Το LME Week αποτελεί σημείο εκκίνησης για τις επίσημες διαπραγματεύσεις του δ’ τριμήνου όσον αφορά τις τιμές επεξεργασίας και εξευγενισμού (TC/RCs) για τα συμπυκνώματα χαλκού, ενόψει του ετήσιου benchmark για το 2026 – με πρωτοφανή ερωτήματα να πλανώνται γύρω από την αξία, τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα του παραδοσιακού μοντέλου
Η παραδοσιακή μέθοδος καθορισμού του ετήσιου benchmark για τα συμπυκνώματα χαλκού αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση στην ιστορία της, καθώς οι παράγοντες της αγοράς συγκεντρώνονται στο Λονδίνο για την Εβδομάδα Μετάλλων του Χρηματιστηρίου Μετάλλων του Λονδίνου (LME Week), από τις 13 έως τις 17 Οκτωβρίου 2025.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι το φετινό benchmark ενδέχεται να διαμορφωθεί σε αρνητικά επίπεδα για πρώτη φορά, ενώ άλλοι προβλέπουν την ανάδυση επιμέρους περιφερειακών συμφωνιών, λόγω της συνεχιζόμενης στενότητας στην προσφορά.
Το LME Week αποτελεί σημείο εκκίνησης για τις επίσημες διαπραγματεύσεις του δ’ τριμήνου όσον αφορά τις τιμές επεξεργασίας και εξευγενισμού (TC/RCs) για τα συμπυκνώματα χαλκού, ενόψει του ετήσιου benchmark για το 2026 – με πρωτοφανή ερωτήματα να πλανώνται γύρω από την αξία, τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα του παραδοσιακού μοντέλου.
Benchmark σε κρίση: ζωντανό εργαλείο ή απλώς σύμβολο;
Πολλοί παράγοντες της αγοράς θέτουν υπό αμφισβήτηση τη χρησιμότητα του παραδοσιακού συστήματος TC/RCs, καθώς οι spot τιμές στην αγορά έχουν πέσει πολύ χαμηλότερα από τα επίσημα επίπεδα αναφοράς.
Η τεράστια απόκλιση μεταξύ αγοραστών και πωλητών έχει θολώσει την εικόνα για το αν το benchmark μπορεί ακόμη να αντανακλά τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς.
«Το παραδοσιακό benchmark είναι όλο και πιο δύσκολο να εφαρμοστεί σήμερα», δήλωσε πηγή από τον μεταλλευτικό τομέα. «Η δυναμική της αγοράς αλλάζει τόσο γρήγορα, που είναι σχεδόν αδύνατο να συμφωνηθεί ένας σταθερός αριθμός που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές».
Ο ίδιος εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο οι πωλητές θα ακολουθήσουν το benchmark εάν μπορούν να πετύχουν καλύτερους όρους στη spot αγορά.
«Αν το benchmark διαμορφωθεί στο μηδέν ή σε ελαφρώς αρνητικό επίπεδο, όπως -$5 ή -$10 ανά τόνο, πιστεύεις ότι θα το ακολουθήσουν όταν στη spot αγορά μπορούν να πουλήσουν με -$40;», δήλωσε το ίδιο άτομο.
Άλλες φωνές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι το σύστημα θα επιβιώσει, αλλά με συμβολικό πλέον χαρακτήρα. «Το benchmark θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά περισσότερο ως αναφορά – όχι ως λειτουργικό εργαλείο», δήλωσε δεύτερη πηγή.
Αρνητικό benchmark ή θρυμματισμός σε περιφερειακές αγορές;
Με φόντο τις έντονες διαταραχές στην παραγωγή – όπως στα ορυχεία Grasberg (Ινδονησία) και El Teniente (Χιλή) – η αγορά κινείται με αβεβαιότητα. Εκτιμήσεις που είχαν ακουστεί τον Σεπτέμβριο τοποθετούσαν το νέο ετήσιο benchmark μεταξύ μηδενός και θετικών μονοψήφιων τιμών, αλλά οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
Σήμερα, ορισμένοι προβλέπουν τιμές που ενδέχεται να φτάσουν τα -$15 ανά τόνο, μια δραματική μεταβολή από το $21,25 του 2025 και το $80 μόλις δύο χρόνια πριν.
Trader με έδρα την Ευρώπη χαρακτήρισε το επικείμενο benchmark «συμβολικό», εκτιμώντας ότι ελάχιστοι όγκοι θα δεσμευτούν σε αυτή τη βάση.
«Αν το benchmark κλείσει στο μηδέν, αυτό ίσως να είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο», σημείωσε δεύτερος έμπορος.
«Αλλά πραγματικά αναρωτιέμαι πόσοι πωλητές θα ακολουθήσουν αυτή την τιμή, όταν η spot αγορά προσφέρει πολύ χαμηλότερα TC για τους αγοραστές – στις αρνητικές $40 ανά τόνο».
Η συζήτηση στην LME Week 2025 αναμένεται να διαμορφώσει την κατεύθυνση της παγκόσμιας αγοράς χαλκού για το επόμενο έτος, με την επιβίωση των χυτηρίων και τη βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος TC/RC να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής ανάλυσης και διαπραγμάτευσης.
Περιφερειακές πιέσεις αναδιαμορφώνουν το τοπίο
Η ενότητα γύρω από ένα παγκόσμιο σημείο αναφοράς (benchmark) για τα συμπυκνώματα χαλκού τίθεται πλέον σοβαρά υπό αμφισβήτηση, καθώς οι διαφοροποιημένες συμφωνίες μεταξύ μεταλλευτικών εταιρειών και χυτηρίων σε Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Ευρώπη καταδεικνύουν την αυξανόμενη γεωγραφική διάσπαση στην αγορά.
Η συμφωνία μέσης χρονιάς μεταξύ της χιλιανής Antofagasta και χυτηρίων σε Κίνα και Νότια Κορέα στα $0 ανά τόνο για την προμήθεια του 2025 έχει ουσιαστικά θέσει ένα νέο χαμηλό σημείο βάσης για τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, τα ιαπωνικά χυτήρια δεν κατέληξαν σε συμφωνία, ενώ οι Ευρωπαίοι ζητούν διαφορετικούς όρους, γεγονός που φανερώνει τις εντεινόμενες περιφερειακές αποκλίσεις.
Πηγή από τον μεταλλευτικό κλάδο σημείωσε πως οι διαφορές στις τιμές θειικού οξέος ανά περιοχή προσθέτουν ακόμα έναν παράγοντα διαφοροποίησης. Άλλος εκπρόσωπος εξορυκτικής εταιρείας υπογράμμισε ότι, παρά την προφανή πίεση της αγοράς, για την Κίνα οι διαπραγματεύσεις έχουν και πολιτική διάσταση, καθιστώντας δύσκολη την αποδοχή αρνητικών όρων.
«Όλοι όσοι γνωρίζουν καλά την αγορά λένε ότι το benchmark θα έπρεπε να είναι αρνητικό», ανέφερε χαρακτηριστικά πηγή. Έμπορος σημείωσε με βεβαιότητα: «Αν υπάρξει benchmark, που θα υπάρξει, θα είναι αρνητικό.»
Παράλληλα, άλλοι εκφράζουν την ελπίδα ότι το σύστημα του benchmark θα επιβιώσει. «Δεν πιστεύω ότι η Mitsubishi θα αποχωρήσει από το συμβόλαιο», ανέφερε τρίτος έμπορος, τονίζοντας ότι οι εναλλακτικές της spot αγοράς δεν είναι απαραίτητα ευνοϊκότερες.
Σύμφωνα με την Fastmarkets, ο δείκτης TC για συμπυκνώματα χαλκού (cif Ασία-Ειρηνικός) διαμορφώθηκε στις 3 Οκτωβρίου στα -$65,40 ανά τόνο, σημειώνοντας περαιτέρω πτώση από τα -$63,40 της προηγούμενης εβδομάδας.
Ανοίγει ο δρόμος για εναλλακτικούς μηχανισμούς τιμολόγησης
Με την αβεβαιότητα γύρω από το παραδοσιακό benchmark να εντείνεται, αυξάνεται το ενδιαφέρον για εναλλακτικά μοντέλα τιμολόγησης — όπως οι συμβάσεις με σύνδεση σε δείκτες αγοράς και οι βραχυπρόθεσμες συμφωνίες.
Έμπειρη πηγή από εμπορική εταιρεία περιέγραψε το σύστημα benchmark ως «ξεπερασμένο», εκτιμώντας πως η αγορά οδεύει προς πλήρη μετάβαση σε μοντέλο index pricing, μέσω μιας «επίπονης διαδικασίας εξέλιξης».
Οι μεταλλευτικές εταιρείες αναμένεται να επανεξετάσουν την κατανομή παραγωγής μεταξύ ετήσιων συμβολαίων και spot πωλήσεων για το 2026. Μια πηγή εκτίμησε ότι το 70-80% της παραγωγής που πηγαίνει σήμερα σε μακροχρόνιες συμφωνίες σταδιακά μειώνεται υπέρ της spot αγοράς. Παράλληλα, αρκετά χυτήρια αποφεύγουν τη δέσμευση σε τιμές που θεωρούν υπερβολικά χαμηλές, περιμένοντας είτε ευνοϊκότερες spot συνθήκες είτε ένα benchmark που θα τους εξυπηρετεί περισσότερο.
Ωστόσο, εταιρείες διατηρούν προσεκτική στάση ως προς τη διαφοροποίηση πελατών. «Θέλουμε να διατηρούμε μια ευρεία βάση συνεργατών και να αξιολογούμε εμπορικά κάθε κατανομή», δήλωσε πηγή από μεταλλευτική εταιρεία, τονίζοντας ότι οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν κατά την LME Week.
Κίνα: Το κέντρο βάρους της αγοράς – αλλά και το ρίσκο
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν ότι οι Κινέζοι προσφέρουν πλέον τους πιο ανταγωνιστικούς όρους, τόσο σε ναύλα όσο και σε πληρωμές. «Παλιά ήταν πιο εύκολο να διαφοροποιήσεις.
Οι Ιάπωνες και οι Ευρωπαίοι έδιναν καλύτερες πληρωμές. Σήμερα όμως, τα ναύλα προς Κίνα είναι τα πιο φθηνά και οι κινεζικές πληρωμές βελτιώνονται διαρκώς», ανέφερε έμπορος.
Αυτό δημιουργεί πίεση για αυξημένη εξάρτηση από την Κίνα. Ωστόσο, προκύπτει και το ζήτημα του αντισυμβαλλομένου κινδύνου. «Δεν θέλουμε να πουλάμε σε πελάτες που δεν γνωρίζουμε καλά ή που μπορεί να αντιμετωπίσουν οικονομικά προβλήματα. Είμαστε σε αυτόν τον κλάδο μακροπρόθεσμα», υπογράμμισε πηγή από μεταλλευτική εταιρεία.
Καθώς οι ισορροπίες μεταβάλλονται, η LME Week 2025 αναμένεται να καθορίσει όχι μόνο το ύψος του επόμενου benchmark, αλλά και το μέλλον του ίδιου του μηχανισμού. Με την παγκόσμια αγορά να οδεύει προς μεγαλύτερη περιφερειακή διαφοροποίηση και ευελιξία τιμολόγησης, ο χαλκός γίνεται το πεδίο στο οποίο συγκρούονται παραδόσεις, πολιτική και αγοραίες δυνάμεις.
«Ποια χυτήρια θα αντέξουν έως το 2026;» διερωτήθηκε έμπορος του κλάδου, καταδεικνύοντας την αυξανόμενη πίεση που ασκούν οι ετήσιες διαπραγματεύσεις benchmark σε εγκαταστάσεις που ήδη λειτουργούν με ζημίες. Ενώ το benchmark του 2025 παρείχε προσωρινή ανάσα στα χυτήρια, η πιθανότητα ενός νέου σημείου αναφοράς στο μηδέν ή και αρνητικό, κινδυνεύει να αφαιρέσει και αυτή τη στήριξη.
Χυτήρια εκτός Κίνας έχουν ήδη ανακοινώσει μειώσεις δυναμικότητας ή έχουν λάβει κρατική βοήθεια για να παραμείνουν σε λειτουργία, αν και μεγάλες μαζικές παύσεις λειτουργίας δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα. Στην Ιαπωνία, η Mitsubishi Materials ανακοίνωσε τον Αύγουστο ότι θα μειώσει την επεξεργασία συμπυκνωμάτων χαλκού στο Onahama και θα αυξήσει τη χρήση ανακυκλωμένων υλικών για να διατηρήσει την κερδοφορία, ενώ παρόμοια μέτρα έλαβε και η JX Nippon τον Ιούνιο.
«Δεν πρόκειται για διαγωνισμό επιβίωσης, αλλά για διαχείριση ζημιών σε βάθος χρόνου», σχολίασε έμπορος. Άλλη πηγή από χυτήριο τόνισε πως το 2026 διαγράφεται ως ακόμα δυσκολότερη χρονιά, με «καμία βελτίωση στην προμήθεια πρώτων υλών και καμία πραγματική θετική εξέλιξη». Το ερώτημα, πρόσθεσε, είναι αν αυτή η πίεση ωφελεί μακροπρόθεσμα τον κλάδο.
Στην Κίνα, τα χυτήρια ίσως αποφύγουν επίσημες παύσεις λειτουργίας λόγω της ενσωμάτωσής τους σε ευρύτερες αλυσίδες αξίας — καλώδια, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, μεταφορικά μέσα.
Όπως σημείωσε γνώστης του κλάδου, «θα έχει νόημα για κράτη να στηρίξουν τις μονάδες τήξης, προκειμένου να διασφαλίσουν τη λειτουργία της εγχώριας μεταποιητικής αλυσίδας».
Στην Αυστραλία, η Glencore εξασφάλισε χρηματοδοτική στήριξη ύψους 600 εκατ. αυστραλιανών δολαρίων για το χυτήριο χαλκού Mount Isa και το διπλανό διυλιστήριο Townsville, προκειμένου να συνεχίσουν τη λειτουργία τους έως το 2028. Μαζί, οι μονάδες αυτές επεξεργάζονται έως και 300.000 τόνους καθαρού χαλκού ετησίως.
Παράλληλα, πηγές επισημαίνουν ότι εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης, όπως κρατικά δάνεια ή γραμμές χαμηλότοκης πίστωσης, πιθανώς στηρίξουν επιπλέον μονάδες, ιδίως στην Κίνα, όπου «πολλές εγκαταστάσεις έχουν φυσικούς στόχους και όχι οικονομικούς».
Διαταραχές στα ορυχεία εντείνουν την πίεση στην αγορά
Οι πρόσφατες επιχειρησιακές διακοπές σε μεγάλα ορυχεία έχουν επιτείνει τις ελλείψεις στην αγορά συμπυκνωμάτων χαλκού. Το πιο σημαντικό περιστατικό αφορά την κατολίσθηση λάσπης στο Grasberg στην Ινδονησία, ενώ συνεχίζονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις στο Las Bambas στο Περού και το μεταλλείο Cobre Panama παραμένει κλειστό.
Στη Χιλή, το μεταλλείο El Teniente της Codelco αντιμετωπίζει προβλήματα μετά από εργατικό ατύχημα τον Ιούλιο, με την επανεκκίνηση κρίσιμων περιοχών να καθυστερεί. Αν και η εγκατάσταση αποτελείται από διάφορους τομείς που μπορούν να καλύψουν την παραγωγή με χαμηλότερης ποιότητας μετάλλευμα, η φετινή παραγωγή εκτιμάται πως θα είναι μειωμένη.
Στην Αφρική, η Ivanhoe Mines ανακοίνωσε στις 7 Οκτωβρίου ότι το Kamoa-Kakula στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό παρήγαγε 71.266 τόνους χαλκού το τρίτο τρίμηνο, με τις εργασίες αποστράγγισης να έχουν ολοκληρωθεί κατά 20% μετά τη μεγάλη πλημμύρα. Η εταιρεία διατήρησε την εκτίμησή της για συνολική παραγωγή 370.000-420.000 τόνων για το 2025, αναμένοντας υψηλότερης ποιότητας εξόρυξη από τα μέσα Νοεμβρίου.
Το Διεθνές Μελετητικό Οργανισμό Χαλκού (ICSG) αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την παγκόσμια παραγωγή χαλκού από ορυχεία το 2025 σε αύξηση 1,4%, έναντι της πρότερης εκτίμησης για 2,3%, λόγω των σοβαρών επιχειρησιακών διαταραχών στο Grasberg και στο Kamoa. Για το 2026, η παραγωγή συμπυκνωμάτων εκτιμάται πως θα αυξηθεί κατά 2,3%, με τη βοήθεια της σταδιακής ανάκαμψης σε Χιλή, Περού, Ζάμπια και Ινδονησία.
Η ανθεκτικότητα του κλάδου δοκιμάζεται
Το 2026 αναμένεται να είναι καθοριστικό για την παγκόσμια αγορά συμπυκνωμάτων χαλκού. Τα χυτήρια καλούνται να επιβιώσουν υπό την πίεση ιστορικά χαμηλών —ή και αρνητικών— benchmarks, ενώ οι διακοπές στην εξόρυξη συμπιέζουν περαιτέρω την προσφορά. Καθώς η δομή της αγοράς μετασχηματίζεται, η ανάγκη για στήριξη μέσω πολιτικών παρεμβάσεων, εναλλακτικών μοντέλων τιμολόγησης και στρατηγικών συνεργασιών κρίνεται πλέον επιτακτική.
Πιο συνωστισμένες, πιο ακραίες οι αγορές
Η ψαλίδα ανάμεσα στις τιμές αγοράς συμπυκνωμάτων από χυτήρια και εμπόρους διευρύνεται επικίνδυνα, εντείνοντας τους προβληματισμούς για τη βιωσιμότητα της αγοράς. Η διετής εκτίμηση της Fastmarkets για το λεγόμενο counterparty spread μεταξύ χυτηρίων και εμπόρων χαλκού ανήλθε στα $42,85 ανά τόνο στις 3 Οκτωβρίου, το υψηλότερο επίπεδο από τις 27 Ιουνίου, όταν είχε φτάσει τα $43.
Το αυξανόμενο χάσμα συνοδεύεται από μια αξιοσημείωτη αλλαγή στο προφίλ των αγοραστών. Εταιρείες εμπορίας πετρελαίου και φυσικού αερίου όπως οι Mercuria, Vitol και Gunvor έχουν εισέλθει δυναμικά στην αγορά συμπυκνωμάτων χαλκού, υιοθετώντας επιθετικές στρατηγικές προσφορών. «Ο χώρος γεμίζει επικίνδυνα», ανέφερε χαρακτηριστικά πηγή από μεταλλευτική εταιρεία. «Όλοι αυτοί από το πετρέλαιο και τα δημητριακά έρχονται να φτιάξουν βιβλία στα concentrates, προσφέροντας εξωπραγματικά νούμερα. Το ερώτημα είναι: πότε τελειώνει αυτό; Κάποιος θα ξεμείνει από ρευστό… το θέμα είναι ποιος.»
Η ένταση στη διαγωνιστική διαδικασία και η αστάθεια στην αγορά προκαλούν ανησυχία και για τη βιωσιμότητα μικρών και μεσαίων traders, που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις υψηλές τιμές προσφοράς που διαμορφώνονται στους διαγωνισμούς. «Πραγματικά τίθεται πλέον ζήτημα αν θα μπορέσουν να επιβιώσουν μικρομεσαίοι έμποροι συμπυκνωμάτων σε αυτή την όλο και πιο ανταγωνιστική αγορά», δήλωσε πέμπτος trader. «Εδώ και καιρό βλέπουμε στα αποτελέσματα των διαγωνισμών ότι απλώς δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος.»
Ωστόσο, παρά την αβεβαιότητα και τις ισχυρές αναταράξεις, η πεποίθηση ότι η αγορά θα συνεχίσει να υπάρχει παραμένει ισχυρή στους συμμετέχοντες. Όπως το έθεσε χαρακτηριστικά τρίτος trader, «αυτό το εμπόριο δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ».
www.worldenergynews.gr
Ορισμένοι εκτιμούν ότι το φετινό benchmark ενδέχεται να διαμορφωθεί σε αρνητικά επίπεδα για πρώτη φορά, ενώ άλλοι προβλέπουν την ανάδυση επιμέρους περιφερειακών συμφωνιών, λόγω της συνεχιζόμενης στενότητας στην προσφορά.
Το LME Week αποτελεί σημείο εκκίνησης για τις επίσημες διαπραγματεύσεις του δ’ τριμήνου όσον αφορά τις τιμές επεξεργασίας και εξευγενισμού (TC/RCs) για τα συμπυκνώματα χαλκού, ενόψει του ετήσιου benchmark για το 2026 – με πρωτοφανή ερωτήματα να πλανώνται γύρω από την αξία, τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα του παραδοσιακού μοντέλου.
Benchmark σε κρίση: ζωντανό εργαλείο ή απλώς σύμβολο;
Πολλοί παράγοντες της αγοράς θέτουν υπό αμφισβήτηση τη χρησιμότητα του παραδοσιακού συστήματος TC/RCs, καθώς οι spot τιμές στην αγορά έχουν πέσει πολύ χαμηλότερα από τα επίσημα επίπεδα αναφοράς.
Η τεράστια απόκλιση μεταξύ αγοραστών και πωλητών έχει θολώσει την εικόνα για το αν το benchmark μπορεί ακόμη να αντανακλά τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς.
«Το παραδοσιακό benchmark είναι όλο και πιο δύσκολο να εφαρμοστεί σήμερα», δήλωσε πηγή από τον μεταλλευτικό τομέα. «Η δυναμική της αγοράς αλλάζει τόσο γρήγορα, που είναι σχεδόν αδύνατο να συμφωνηθεί ένας σταθερός αριθμός που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές».
Ο ίδιος εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο οι πωλητές θα ακολουθήσουν το benchmark εάν μπορούν να πετύχουν καλύτερους όρους στη spot αγορά.
«Αν το benchmark διαμορφωθεί στο μηδέν ή σε ελαφρώς αρνητικό επίπεδο, όπως -$5 ή -$10 ανά τόνο, πιστεύεις ότι θα το ακολουθήσουν όταν στη spot αγορά μπορούν να πουλήσουν με -$40;», δήλωσε το ίδιο άτομο.
Άλλες φωνές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι το σύστημα θα επιβιώσει, αλλά με συμβολικό πλέον χαρακτήρα. «Το benchmark θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά περισσότερο ως αναφορά – όχι ως λειτουργικό εργαλείο», δήλωσε δεύτερη πηγή.
Αρνητικό benchmark ή θρυμματισμός σε περιφερειακές αγορές;
Με φόντο τις έντονες διαταραχές στην παραγωγή – όπως στα ορυχεία Grasberg (Ινδονησία) και El Teniente (Χιλή) – η αγορά κινείται με αβεβαιότητα. Εκτιμήσεις που είχαν ακουστεί τον Σεπτέμβριο τοποθετούσαν το νέο ετήσιο benchmark μεταξύ μηδενός και θετικών μονοψήφιων τιμών, αλλά οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
Σήμερα, ορισμένοι προβλέπουν τιμές που ενδέχεται να φτάσουν τα -$15 ανά τόνο, μια δραματική μεταβολή από το $21,25 του 2025 και το $80 μόλις δύο χρόνια πριν.
Trader με έδρα την Ευρώπη χαρακτήρισε το επικείμενο benchmark «συμβολικό», εκτιμώντας ότι ελάχιστοι όγκοι θα δεσμευτούν σε αυτή τη βάση.
«Αν το benchmark κλείσει στο μηδέν, αυτό ίσως να είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο», σημείωσε δεύτερος έμπορος.
«Αλλά πραγματικά αναρωτιέμαι πόσοι πωλητές θα ακολουθήσουν αυτή την τιμή, όταν η spot αγορά προσφέρει πολύ χαμηλότερα TC για τους αγοραστές – στις αρνητικές $40 ανά τόνο».
Η συζήτηση στην LME Week 2025 αναμένεται να διαμορφώσει την κατεύθυνση της παγκόσμιας αγοράς χαλκού για το επόμενο έτος, με την επιβίωση των χυτηρίων και τη βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος TC/RC να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής ανάλυσης και διαπραγμάτευσης.
Περιφερειακές πιέσεις αναδιαμορφώνουν το τοπίο
Η ενότητα γύρω από ένα παγκόσμιο σημείο αναφοράς (benchmark) για τα συμπυκνώματα χαλκού τίθεται πλέον σοβαρά υπό αμφισβήτηση, καθώς οι διαφοροποιημένες συμφωνίες μεταξύ μεταλλευτικών εταιρειών και χυτηρίων σε Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Ευρώπη καταδεικνύουν την αυξανόμενη γεωγραφική διάσπαση στην αγορά.
Η συμφωνία μέσης χρονιάς μεταξύ της χιλιανής Antofagasta και χυτηρίων σε Κίνα και Νότια Κορέα στα $0 ανά τόνο για την προμήθεια του 2025 έχει ουσιαστικά θέσει ένα νέο χαμηλό σημείο βάσης για τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, τα ιαπωνικά χυτήρια δεν κατέληξαν σε συμφωνία, ενώ οι Ευρωπαίοι ζητούν διαφορετικούς όρους, γεγονός που φανερώνει τις εντεινόμενες περιφερειακές αποκλίσεις.
Πηγή από τον μεταλλευτικό κλάδο σημείωσε πως οι διαφορές στις τιμές θειικού οξέος ανά περιοχή προσθέτουν ακόμα έναν παράγοντα διαφοροποίησης. Άλλος εκπρόσωπος εξορυκτικής εταιρείας υπογράμμισε ότι, παρά την προφανή πίεση της αγοράς, για την Κίνα οι διαπραγματεύσεις έχουν και πολιτική διάσταση, καθιστώντας δύσκολη την αποδοχή αρνητικών όρων.
«Όλοι όσοι γνωρίζουν καλά την αγορά λένε ότι το benchmark θα έπρεπε να είναι αρνητικό», ανέφερε χαρακτηριστικά πηγή. Έμπορος σημείωσε με βεβαιότητα: «Αν υπάρξει benchmark, που θα υπάρξει, θα είναι αρνητικό.»
Παράλληλα, άλλοι εκφράζουν την ελπίδα ότι το σύστημα του benchmark θα επιβιώσει. «Δεν πιστεύω ότι η Mitsubishi θα αποχωρήσει από το συμβόλαιο», ανέφερε τρίτος έμπορος, τονίζοντας ότι οι εναλλακτικές της spot αγοράς δεν είναι απαραίτητα ευνοϊκότερες.
Σύμφωνα με την Fastmarkets, ο δείκτης TC για συμπυκνώματα χαλκού (cif Ασία-Ειρηνικός) διαμορφώθηκε στις 3 Οκτωβρίου στα -$65,40 ανά τόνο, σημειώνοντας περαιτέρω πτώση από τα -$63,40 της προηγούμενης εβδομάδας.
Ανοίγει ο δρόμος για εναλλακτικούς μηχανισμούς τιμολόγησης
Με την αβεβαιότητα γύρω από το παραδοσιακό benchmark να εντείνεται, αυξάνεται το ενδιαφέρον για εναλλακτικά μοντέλα τιμολόγησης — όπως οι συμβάσεις με σύνδεση σε δείκτες αγοράς και οι βραχυπρόθεσμες συμφωνίες.
Έμπειρη πηγή από εμπορική εταιρεία περιέγραψε το σύστημα benchmark ως «ξεπερασμένο», εκτιμώντας πως η αγορά οδεύει προς πλήρη μετάβαση σε μοντέλο index pricing, μέσω μιας «επίπονης διαδικασίας εξέλιξης».
Οι μεταλλευτικές εταιρείες αναμένεται να επανεξετάσουν την κατανομή παραγωγής μεταξύ ετήσιων συμβολαίων και spot πωλήσεων για το 2026. Μια πηγή εκτίμησε ότι το 70-80% της παραγωγής που πηγαίνει σήμερα σε μακροχρόνιες συμφωνίες σταδιακά μειώνεται υπέρ της spot αγοράς. Παράλληλα, αρκετά χυτήρια αποφεύγουν τη δέσμευση σε τιμές που θεωρούν υπερβολικά χαμηλές, περιμένοντας είτε ευνοϊκότερες spot συνθήκες είτε ένα benchmark που θα τους εξυπηρετεί περισσότερο.
Ωστόσο, εταιρείες διατηρούν προσεκτική στάση ως προς τη διαφοροποίηση πελατών. «Θέλουμε να διατηρούμε μια ευρεία βάση συνεργατών και να αξιολογούμε εμπορικά κάθε κατανομή», δήλωσε πηγή από μεταλλευτική εταιρεία, τονίζοντας ότι οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν κατά την LME Week.
Κίνα: Το κέντρο βάρους της αγοράς – αλλά και το ρίσκο
Οι περισσότεροι συμμετέχοντες αναγνωρίζουν ότι οι Κινέζοι προσφέρουν πλέον τους πιο ανταγωνιστικούς όρους, τόσο σε ναύλα όσο και σε πληρωμές. «Παλιά ήταν πιο εύκολο να διαφοροποιήσεις.
Οι Ιάπωνες και οι Ευρωπαίοι έδιναν καλύτερες πληρωμές. Σήμερα όμως, τα ναύλα προς Κίνα είναι τα πιο φθηνά και οι κινεζικές πληρωμές βελτιώνονται διαρκώς», ανέφερε έμπορος.
Αυτό δημιουργεί πίεση για αυξημένη εξάρτηση από την Κίνα. Ωστόσο, προκύπτει και το ζήτημα του αντισυμβαλλομένου κινδύνου. «Δεν θέλουμε να πουλάμε σε πελάτες που δεν γνωρίζουμε καλά ή που μπορεί να αντιμετωπίσουν οικονομικά προβλήματα. Είμαστε σε αυτόν τον κλάδο μακροπρόθεσμα», υπογράμμισε πηγή από μεταλλευτική εταιρεία.
Καθώς οι ισορροπίες μεταβάλλονται, η LME Week 2025 αναμένεται να καθορίσει όχι μόνο το ύψος του επόμενου benchmark, αλλά και το μέλλον του ίδιου του μηχανισμού. Με την παγκόσμια αγορά να οδεύει προς μεγαλύτερη περιφερειακή διαφοροποίηση και ευελιξία τιμολόγησης, ο χαλκός γίνεται το πεδίο στο οποίο συγκρούονται παραδόσεις, πολιτική και αγοραίες δυνάμεις.
«Ποια χυτήρια θα αντέξουν έως το 2026;» διερωτήθηκε έμπορος του κλάδου, καταδεικνύοντας την αυξανόμενη πίεση που ασκούν οι ετήσιες διαπραγματεύσεις benchmark σε εγκαταστάσεις που ήδη λειτουργούν με ζημίες. Ενώ το benchmark του 2025 παρείχε προσωρινή ανάσα στα χυτήρια, η πιθανότητα ενός νέου σημείου αναφοράς στο μηδέν ή και αρνητικό, κινδυνεύει να αφαιρέσει και αυτή τη στήριξη.
Χυτήρια εκτός Κίνας έχουν ήδη ανακοινώσει μειώσεις δυναμικότητας ή έχουν λάβει κρατική βοήθεια για να παραμείνουν σε λειτουργία, αν και μεγάλες μαζικές παύσεις λειτουργίας δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα. Στην Ιαπωνία, η Mitsubishi Materials ανακοίνωσε τον Αύγουστο ότι θα μειώσει την επεξεργασία συμπυκνωμάτων χαλκού στο Onahama και θα αυξήσει τη χρήση ανακυκλωμένων υλικών για να διατηρήσει την κερδοφορία, ενώ παρόμοια μέτρα έλαβε και η JX Nippon τον Ιούνιο.
«Δεν πρόκειται για διαγωνισμό επιβίωσης, αλλά για διαχείριση ζημιών σε βάθος χρόνου», σχολίασε έμπορος. Άλλη πηγή από χυτήριο τόνισε πως το 2026 διαγράφεται ως ακόμα δυσκολότερη χρονιά, με «καμία βελτίωση στην προμήθεια πρώτων υλών και καμία πραγματική θετική εξέλιξη». Το ερώτημα, πρόσθεσε, είναι αν αυτή η πίεση ωφελεί μακροπρόθεσμα τον κλάδο.
Στην Κίνα, τα χυτήρια ίσως αποφύγουν επίσημες παύσεις λειτουργίας λόγω της ενσωμάτωσής τους σε ευρύτερες αλυσίδες αξίας — καλώδια, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, μεταφορικά μέσα.
Όπως σημείωσε γνώστης του κλάδου, «θα έχει νόημα για κράτη να στηρίξουν τις μονάδες τήξης, προκειμένου να διασφαλίσουν τη λειτουργία της εγχώριας μεταποιητικής αλυσίδας».
Στην Αυστραλία, η Glencore εξασφάλισε χρηματοδοτική στήριξη ύψους 600 εκατ. αυστραλιανών δολαρίων για το χυτήριο χαλκού Mount Isa και το διπλανό διυλιστήριο Townsville, προκειμένου να συνεχίσουν τη λειτουργία τους έως το 2028. Μαζί, οι μονάδες αυτές επεξεργάζονται έως και 300.000 τόνους καθαρού χαλκού ετησίως.
Παράλληλα, πηγές επισημαίνουν ότι εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης, όπως κρατικά δάνεια ή γραμμές χαμηλότοκης πίστωσης, πιθανώς στηρίξουν επιπλέον μονάδες, ιδίως στην Κίνα, όπου «πολλές εγκαταστάσεις έχουν φυσικούς στόχους και όχι οικονομικούς».
Διαταραχές στα ορυχεία εντείνουν την πίεση στην αγορά
Οι πρόσφατες επιχειρησιακές διακοπές σε μεγάλα ορυχεία έχουν επιτείνει τις ελλείψεις στην αγορά συμπυκνωμάτων χαλκού. Το πιο σημαντικό περιστατικό αφορά την κατολίσθηση λάσπης στο Grasberg στην Ινδονησία, ενώ συνεχίζονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις στο Las Bambas στο Περού και το μεταλλείο Cobre Panama παραμένει κλειστό.
Στη Χιλή, το μεταλλείο El Teniente της Codelco αντιμετωπίζει προβλήματα μετά από εργατικό ατύχημα τον Ιούλιο, με την επανεκκίνηση κρίσιμων περιοχών να καθυστερεί. Αν και η εγκατάσταση αποτελείται από διάφορους τομείς που μπορούν να καλύψουν την παραγωγή με χαμηλότερης ποιότητας μετάλλευμα, η φετινή παραγωγή εκτιμάται πως θα είναι μειωμένη.
Στην Αφρική, η Ivanhoe Mines ανακοίνωσε στις 7 Οκτωβρίου ότι το Kamoa-Kakula στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό παρήγαγε 71.266 τόνους χαλκού το τρίτο τρίμηνο, με τις εργασίες αποστράγγισης να έχουν ολοκληρωθεί κατά 20% μετά τη μεγάλη πλημμύρα. Η εταιρεία διατήρησε την εκτίμησή της για συνολική παραγωγή 370.000-420.000 τόνων για το 2025, αναμένοντας υψηλότερης ποιότητας εξόρυξη από τα μέσα Νοεμβρίου.
Το Διεθνές Μελετητικό Οργανισμό Χαλκού (ICSG) αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την παγκόσμια παραγωγή χαλκού από ορυχεία το 2025 σε αύξηση 1,4%, έναντι της πρότερης εκτίμησης για 2,3%, λόγω των σοβαρών επιχειρησιακών διαταραχών στο Grasberg και στο Kamoa. Για το 2026, η παραγωγή συμπυκνωμάτων εκτιμάται πως θα αυξηθεί κατά 2,3%, με τη βοήθεια της σταδιακής ανάκαμψης σε Χιλή, Περού, Ζάμπια και Ινδονησία.
Η ανθεκτικότητα του κλάδου δοκιμάζεται
Το 2026 αναμένεται να είναι καθοριστικό για την παγκόσμια αγορά συμπυκνωμάτων χαλκού. Τα χυτήρια καλούνται να επιβιώσουν υπό την πίεση ιστορικά χαμηλών —ή και αρνητικών— benchmarks, ενώ οι διακοπές στην εξόρυξη συμπιέζουν περαιτέρω την προσφορά. Καθώς η δομή της αγοράς μετασχηματίζεται, η ανάγκη για στήριξη μέσω πολιτικών παρεμβάσεων, εναλλακτικών μοντέλων τιμολόγησης και στρατηγικών συνεργασιών κρίνεται πλέον επιτακτική.
Πιο συνωστισμένες, πιο ακραίες οι αγορές
Η ψαλίδα ανάμεσα στις τιμές αγοράς συμπυκνωμάτων από χυτήρια και εμπόρους διευρύνεται επικίνδυνα, εντείνοντας τους προβληματισμούς για τη βιωσιμότητα της αγοράς. Η διετής εκτίμηση της Fastmarkets για το λεγόμενο counterparty spread μεταξύ χυτηρίων και εμπόρων χαλκού ανήλθε στα $42,85 ανά τόνο στις 3 Οκτωβρίου, το υψηλότερο επίπεδο από τις 27 Ιουνίου, όταν είχε φτάσει τα $43.
Το αυξανόμενο χάσμα συνοδεύεται από μια αξιοσημείωτη αλλαγή στο προφίλ των αγοραστών. Εταιρείες εμπορίας πετρελαίου και φυσικού αερίου όπως οι Mercuria, Vitol και Gunvor έχουν εισέλθει δυναμικά στην αγορά συμπυκνωμάτων χαλκού, υιοθετώντας επιθετικές στρατηγικές προσφορών. «Ο χώρος γεμίζει επικίνδυνα», ανέφερε χαρακτηριστικά πηγή από μεταλλευτική εταιρεία. «Όλοι αυτοί από το πετρέλαιο και τα δημητριακά έρχονται να φτιάξουν βιβλία στα concentrates, προσφέροντας εξωπραγματικά νούμερα. Το ερώτημα είναι: πότε τελειώνει αυτό; Κάποιος θα ξεμείνει από ρευστό… το θέμα είναι ποιος.»
Η ένταση στη διαγωνιστική διαδικασία και η αστάθεια στην αγορά προκαλούν ανησυχία και για τη βιωσιμότητα μικρών και μεσαίων traders, που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις υψηλές τιμές προσφοράς που διαμορφώνονται στους διαγωνισμούς. «Πραγματικά τίθεται πλέον ζήτημα αν θα μπορέσουν να επιβιώσουν μικρομεσαίοι έμποροι συμπυκνωμάτων σε αυτή την όλο και πιο ανταγωνιστική αγορά», δήλωσε πέμπτος trader. «Εδώ και καιρό βλέπουμε στα αποτελέσματα των διαγωνισμών ότι απλώς δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος.»
Ωστόσο, παρά την αβεβαιότητα και τις ισχυρές αναταράξεις, η πεποίθηση ότι η αγορά θα συνεχίσει να υπάρχει παραμένει ισχυρή στους συμμετέχοντες. Όπως το έθεσε χαρακτηριστικά τρίτος trader, «αυτό το εμπόριο δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ».
www.worldenergynews.gr






