Ενέργεια

Aνακατατάξεις στα ενεργειακά φέρνει η ανάφλεξη στο Ισραήλ

Aνακατατάξεις στα ενεργειακά φέρνει η ανάφλεξη στο Ισραήλ
Οι σφοδρές μάχες που ξεκίνησαν το Σάββατο θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιβραδύνουν τον ρυθμό των επενδύσεων σε κοιτάσματα φυσικού αερίου στην περιοχή (Oικονομικός Ταχυδρόμος)
Οι μάχες μεταξύ του Ισραήλ και των μαχητών της Χαμάς θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις φιλοδοξίες του Ισραήλ και της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μεσογείου να γίνει κόμβος για τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη και αλλού.

Αυτές οι φιλοδοξίες ενισχύθηκαν όταν η Chevron, ο αμερικανικός ενεργειακός γίγαντας, απέκτησε μερίδια σε δύο μεγάλα ισραηλινά κοιτάσματα φυσικού αερίου, με την εξαγορά της Noble Energy το 2020 έναντι περίπου 4 δισ. δολαρίων.

Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στα ανοικτά των ακτών του Ισραήλ αντιπροσωπεύουν τώρα περίπου το 70% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, μειώνοντας τη χρήση ρυπογόνου άνθρακα. Το αέριο βοήθησε επίσης το Ισραήλ να μειώσει τη μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας.

Αυτές οι εγκαταστάσεις διαθέτουν αυστηρά μέτρα ασφαλείας, αν και η Ταμάρ, μία από τις πλατφόρμες παραγωγής που λειτουργεί από τη Chevron βρίσκεται μόλις 15 μίλια μακριά από την Ashkelon, μια πόλη στο νότιο Ισραήλ, και θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι ευάλωτη σε επιθέσεις από τη Γάζα.

Κατά τη διάρκεια των μαχών το 2021, η ισραηλινή κυβέρνηση έδωσε εντολή στη Chevron να κλείσει προσωρινά το Ταμάρ.

Η Chevron με ανακοίνωσή της τόνισε ότι «η εταιρεία επικεντρώθηκε στην ασφαλή και αξιόπιστη προμήθεια φυσικού αερίου προς όφελος της ισραηλινής εγχώριας αγοράς και των περιφερειακών πελατών μας». Η εταιρεία παρέπεμψε τα ερωτήματα σχετικά με τη συνέχιση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων στην ισραηλινή κυβέρνηση. Υπογραμμίζεται ότι ο ενεργειακός κολοσσός επεξεργάζεται σχέδια για την επέκταση της παραγωγής σε αυτές τις μονάδες, που ονομάζονται Λεβιάθαν και Ταμάρ, και για την προσθήκη αγωγών που θα βοηθήσουν στην αύξηση των ροών φυσικού αερίου από το Ισραήλ στην Αίγυπτο. Μελετά επίσης μία πλωτή εγκατάσταση για την επεξεργασία υγροποιημένου φυσικού αερίου στα ύδατα του Ισραήλ, ένα έργο που θα κόστιζε αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια. Μαζί με το Ισραήλ, η Chevron δραστηριοποιείται επίσης στην Αίγυπτο, σημαντικό παραγωγό και καταναλωτή φυσικού αερίου, αλλά και στην Κύπρο.

Οι σφοδρές μάχες που ξεκίνησαν το Σάββατο θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιβραδύνουν τον ρυθμό των επενδύσεων σε κοιτάσματα φυσικού αερίου στην περιοχή.

Θα μπορούσε επίσης να παρεμποδίσει τις προσπάθειες του Ισραήλ να προσελκύσει περισσότερες διεθνείς εταιρείες ενέργειας για γεωτρήσεις για φυσικό αέριο.

Τόσο το Ισραήλ όσο και η Παλαιστίνη δεν είναι σημαντικοί παίκτες πετρελαίου, αλλά η σύγκρουση βρίσκεται σε μια ευρύτερη βασική πετρελαιοπαραγωγική περιοχή.

Το Ισραήλ διαθέτει δύο διυλιστήρια πετρελαίου με συνδυασμένη δυναμικότητα σχεδόν 300.000 βαρελιών την ημέρα. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ (EIA), η χώρα «σχεδόν δεν έχει παραγωγή αργού πετρελαίου». Τα παλαιστινιακά εδάφη δεν παράγουν πετρέλαιο, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΙΑ .

Η απειλή του Ορμούζ

Ένα πιθανό χτύπημα αντιποίνων κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ενισχύει τις ανησυχίες για τα στενά του Ορμούζ, τη ζωτικής σημασίας ναυτιλιακή αρτηρία την οποία η Τεχεράνη έχει απειλήσει στο παρελθόν ότι θα κλείσει.

Υπάρχει επίσης, η προοπτική οι ΗΠΑ να επιβάλλουν εκ νέου περιορισμούς στην εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου.

Ο κίνδυνος πάντως, κλιμακώνεται καθώς τα παγκόσμια αποθέματα αργού εξαντλούνται εξαιτίας των απότομων περικοπών της παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία, οι οποίες εκτίναξαν προς στιγμήν τις τιμές του Brent μια ανάσα από τα 100 δολάρια το βαρέλι.

Μέρες του 1973

Η επίθεση έρχεται σχεδόν 50 χρόνια μετά το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου, όταν η Σαουδική Αραβία και άλλοι παραγωγοί του ΟΠΕΚ έκλεισαν τις στρόφιγγες προς τη δύση στον απόηχο του πολέμου του Γιομ Κιπούρ το 1973.

Κανείς δεν περιμένει από το Ριάντ – το οποίο διαπραγματευόταν με την Ουάσιγκτον για την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ – να κλείσει τώρα τις στρόφιγγες σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους Παλαιστίνιους. Στη χειρότερη περίπτωση, η σύγκρουση μπορεί να εκτροχιάσει τις συνομιλίες ομαλοποίησης και να αποτρέψει τυχόν πρόσθετες ροές πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία.

Ωστόσο η αγορά πετρελαίου δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά της που είχε πριν από τον Οκτώβριο του 1973. Τότε, η ζήτηση πετρελαίου ήταν ραγδαία και ο κόσμος είχε εξαντλήσει όλη την εφεδρική παραγωγική του ικανότητα. Σήμερα, η αύξηση της κατανάλωσης έχει συγκρατηθεί και είναι πιθανό να επιβραδυνθεί περαιτέρω, καθώς τα ηλεκτρικά οχήματα γίνονται πραγματικότητα. Επιπλέον, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα διαθέτουν σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, την οποία χρησιμοποιούν για να περιορίσουν τις τιμές ,αν το επιλέξουν.

Διαβεβαιώσεις

Ο υπουργός Ενέργειας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, βασικό μέλος του ΟΠΕΚ, ήταν ξεκάθαρος την Κυριακή ότι η σύγκρουση δεν θα επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων της ομάδας.

«Δεν ασχολούμαστε με την πολιτική. Αποφασίζουμε με βάση την προσφορά και τη ζήτηση και δεν εξετάζουμε τι έχει κάνει κάθε χώρα», δήλωσε ο υπουργός Ενέργειας Σουχάιλ Αλ Μαζρουέι στους δημοσιογράφους στο Ριάντ.

Από την πλευρά του, το Ιράν, επίσης μέλος του ΟΠΕΚ, έχει εκφράσει την υποστήριξή του στην παλαιστινιακή επίθεση.

Το ιρανικό πετρέλαιο γίνεται όλο και πιο σημαντικό για την αγορά καθώς οι εξαγωγές της χώρας έχουν ανακάμψει σε υψηλό πενταετίας.

Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης