Ενέργεια & Αγορές

Εξαρτημένη από το ρωσικό πετρέλαιο παραμένει η Τουρκία (Oil Price)

Εξαρτημένη από το ρωσικό πετρέλαιο παραμένει η Τουρκία (Oil Price)
Τα στοιχεία εισαγωγών για τον Σεπτέμβριο καταγράφουν ρωσικούς όγκους άνω του μηνιαίου μέσου όρου, φτάνοντας τα 410.000 βαρέλια την ημέρα, παρατείνοντας μια τάση που ξεκίνησε στις αρχές του καλοκαιριού και δεν δείχνει να αναστρέφεται, παρά τις αμερικανικές πιέσεις 
Βρισκόμαστε στα μέσα του φθινοπώρου του 2025 και το ρωσικό αργό πετρέλαιο εξακολουθεί να κυριαρχεί στον εφοδιασμό των τουρκικών διυλιστηρίων, αψηφώντας τόσο τις γεωπολιτικές πιέσεις όσο και τη δυναμική διπλωματία της κυβέρνησης Τραμπ.

Τα στοιχεία εισαγωγών για τον Σεπτέμβριο καταγράφουν ρωσικούς όγκους άνω του μηνιαίου μέσου όρου, φτάνοντας τα 410.000 βαρέλια την ημέρα, παρατείνοντας μια τάση που ξεκίνησε στις αρχές του καλοκαιριού και δεν δείχνει να αναστρέφεται.
 
Στις 25 Σεπτεμβρίου, κατά την πρώτη συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο έπειτα από έξι χρόνια, το θέμα της ενέργειας βρέθηκε στο επίκεντρο.

Πιέσεις των ΗΠΑ

Ο Τραμπ κάλεσε την Άγκυρα να περιορίσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, μια πολιτικά ευαίσθητη έκκληση που διατυπώθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία η εξάρτηση της Τουρκίας από τα ρωσικά φορτία βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο τετραετίας. Ωστόσο, η τουρκική κυβέρνηση απέρριψε γρήγορα κάθε ευθύνη, με τον υπουργό Ενέργειας να δηλώνει πως η προμήθεια αργού πετρελαίου αποτελεί «εμπορική απόφαση των ιδιωτικών εταιρειών διύλισης» και όχι κρατική πολιτική.
 
Τα δύο βασικά τουρκικά διυλιστήρια, η κρατικά ελεγχόμενη Tüpraş και η Star Rafineri που ανήκει στην κρατική εταιρεία Socar του Αζερμπαϊτζάν, αποτελούν τον κορμό του ενεργειακού συστήματος της χώρας και τους κύριους αποδέκτες του ρωσικού πετρελαίου τύπου Ουράλια. Από την έναρξη του καλοκαιριού, οι εισαγωγές από τη Ρωσία διατηρούνται σταθερά γύρω στα 410.000 βαρέλια ημερησίως, σημειώνοντας αύξηση περίπου 20% σε ετήσια βάση.
 
Η εξήγηση δεν βρίσκεται μόνο στο κόστος αλλά και στα τεχνικά χαρακτηριστικά των διυλιστηρίων, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να επεξεργάζονται πιο βαριές και υψηλής περιεκτικότητας σε θείο ποιότητες, όπως το ρωσικό Urals. Αν και υπάρχουν κι άλλες αντίστοιχες ποικιλίες στην αγορά της Μεσογείου, η εξεύρεση ποιοτικού και οικονομικού υποκατάστατου αποδεικνύεται δύσκολη. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από τις πρόσφατες ουκρανικές επιθέσεις με drone κατά ρωσικών διυλιστηρίων, που περιόρισαν την εγχώρια κατανάλωση και ώθησαν μεγαλύτερους όγκους Ουράλια προς εξαγωγή. Οι θαλάσσιες εξαγωγές της Ρωσίας αυξήθηκαν στα 3,4 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα – το υψηλότερο επίπεδο από την άνοιξη του 2024 – με την Τουρκία να απορροφά σημαντικό μέρος των ποσοτήτων. Μόνο την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου, πέντε ρωσικά τάνκερ έφτασαν από την Πριμόρσκ και εκφόρτωσαν σε τουρκικά τερματικά.
 
Μια θεωρητικά ελπιδοφόρα εναλλακτική είναι το ιρακινό πετρέλαιο Kirkuk, ένα βαρύ αργό που επιστρέφει στην αγορά μετά από διετή παύση. Το Ιράκ επανεκκίνησε τις εξαγωγές μέσω του αγωγού Kirkuk–Ceyhan, που πριν την αναστολή του το 2023 μετέφερε 400.000–450.000 βαρέλια ημερησίως. Ωστόσο, οι τρέχοντες σχεδιασμοί περιορίζουν τη ροή στα 190.000 βαρέλια για λογαριασμό της κρατικής εταιρείας SOMO και 50.000 για εσωτερική χρήση στην κουρδική περιφέρεια.

Τι σηματοδοτεί η επιστροφή του Kirkuk
 
Η επιστροφή του Kirkuk συναντά δυσκολίες, κυρίως λόγω τιμολόγησης και ποιότητας. Η SOMO επιδιώκει να το διαθέσει στις επίσημες τιμές, με premium $1,25 το βαρέλι έναντι του Brent για τον Οκτώβριο – μια προσέγγιση που φαίνεται αισιόδοξη, καθώς οι πραγματικές τιμές στις αγορές spot διαμορφώνονται πάνω από $1 κάτω από το Brent. Επιπλέον, η ασταθής ποιότητα του Kirkuk καθιστά το πετρέλαιο αυτό περισσότερο συμπληρωματική παρά υποκατάστατη λύση για τα τουρκικά διυλιστήρια, τα οποία συνεχίζουν να βλέπουν το ρωσικό Urals ως αδιαπραγμάτευτη επιλογή.
 
Το πετρέλαιο Kebco του Καζακστάν, με χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα του ρωσικού Urals, αποτελεί μια πιθανή εναλλακτική για τα τουρκικά διυλιστήρια, καθώς δεν υπόκειται σε κυρώσεις της Ε.Ε. και παρουσιάζει ισχυρή ζήτηση στη Μεσόγειο. Ωστόσο, η δημοφιλία του έχει αντίτιμο: το Kebco διαπραγματεύεται με premium 2,75 δολαρίων το βαρέλι σε σχέση με το Brent, ενώ την ίδια στιγμή το ρωσικό Urals προσφέρεται με έκπτωση περίπου 7 δολαρίων – σύμφωνα με τιμές των αρχών Οκτωβρίου. Η διαφορά στην τιμή καθιστά το ρωσικό πετρέλαιο σχεδόν ακαταμάχητο. Αν και η επανεμφάνιση του ιρακινού Kirkuk μείωσε ελαφρώς το premium του Kebco, οι αναλυτές αποδίδουν τη μεταβολή κυρίως στις προσδοκίες για αύξηση των εξαγωγών Urals παρά στην επιστροφή του Ιράκ στην αγορά. Για τα διυλιστήρια που λειτουργούν με περιορισμένα περιθώρια κέρδους, το ρωσικό αργό εξακολουθεί να προσφέρει την πιο συμφέρουσα λύση – ακόμη και υπό το βάρος πολιτικών κινδύνων.
 
Το τοπίο περιπλέκεται περαιτέρω από την αυξανόμενη παραγωγή πετρελαίου εντός της Τουρκίας. Τα νέα κοιτάσματα ?ehit Esma Çevik (SEC) και ?ehit Aybüke Yalçın (SAY), που ανακοινώθηκαν το 2022 και το 2023 αντίστοιχα, αύξησαν την εθνική παραγωγή από τα 70.000–75.000 βαρέλια ημερησίως στις αρχές του 2023 στα 120.000–125.000 βαρέλια το 2025. Σε αντίθεση με το παραδοσιακό τουρκικό αργό των 12 βαθμών API, υπερβαρέως τύπου, τα νέα κοιτάσματα παράγουν την ελαφρύτερη ποιότητα Gabar, με 40 βαθμούς API, βελτιώνοντας αισθητά την ποιότητα του εγχώριου εφοδιασμού.

H ιδιοτροπία της Τουρκίας
 
Όμως υπάρχει ένα κρίσιμο εμπόδιο: η τουρκική νομοθεσία απαγορεύει τις εξαγωγές εγχώριου πετρελαίου, γεγονός που επιβάλλει την κατανάλωση ολόκληρης της παραγωγής εντός των συνόρων. Δεδομένου ότι τα τουρκικά διυλιστήρια είναι σχεδιασμένα για επεξεργασία βαρύτερων μειγμάτων, το ελαφρύ πετρέλαιο Gabar πρέπει να αναμειγνύεται με βαρύτερες ποιότητες – με την πιο κατάλληλη και διαθέσιμη να παραμένει το ρωσικό Urals. Κατά συνέπεια, η αύξηση της εγχώριας παραγωγής ενισχύει – αντί να μειώνει – την εξάρτηση της Τουρκίας από το ρωσικό αργό.
 
Τα νέα κοιτάσματα ενέχουν και γεωπολιτικές ευαισθησίες, καθώς βρίσκονται στο ασταθές νοτιοανατολικό Κουρδιστάν, περιοχή με μακρά ιστορία εντάσεων και ανταρτοπολέμου. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή παραμένει σταθερή και το πετρέλαιο εντάσσεται στο εγχώριο σύστημα μέσω μιας αναγκαστικής «συμβίωσης» του τουρκικού ελαφρού και του ρωσικού βαρέος αργού. Η τουρκική περίπτωση αποτυπώνει ξεκάθαρα τη σύγκρουση μεταξύ πολιτικών πιέσεων, οικονομικών πραγματικοτήτων και τεχνικών περιορισμών.
 
Οι εκκλήσεις της Ουάσιγκτον για περιορισμό των ρωσικών εισαγωγών μπορεί να έχουν διπλωματική βαρύτητα, ωστόσο προσκρούουν στις πρακτικές ανάγκες των τουρκικών διυλιστηρίων και στο κόστος των διαθέσιμων εναλλακτικών. Είτε πρόκειται για το Ιράκ, είτε για το Καζακστάν, είτε για την ίδια την Τουρκία, οι άλλες επιλογές παραμένουν είτε ακριβές, είτε ανεπαρκείς, είτε ασύμβατες με την υφιστάμενη υποδομή. Έτσι, στις αρχές του φθινοπώρου και με τις ρωσικές εισαγωγές αυξημένες, το ρωσικό πετρέλαιο εξακολουθεί να προσφέρει την καλύτερη αξία ανά βαρέλι. Παρά τη διεθνή πίεση, η Άγκυρα δεν δείχνει καμία βιασύνη να αλλάξει πορεία. Σε έναν κόσμο όπου οι βαριές ποιότητες έχουν το προβάδισμα και η πολιτική είναι ελαφριά, το ρωσικό αργό εξακολουθεί να ταιριάζει καλύτερα στον τουρκικό ενεργειακό σχεδιασμό.
 
www.worldenergynews.gr 

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης