Δύο χρόνια μετά, μια παρ’ ολίγον συνάντηση, ακυρωμένη αυτή τη φορά από τον Erdogan, φέρνει τον Μητσοτάκη αλλά και συνολικότερα την ελληνική διπλωματία αντιμέτωπους με διλήμματα τα οποία δεν μπορεί να έχουν καθόλου εύκολες απαντήσεις
Ορόσημα για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι τα τελευταία χρόνια οι ετήσιες Γενικές Συνελεύσεις του ΟΗΕ.
Μετά την πρόσφατη ακύρωση, από την τουρκική πλευρά, του προγραμματισμένου ραντεβού ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, πολλοί φοβούνται ότι ανοίγει ένας νέος γύρος αντιπαράθεσης μεταξύ των δυο κρατών, καθώς τα ακανθώδη ζητήματα που απασχολούν τις γειτονικές χώρες παραμένουν σε εκκρεμότητα, ενώ δεν διαφαίνεται στον άμεσο όριζοντα προοπτική επίλυσης ή έστω διευθέτησης.
Σύμφωνα με την Καθημερινή , η ελληνική διπλωματία έρχεται τώρα αντιμέτωπη με διλήμματα τα οποία δεν μπορεί να έχουν καθόλου εύκολες απαντήσεις.
Κατ’ αρχάς, τι μέλλει γενέσθαι με τη διαδικασία των ελληνοτουρκικών επαφών; Όπως φαίνεται, το αναβεβλημένο άνω της μιας φοράς Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας δεν πρόκειται να γίνει σύντομα, αν και οι υπόλοιπες επαφές (μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, θετική ατζέντα, πολιτικός διάλογος) θα συνεχιστούν. Ειδικά ως προς τον πολιτικό διάλογο, έμπειροι παρατηρητές διερωτώνται πώς θα συνεχιστεί αν δεν υπάρξει κάποιο ουσιαστικό έδαφος. Ο δίαυλος ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν προφανώς παραμένει ενεργός, άλλωστε οι δύο άνδρες συνομίλησαν ατύπως και στη Νέα Υόρκη. Τίθεται, ωστόσο, ερώτημα αν χρειάζεται τα ζητήματα να προσεγγιστούν από κάποια άλλη οπτική γωνία.
Η ανάγκη για «ήρεμα νερά» παραμένει, αλλά πλέον έχει γίνει ορατό ακόμα και από τους πιο καλόπιστους υποστηρικτές τής μετά το 2023 προσέγγισης με την Τουρκία ότι από τη στιγμή που δεν έχει δημιουργηθεί έδαφος για την επίλυση προβλημάτων, η Ελλάδα δεν κερδίζει κάτι, πέρα από κάποιους ευχαριστημένους νησιώτες λόγω της τουριστικής βίζας. Αντιθέτως, η επιμήκυνση αυτής της άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος διαδικασίας επιτρέπει στον κ. Ερντογάν να επιτυγχάνει τον βασικό στόχο του, δηλαδή να προβάλλει την Τουρκία ως πυλώνα σταθερότητας και συνεργασίας με τη Δύση, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ είτε πολύ περισσότερο για την Ε.Ε.
Εν ολίγοις η Αθήνα εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε «ήρεμα νερά», χωρίς να έχει κατορθώσει, έστω, να αποσπάσει από την Άγκυρα υποσχέσεις για επίλυση κάποιων ζητημάτων.
Και επ’ αυτού προκύπτει το ερώτημα αν η κατάργηση των διερευνητικών επαφών, που τουλάχιστον μπορούσαν να εξετάσουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες διαφορές (χωρικά ύδατα), υπηρέτησε τελικά τον σκοπό της, μια και αντικαταστάθηκε από μια διαδικασία πολιτικού διαλόγου, όπου συζητούνται κυριολεκτικά τα πάντα.
Ενώ οι διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περιπέσει σε αυτό το τέλμα, αποτελεί ερώτημα αν καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπάρχει περίπτωση η κυβέρνηση του κ. Τραμπ να ασχοληθεί, στο πλαίσιο των αποστολών «συμφιλίωσης» που έχει αναλάβει ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανά την υφήλιο. Το γεγονός ότι σύντομα φθάνει στην Αθήνα η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, πρόσωπο εμπιστοσύνης του κ. Τραμπ, και την ίδια στιγμή τα αμερικανικά συμφέροντα στην Τουρκία εκπροσωπεί ένας στενός προσωπικός φίλος του, ο Τομ Μπάρακ, μπορεί να δημιουργήσει κάποια κινητικότητα, αν και είναι απολύτως σαφές ότι υπάρχουν άλλες προτεραιότητες.
Στην Αθήνα παρακολούθησαν τη συνάντηση των κ. Τραμπ και Ερντογάν με εύλογο ενδιαφέρον και αντιλήφθηκαν ότι η καλή προσωπική χημεία ανάμεσα στους δύο άνδρες παραμένει η βασική συγκολλητική ουσία των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων σε αυτή τη φάση. Δεν πέρασε, βεβαίως, απαρατήρητο ότι από τα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα, το μοναδικό που αναφέρθηκε δημόσια τόσο από τον κ. Τραμπ όσο και από τον κ. Ερντογάν ήταν το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Κάτι που, βεβαίως, οφείλεται στην –προ ολίγων ημερών– επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στην Ουάσιγκτον, αλλά και στην έντονη κινητικότητα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Ο σεβασμός στο πρόσωπο του κ.κ. Βαρθολομαίου από το περιβάλλον του κ. Τραμπ ήταν ορατός σε κάθε συζήτηση που είχαν όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Τούρκοι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον.
Το χρονικό της ακύρωσης του ραντεβού
Η συνάντηση των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν είχε προγραμματιστεί να γίνει την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου στις 21.00 ώρα Ελλάδος (14.00 τοπική). Ηδη, άνω των 24 ωρών πριν από τη συνάντηση, ο Λευκός Οίκος είχε ανακοινώσει πρωτοβουλία του κ. Τραμπ για μια μίνι διάσκεψη ανάμεσα στον πρόεδρο των ΗΠΑ και μουσουλμάνους ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο κ. Ερντογάν, στις 21.30 ώρα Ελλάδος, δηλαδή μισή ώρα μετά την προγραμματισμένη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη.
Δεδομένου ότι προηγούνται συνεννοήσεις για αυτές τις διασκέψεις, είναι απολύτως σαφές ότι το επιτελείο του κ. Ερντογάν γνώριζε πως η διάσκεψη αυτή καθιστούσε χρονικά ανέφικτη τη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, το τηλεφώνημα για το αίτημα αναβολής της συνάντησης δεν ήρθε παρά την ίδια ημέρα, περίπου τέσσερις ώρες νωρίτερα, δηλαδή περί τις 17.00 ώρα Ελλάδος, όταν για την αδυναμία του κ. Ερντογάν να είναι παρών ενημέρωσε ο διπλωματικός σύμβουλός του Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς, τον ομόλογό του Μίλτωνα Νικολαΐδη. Στην ελληνική πλευρά επικράτησε αιφνιδιασμός, καθώς αναμενόταν ίσως μετακίνηση λίγο νωρίτερα, αλλά όχι ακύρωση του ραντεβού.
Σύμφωνα με άριστα πληροφορημένες πηγές, λίγο μετά το αίτημα της αναβολής, και συγκεκριμένα περί τις 19.00 ώρα Ελλάδος, η ελληνική πλευρά επανήλθε προτείνοντας ως εναλλακτικές λύσεις μιας σύντομης –έστω– συνάντησης «δύο ανοίγματα» που μπορούσε να έχει την επόμενη ημέρα στο πρόγραμμά του ο κ. Μητσοτάκης.
Ευθύς εξαρχής το εγχείρημα ήταν δύσκολο, καθώς ο κ. Ερντογάν είχε προγραμματίσει να πετάξει την επόμενη ημέρα για την Ουάσιγκτον, προκειμένου να συναντηθεί με τον κ. Τραμπ.
Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 23ης Σεπτεμβρίου, έπειτα δηλαδή από σχεδόν έξι ώρες αναμονής, ο πρωθυπουργός έδινε το πράσινο φως να γνωστοποιηθεί ότι δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί χρόνος επαναπροσδιορισμού του ραντεβού.
www.worldenergynews.gr
Μετά την πρόσφατη ακύρωση, από την τουρκική πλευρά, του προγραμματισμένου ραντεβού ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, πολλοί φοβούνται ότι ανοίγει ένας νέος γύρος αντιπαράθεσης μεταξύ των δυο κρατών, καθώς τα ακανθώδη ζητήματα που απασχολούν τις γειτονικές χώρες παραμένουν σε εκκρεμότητα, ενώ δεν διαφαίνεται στον άμεσο όριζοντα προοπτική επίλυσης ή έστω διευθέτησης.
Σύμφωνα με την Καθημερινή , η ελληνική διπλωματία έρχεται τώρα αντιμέτωπη με διλήμματα τα οποία δεν μπορεί να έχουν καθόλου εύκολες απαντήσεις.
Κατ’ αρχάς, τι μέλλει γενέσθαι με τη διαδικασία των ελληνοτουρκικών επαφών; Όπως φαίνεται, το αναβεβλημένο άνω της μιας φοράς Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας δεν πρόκειται να γίνει σύντομα, αν και οι υπόλοιπες επαφές (μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, θετική ατζέντα, πολιτικός διάλογος) θα συνεχιστούν. Ειδικά ως προς τον πολιτικό διάλογο, έμπειροι παρατηρητές διερωτώνται πώς θα συνεχιστεί αν δεν υπάρξει κάποιο ουσιαστικό έδαφος. Ο δίαυλος ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν προφανώς παραμένει ενεργός, άλλωστε οι δύο άνδρες συνομίλησαν ατύπως και στη Νέα Υόρκη. Τίθεται, ωστόσο, ερώτημα αν χρειάζεται τα ζητήματα να προσεγγιστούν από κάποια άλλη οπτική γωνία.
Η ανάγκη για «ήρεμα νερά» παραμένει, αλλά πλέον έχει γίνει ορατό ακόμα και από τους πιο καλόπιστους υποστηρικτές τής μετά το 2023 προσέγγισης με την Τουρκία ότι από τη στιγμή που δεν έχει δημιουργηθεί έδαφος για την επίλυση προβλημάτων, η Ελλάδα δεν κερδίζει κάτι, πέρα από κάποιους ευχαριστημένους νησιώτες λόγω της τουριστικής βίζας. Αντιθέτως, η επιμήκυνση αυτής της άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος διαδικασίας επιτρέπει στον κ. Ερντογάν να επιτυγχάνει τον βασικό στόχο του, δηλαδή να προβάλλει την Τουρκία ως πυλώνα σταθερότητας και συνεργασίας με τη Δύση, είτε πρόκειται για τις ΗΠΑ είτε πολύ περισσότερο για την Ε.Ε.
Εν ολίγοις η Αθήνα εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε «ήρεμα νερά», χωρίς να έχει κατορθώσει, έστω, να αποσπάσει από την Άγκυρα υποσχέσεις για επίλυση κάποιων ζητημάτων.
Και επ’ αυτού προκύπτει το ερώτημα αν η κατάργηση των διερευνητικών επαφών, που τουλάχιστον μπορούσαν να εξετάσουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες διαφορές (χωρικά ύδατα), υπηρέτησε τελικά τον σκοπό της, μια και αντικαταστάθηκε από μια διαδικασία πολιτικού διαλόγου, όπου συζητούνται κυριολεκτικά τα πάντα.
Ενώ οι διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περιπέσει σε αυτό το τέλμα, αποτελεί ερώτημα αν καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπάρχει περίπτωση η κυβέρνηση του κ. Τραμπ να ασχοληθεί, στο πλαίσιο των αποστολών «συμφιλίωσης» που έχει αναλάβει ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανά την υφήλιο. Το γεγονός ότι σύντομα φθάνει στην Αθήνα η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, πρόσωπο εμπιστοσύνης του κ. Τραμπ, και την ίδια στιγμή τα αμερικανικά συμφέροντα στην Τουρκία εκπροσωπεί ένας στενός προσωπικός φίλος του, ο Τομ Μπάρακ, μπορεί να δημιουργήσει κάποια κινητικότητα, αν και είναι απολύτως σαφές ότι υπάρχουν άλλες προτεραιότητες.
Στην Αθήνα παρακολούθησαν τη συνάντηση των κ. Τραμπ και Ερντογάν με εύλογο ενδιαφέρον και αντιλήφθηκαν ότι η καλή προσωπική χημεία ανάμεσα στους δύο άνδρες παραμένει η βασική συγκολλητική ουσία των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων σε αυτή τη φάση. Δεν πέρασε, βεβαίως, απαρατήρητο ότι από τα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα, το μοναδικό που αναφέρθηκε δημόσια τόσο από τον κ. Τραμπ όσο και από τον κ. Ερντογάν ήταν το ενδεχόμενο επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Κάτι που, βεβαίως, οφείλεται στην –προ ολίγων ημερών– επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στην Ουάσιγκτον, αλλά και στην έντονη κινητικότητα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Ο σεβασμός στο πρόσωπο του κ.κ. Βαρθολομαίου από το περιβάλλον του κ. Τραμπ ήταν ορατός σε κάθε συζήτηση που είχαν όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Τούρκοι αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον.
Το χρονικό της ακύρωσης του ραντεβού
Η συνάντηση των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν είχε προγραμματιστεί να γίνει την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου στις 21.00 ώρα Ελλάδος (14.00 τοπική). Ηδη, άνω των 24 ωρών πριν από τη συνάντηση, ο Λευκός Οίκος είχε ανακοινώσει πρωτοβουλία του κ. Τραμπ για μια μίνι διάσκεψη ανάμεσα στον πρόεδρο των ΗΠΑ και μουσουλμάνους ηγέτες, μεταξύ των οποίων και ο κ. Ερντογάν, στις 21.30 ώρα Ελλάδος, δηλαδή μισή ώρα μετά την προγραμματισμένη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη.
Δεδομένου ότι προηγούνται συνεννοήσεις για αυτές τις διασκέψεις, είναι απολύτως σαφές ότι το επιτελείο του κ. Ερντογάν γνώριζε πως η διάσκεψη αυτή καθιστούσε χρονικά ανέφικτη τη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη. Ωστόσο, το τηλεφώνημα για το αίτημα αναβολής της συνάντησης δεν ήρθε παρά την ίδια ημέρα, περίπου τέσσερις ώρες νωρίτερα, δηλαδή περί τις 17.00 ώρα Ελλάδος, όταν για την αδυναμία του κ. Ερντογάν να είναι παρών ενημέρωσε ο διπλωματικός σύμβουλός του Ακίφ Τσαγατάι Κιλίτς, τον ομόλογό του Μίλτωνα Νικολαΐδη. Στην ελληνική πλευρά επικράτησε αιφνιδιασμός, καθώς αναμενόταν ίσως μετακίνηση λίγο νωρίτερα, αλλά όχι ακύρωση του ραντεβού.
Σύμφωνα με άριστα πληροφορημένες πηγές, λίγο μετά το αίτημα της αναβολής, και συγκεκριμένα περί τις 19.00 ώρα Ελλάδος, η ελληνική πλευρά επανήλθε προτείνοντας ως εναλλακτικές λύσεις μιας σύντομης –έστω– συνάντησης «δύο ανοίγματα» που μπορούσε να έχει την επόμενη ημέρα στο πρόγραμμά του ο κ. Μητσοτάκης.
Ευθύς εξαρχής το εγχείρημα ήταν δύσκολο, καθώς ο κ. Ερντογάν είχε προγραμματίσει να πετάξει την επόμενη ημέρα για την Ουάσιγκτον, προκειμένου να συναντηθεί με τον κ. Τραμπ.
Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 23ης Σεπτεμβρίου, έπειτα δηλαδή από σχεδόν έξι ώρες αναμονής, ο πρωθυπουργός έδινε το πράσινο φως να γνωστοποιηθεί ότι δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί χρόνος επαναπροσδιορισμού του ραντεβού.
www.worldenergynews.gr






