Αναλύσεις

Τράπεζα της Ελλάδος: Στο 1,6% η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017

Τράπεζα της Ελλάδος: Στο 1,6% η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017
Η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία.
Στο 1,6% αναμένεται, σύμφωνα με την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2016, μετά από τη σταθεροποίηση του 2016.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση, η ανοδική τάση του β’ και γ’ τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ’ τρίμηνο.
Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017 από 2,5% σε 1,6%.
Οι λόγοι της υποχώρησης της αναπτυξιακής δυναμικής κατά το δ’ τρίμηνο θα πρέπει να αναζητηθούν στη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων.
Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική πρόβλεψη.
Παρ’ όλα αυτά, το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε αύξηση του ΑΕΠ και πτώση της ανεργίας.
Παρά τη χειροτέρευση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες.
Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν και οι θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Επισημαίνεται κατ’ αρχάς η προς τα άνω αναθεώρηση των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την πορεία των οικονομικών μεγεθών στη ζώνη του ευρώ.
Σημαντική είναι εξάλλου και η άμβλυνση της αβεβαιότητας για το μέλλον της ευρωζώνης, μετά τις ενδείξεις (από τις εκλογές στην Ολλανδία και κυρίως στη Γαλλία) ότι αναχαιτίζεται το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού και ενισχύονται οι προοπτικές για τη συνοχή της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ.
Στο εσωτερικό, υπό την προϋπόθεση ότι επιταχύνεται η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, θετικοί παράγοντες είναι:
― Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, που αναμένεται να βελτιώσει το οικονομικό κλίμα.
― Η αύξηση της απασχόλησης, ταχύτερη από την άνοδο της παραγωγής, η οποία αναμένεται να προκαλέσει ήπια ανάκαμψη του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης.
― Η άνοδος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, που προβλέπεται να συνεχιστεί, καθώς το διεθνές περιβάλλον αναμένεται θετικό και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια.
― Τέλος, η υπεραπόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016 αφήνει δημοσιονομικό χώρο για παρεμβάσεις που στηρίζουν την ανάπτυξη, όπως αύξηση των δημόσιων επενδυτικών δαπανών ή φορολογικές ελαφρύνσεις.
Οι τιμές, όπως καταγράφονται από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, σταθεροποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2016.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός τους πρώτους μήνες του 2017 πέρασε σε θετικό έδαφος, αντανακλώντας την ανοδική πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου, αλλά και τις αυξήσεις στην έμμεση φορολογία.
Η επίδραση των δύο αυτών παραγόντων εκτιμάται ότι θα διατηρήσει τον εναρμονισμένο πληθωρισμό σε θετικό έδαφος σε όλη τη διάρκεια του 2017.

Σε πορεία σταθεροποίησης το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

H σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης το 2016 μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και οι βελτιωτικές τροποποιήσεις των κεφαλαιακών περιορισμών συνέβαλαν στην καταγραφή εισροών καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ιδίως εκ μέρους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Συνολικά την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δηλαδή μεταξύ Ιουνίου 2016 και Απριλίου 2017, οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 3,5 δισεκ. ευρώ, με αποτέλεσμα το αντίστοιχο υπόλοιπο να διαμορφωθεί τον Απρίλιο του 2017 σε 119 δισεκ. ευρώ.
Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους πραγματοποιήθηκαν εκροές καταθέσεων, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που σχετίζεται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Το 2016 και στις αρχές του 2017 όλα τα τραπεζικά επιτόκια υποχώρησαν σε πραγματικούς όρους.
Σε ονομαστικούς όρους, ωστόσο, τα επιτόκια καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης αυξήθηκαν ελαφρά, εξέλιξη που είναι συνεπής με τη συνεχιζόμενη διεύρυνση του περιθωρίου διαμεσολάβησης λόγω των επισφαλειών, την
ίδια στιγμή που το κόστος δανεισμού για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις υποχωρεί.
Παράλληλα, η πιστωτική συστολή φαίνεται να φθάνει στο τέλος της όσον αφορά την τραπεζική χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ενώ και ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά κοντεύει να μηδενιστεί.
Στη διάρκεια του 2016 και στις αρχές του 2017 οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά σε σημαντικό βαθμό και των εταιρικών ομολόγων, ακολούθησαν γενικά καθοδική πορεία, παρά τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων.
Αντιστοίχως, ανοδική είναι η τάση που ακολουθούν τους τελευταίους τρεις μήνες οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Στις 8 Ιουνίου 2017 το ανώτατο όριο παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες διαμορφώθηκε στο ποσό των 44,2 δισεκ. ευρώ, έναντι 50,7 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2016.
Η μείωση του ανώτατου ορίου αντανακλά τις θετικές εξελίξεις στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, λαμβανομένων υπόψη των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα.

Το τραπεζικό σύστημα κατέγραψε κέρδη προ φόρων

Οι εξελίξεις όσον αφορά τα αποτελέσματα και την εν γένει ευρωστία των τραπεζών υπήρξαν ευνοϊκές.
Το 2016 οι εγχώριες τράπεζες κατέγραψαν κέρδη προ φόρων, σε σύγκριση με ζημίες κατά τις αμέσως προηγούμενες χρονιές, ενώ μειώθηκε ελαφρώς το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα των τραπεζών ενισχύθηκαν.
Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα εμφάνισαν σημαντική αύξηση, λόγω ευνοϊκών εξελίξεων τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και σε εκείνο των εξόδων.
Σε αυτό συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, η σημαντική αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων και η μείωση της προσφυγής των πιστωτικών ιδρυμάτων στην έκτακτη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος, που είχαν ως συνέπεια τη μείωση των εξόδων για τόκους.
Επίσης, η αυξημένη χρήση των τερματικών αποδοχής καρτών και η αποπληρωμή μέρους των ομολόγων του Πυλώνα ΙΙ του ν. 3723/2008 ενίσχυσαν τα καθαρά έσοδα από προμήθειες.
Τέλος, θετική επίδραση είχαν η καταγραφή έκτακτων κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις και η συγκράτηση του λειτουργικού κόστους.
Μετά από αρκετές ζημιογόνες χρήσεις, οι τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη πριν από φόρους (39 εκατ. ευρώ) κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης των προβλέψεων έναντι επισφαλών απαιτήσεων.
Ωστόσο, τα συνολικά αποτελέσματα επηρεάστηκαν από ζημίες, οι οποίες αφορούσαν κυρίως αποεπένδυση των ελληνικών τραπεζών από θυγατρικές του εξωτερικού.

Μικρή υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων

Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων του συνόλου των τραπεζών εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, καθώς υπήρξαν σχετικά δείγματα βελτίωσης μετά το α’ τρίμηνο του 2016.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε, σε επίπεδο τραπεζών, σε περίπου 106 δισεκ. ευρώ (2015: 108 δισεκ. ευρώ).
Η βελτίωση αυτή ήταν αποτέλεσμα αφενός διαγραφών δανείων και αφετέρου του γεγονότος ότι κάποιες πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση άρχισαν και πάλι, μετά από αναδιάρθρωση της οφειλής, να εξυπηρετούνται, αντισταθμίζοντας έτσι, σε συνδυασμό με τις αποπληρωμές δανείων και τις εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε περαιτέρω υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κυρίως λόγω διαγραφών δανείων (ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο), τα οποία διαμορφώθηκαν σε 105,1 δισεκ. ευρώ ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων.
Ανά κατηγορία δανείων, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 42,2% για τα στεγαστικά δάνεια, 45,0% για τα επιχειρηματικά και 54,2% για τα καταναλωτικά δάνεια.
Ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάλυση, την καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (25,9%) και τη χειρότερη τα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (68,3%) και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (60,7%).
Ειδικότερα όσον αφορά τις ενέργειες εκ μέρους των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, διαπιστώνεται διεύρυνση της προσφυγής σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (για παράδειγμα, επιμήκυνση της αποπληρωμής ή/και μείωση του επιτοκίου) και γενικότερα οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο προς την εκπλήρωση των τεθέντων επιχειρησιακών στόχων, ιδίως για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων.
Ανησυχητικό είναι ωστόσο το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου) εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση.
Το πρώτο τρίμηνο του 2017, ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων
(cure rate).
Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Εντούτοις, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο.
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, φθάνοντας στο 49,1% το Μάρτιο του 2017, από 49,7% το Δεκέμβριο του 2016.
Εφόσον όμως προστεθεί στις προβλέψεις και η αποτίμηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων, το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%.
Συνολικά, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα.
Από την άλλη πλευρά, ενισχυτικά για τη δυνατότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία λειτουργεί το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους διατηρούνται υψηλοί.
Ειδικότερα, το Δεκέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 16,9% (Δεκέμβριος 2015: 16,2%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%).
Η υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και η επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ το 2017 θα συμβάλουν στην περαιτέρω ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, η οποία, σε συνδυασμό με τη δρομολογηθείσα χαλάρωση των περιορισμών, θα υποβοηθήσει την επιστροφή και άλλων καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και σε υποχώρηση του κόστους χρηματοδότησης.
Οι προαναφερθείσες αναμενόμενες εξελίξεις θα συμβάλουν σε ενίσχυση της προσφοράς και της ζήτησης τραπεζικής χρηματοδότησης.

Άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων

Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιβλήθηκαν το 2015 για να ανακόψουν τις ισχυρές τάσεις φυγής κεφαλαίων, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε τότε.
Ήταν ένα αναγκαίο μέτρο άμεσης παρέμβασης για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Έκτοτε, και στο βαθμό που περιοριζόταν η αβεβαιότητα, χαλάρωσαν σταδιακά για να διευκολύνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Οι περιορισμοί είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οποίες πρέπει να αποτιμηθούν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους εταίρους, έχει αναλάβει τη δέσμευση να εκτιμήσει τις επιπτώσεις αυτές και η σχετική μελέτη είναι υπό εκπόνηση.
Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα.
Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.
Είναι συνεπώς απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία που θα καταλήξει στην άρση όλων των περιορισμών.
Οι κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συντονίζονται με τις βελτιώσεις του κλίματος και τη βαθμιαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα.

Προϋποθέσεις για τη μετάβαση στην ανάπτυξη

Παρά τις θετικές αλλαγές που έχουν επισημανθεί, η μεγάλη και παρατεταμένη ύφεση των τελευταίων ετών και η μείωση των επενδύσεων έχουν κληροδοτήσει στην ελληνική οικονομία τρία μείζονα προβλήματα:
• Την υψηλή ανεργία και ιδιαίτερα τη μακροχρόνια ανεργία που καταστρέφει το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Σ’ αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η μετανάστευση μεγάλου αριθμού νέων με υψηλές δεξιότητες, που έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητες.
• Το μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που εμποδίζει τις τράπεζες να στηρίξουν δυναμικά την ανάπτυξη με νέες δανειοδοτήσεις και δυσχεραίνει την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του.
• Την αύξηση του δημόσιου χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ, σε μη διατηρήσιμο επίπεδο.
Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών θα πρέπει να είναι τώρα άμεση προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής για να επανέλθει η οικονομία σε διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα:

Η ανάπτυξη μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας

Την τελευταία επταετία έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν το θεσμικό περιβάλλον και καθιστούν την Ελλάδα πιο ελκυστικό προορισμό ξένων επενδύσεων.
Από την άλλη πλευρά όμως, οι μεγάλες περίοδοι αβεβαιότητας και οι εκκρεμότητες που παραμένουν δρουν ανασταλτικά.
Τα εμπόδια αυτά πρέπει να αρθούν.
Για να αλλάξει η ελληνική οικονομία και να προσανατολιστεί σε ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας, είναι αναγκαία μία σταθερή και συνεπής αναπτυξιακή πολιτική με τα εξής κύρια στοιχεία:
• Άμεση εφαρμογή ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη.
Η αυξημένη έμφαση στη φορολογία μέσω υψηλών φορολογικών συντελεστών πρέπει να μετριαστεί υπέρ πολιτικών οι οποίες επικεντρώνονται στη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων και των εισφορών.
• Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων με χρήση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
• Ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης, μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
Υπενθυμίζεται ότι η μείωση του δημόσιου χρέους επιτυγχάνεται με χαμηλότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος μέσω κάθε είδους ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της ακίνητης δημόσιας περιουσίας παρά με αύξηση της φορολογίας και μείωση των κοινωνικών παροχών.
• Δραστικός περιορισμός των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και των γραφειοκρατικών δυσκαμψιών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Σημειώνεται ότι η βραδύτητα της δικαιοσύνης και οι γραφειοκρατικές εμπλοκές συνιστούν σήμερα από τα μεγαλύτερα προσκόμματα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
• Μεταρρυθμίσεις στις αγορές ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών, και άνοιγμα των επαγγελμάτων που παραμένουν κλειστά, με άμεσο στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
• Ειδικότερα για την απασχόληση, απαιτούνται πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και θα ενθαρρύνουν τη νέα επιχειρηματικότητα.
Αυτό θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των εργαζομένων με υψηλές δεξιότητες και θα διευκολύνει την παλιννόστηση επιστημόνων, ερευνητών και στελεχών που σήμερα δραστηριοποιούνται εκτός Ελλάδος.
Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται η ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ώστε να προωθηθεί η καινοτομία, προϋπόθεση για τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.

Ελάφρυνση του χρέους

Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου αναγνωρίστηκε ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της συμφωνίας και δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος (μετάθεση τοκοχρεολυσίων από 0 έως 15 χρόνια).
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι τα μέτρα αυτά, με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις και προβλέψεις, είναι αναγκαία για να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο.
Έχει επίσης διατυπώσει συγκεκριμένες προτάσεις για μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους με βάση την ακόλουθη λογική που προκύπτει από τη μελέτη βιωσιμότητας: Όταν το χρέος υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ, μέτρα που μεταθέτουν τη δαπάνη πληρωμής τόκων στο μέλλον βελτιώνουν ταχύτερα τη σχέση χρέους/ΑΕΠ από ό,τι η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Με αυτή τη λογική, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει την κεφαλαιοποίηση των πληρωμών τόκων προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) για την περίοδο 2022-2041 και τη σταδιακή αποπληρωμή τους εντόκως σε ορίζοντα εικοσαετίας (αυτό ισοδυναμεί με μετάθεση των τόκων μεσοσταθμικά κατά 8,5 χρόνια), χωρίς επιπρόσθετο κόστος για τους δανειστές.
Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτό είναι κατ’ αρχάς ικανή συνθήκη για να επιτευχθεί οριακή βιωσιμότητα του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μόνο μέχρι το 2020 και μειωθούν στο 2% του ΑΕΠ από το 2021 και μετά.
Επομένως, οι κατευθύνσεις που δόθηκαν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου για μετάθεση των πληρωμών τόκων και των χρεολυσίων κατά 0 έως 15 χρόνια θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα του χρέους εφόσον τελικά υιοθετηθεί όριο μετάθεσης πάνω από 8,5 χρόνια.
Τα όποια μέτρα για την αναδιάρθρωση του χρέους θα εφαρμοστούν, όπως έχει συμφωνηθεί, μετά το τέλος του προγράμματος.
Είναι ωστόσο αναγκαίο να περιγραφούν σήμερα με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια για να βελτιωθεί το κλίμα που θα διευκολύνει την έξοδο στις αγορές το καλοκαίρι του 2018, ή και νωρίτερα.
Είναι ευθύνη των εταίρων να συμβάλουν πιο αποφασιστικά στο ζήτημα του χρέους για να διευκολυνθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές με βιώσιμους όρους.
Για να επιτευχθεί αυτό, οι αγορές πρέπει να γνωρίζουν εγκαίρως ότι θα ληφθούν μέτρα που θα καταστήσουν το χρέος βιώσιμο.
Η παράταση της εκκρεμότητας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι.

Πηγή: www.bankingnews.gr

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης