο και στις γυναίκες (10,6% από 11,5%, -0,9 π.μ.) το ποσοστό ανεργίας παρουσιάζεται μειωμένο, ωστόσο το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας των γυναικών καθώς και των νέων ηλικίας 20-24 ετών (46,0% και 51,2% αντίστοιχα) παραμένουν χαμηλότερα από το εθνικό ποσοστό (53,3%).

Ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων που από το δ’ τρίμηνο 2023 βρίσκεται κάτω από τους 300,0 χιλ., περιορίστηκε περαιτέρω σε ετήσια βάση το γ’ τρίμηνο 2025 κατά 11,2 χιλ. (στους 230,8 χιλ.) αλλά το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας αυξήθηκε στο 58,7% από 56,5% ένα έτος νωρίτερα. Με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας εντοπίζεται στους κατόχους Διδακτορικού/Μεταπτυχιακού (5,1% από 7,5%) και το υψηλότερο σε άτομα που παρακολούθησαν μερικές τάξεις Δημοτικού/Δεν πήγαν καθόλου σχολείο (16,8% από 20,0%). Σημειώνεται πως σε τρεις κατηγορίες (πτυχίο ανώτατων σχολών, απολυτήριο Γυμνασίου, απολυτήριο Δημοτικού) το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε (στο 7,6%, 9,7% και 12,4%, αντίστοιχα) και στις υπόλοιπες τέσσερις μειώθηκε.
 
Σε εννέα περιφέρειες (Α. Μακεδονία-Θράκη, Κ. Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Ι. Νησιά, Αττική, Β. Αιγαίο, Ν. Αιγαίο, Κρήτη) η ανεργία μειώθηκε και στις υπόλοιπες τέσσερις αυξήθηκε, με το υψηλότερο ποσοστό να παρουσιάζεται στη Δυτική Μακεδονία (16,5%) και το χαμηλότερο στο Νότιο Αιγαίο (1,9%). Η ισχυρότερη πτώση του εντοπίζεται στα Ιόνια Νησιά (-4,5 π.μ., στο 2,7%) και τη Θεσσαλία (-4,3 π.μ., στο 5,5%) και η μεγαλύτερη άνοδος στη Δυτική Μακεδονία (+5,4 π.μ.).

Σημειώνεται ότι σε πέντε περιφέρειες (Θεσσαλία, Ι. Νησιά, Β. Αιγαίο, Ν. Αιγαίο, Κρήτη) το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο από το εθνικό ποσοστό (8,2%). Η άνοδος της απασχόλησης στο σύνολο της χώρας το γ’ τρίμηνο 2025 προήλθε κυρίως από τους κλάδους των Επαγγελματικών-Επιστημονικών-Τεχνικών δραστηριοτήτων (+42,2 χιλ. στους 318,3 χιλ.), Χονδρικού-Λιανικού εμπορίου (+36,5 χιλ. στους 763,5 χιλ.), Δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης (+23,8 χιλ. στους 475,2 χιλ.), ενώ σημαντική μείωση της απασχόλησης σημειώθηκε στον πρωτογενή τομέα (-83,2 χιλ. στους 385,0 χιλ.).
 
Παραγωγικότητα της εργασίας
 
Βάσει των εποχικά διορθωμένων στοιχείων των εθνικών λογαριασμών, το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο, δηλαδή η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους απασχολούμενων ατόμων, σημείωσε αύξηση το γ’ τρίμηνο 2025 κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,0% σε ετήσια βάση.

Την ίδια περίοδο, το πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, δηλαδή η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ωρών εργασίας, ενισχύθηκε κατά 2,2% σε τριμηνιαία βάση και κατά 2,5% σε ετήσια βάση. Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025, το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο κατέγραψε ετήσια αύξηση κατά 1,2% και το πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας κινήθηκε ανοδικά κατά 3,1%.

Δεδομένων των τρεχουσών αρνητικών δημογραφικών τάσεων της Ελλάδας και των περιορισμών σε ό,τι αφορά την περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας (μεταρρυθμίσεις και παραγωγικές επενδύσεις) καθίσταται επιβεβλημένη έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς και τα επόμενα χρόνια. Όπως παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 6, το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 ήταν χαμηλότερο από την κορυφή του β’ τριμήνου 2007 κατά 21,7% (κατά 15,0% σε όρους ωρών εργασίας).
 
Συμπεράσματα
 
Συμπερασματικά, η ελληνική οικονομία συνεχίζεται να υπεραποδίδει σε όρους ανάπτυξης από την λοιπή Ευρωζώνη, έστω και ηπιότερα σε σχέση με παρελθόντα τρίμηνα. Η ανάπτυξη εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, γεγονός που παρεμποδίζει την αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης και άρα τη διαθεσιμότητα πόρων για επενδύσεις.

Παρά ταύτα, σε αυτό το τρίμηνο αντλούνται συνεισφορές και από τις επενδύσεις, που ωφελούνται από την πρόοδο της υλοποίησης του ΤΑΑ. Αν και αυτό επιτρέπει την επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης πέριξ του 2% για το σύνολο του έτους, τονίζει ωστόσο την ανάγκη βελτιστοποίησης της διάθεσης αυτών των πόρων σε χρήσεις που τονώνουν τον σχηματισμό κεφαλαίου, την παραγωγική και τεχνολογική ανασυγκρότηση της χώρας. Επιπλέον, είναι σημαντικό να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που θα επιτρέψουν τη συνέχιση υγιών ρυθμών ανάπτυξης και μετά τη λήξη του ΤΑΑ.
 
www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης