Η έκθεση δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους παρακολουθούν στενά τις ενεργειακές εξελίξεις τα τελευταία πέντε χρόνια, καθώς οι προσπάθειες για την οικοδόμηση ενός ενεργειακού συστήματος με ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα εντάθηκαν αρχικά, αλλά στη συνέχεια επιβραδύνθηκαν
Η παγκόσμια ζήτηση για αργό πετρέλαιο προβλέπεται να συνεχίσει την ανοδική της πορεία τουλάχιστον έως το 2032, σύμφωνα με νέα έκθεση της Wood Mackenzie, η οποία προειδοποιεί ότι ο κόσμος απέχει πολύ από την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων.
Οι βασικοί μοχλοί αυτής της αύξησης είναι οι μεταφορές και η πετροχημική βιομηχανία.
Η έκθεση δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους παρακολουθούν στενά τις ενεργειακές εξελίξεις τα τελευταία πέντε χρόνια, καθώς οι προσπάθειες για την οικοδόμηση ενός ενεργειακού συστήματος με ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα εντάθηκαν αρχικά, αλλά στη συνέχεια επιβραδύνθηκαν.
Παρά τα τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δαπανηθεί για τη μετάβαση, το πετρέλαιο, ο άνθρακας και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να καλύπτουν περίπου το 80% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών.
«Τα ορυκτά καύσιμα είναι ευρέως διαθέσιμα, ανταγωνιστικά στο κόστος και βαθιά ριζωμένα στο ενεργειακό σύστημα», αναφέρει η Wood Mackenzie.
Η παρατήρηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις συχνές δηλώσεις ότι η παραγωγή ενέργειας από τον άνεμο και τον ήλιο είναι πλέον φθηνότερη από τα ορυκτά καύσιμα και ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι μακροπρόθεσμα οικονομικότερα από εκείνα με κινητήρες εσωτερικής καύσης.
Διαφορετικές οι αναγνώσεις
Ωστόσο, το κόστος της παραγωγής ενέργειας και των οχημάτων μπορεί να υπολογιστεί με πολλούς τρόπους, οδηγώντας σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Στην περίπτωση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας, ο συνήθης δείκτης —το «εξομαλυμένο κόστος ενέργειας» (LCOE)— αγνοεί κρίσιμες παραμέτρους, όπως το κόστος εφεδρικής παραγωγής που απαιτείται όταν δεν φυσάει ή όταν δύει ο ήλιος.
Το κόστος αυτής της εφεδρείας αυξάνεται συνεχώς, καθώς οι μονάδες που χρησιμοποιούν υδρογονάνθρακες τιμωρούνται οικονομικά για τις εκπομπές άνθρακα.
Αυτοί οι παράγοντες εξηγούν γιατί η ενεργειακή μετάβαση έχει επιβραδυνθεί και γιατί ο στόχος του «μηδενικού ισοζυγίου εκπομπών» παραμένει μακρινός. Παρά τα υψηλά τέλη άνθρακα που επιβάλλονται από κυβερνήσεις με φιλοδοξίες μετάβασης, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας παραμένουν ανταγωνιστικά.
Η Wood Mackenzie διατηρεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία, περιγράφοντας διάφορα σενάρια για το μέλλον. Μόνο εκείνα που οδηγούν σε μηδενικές καθαρές εκπομπές, ωστόσο, απαιτούν τεράστια αύξηση των επενδύσεων για την απανθρακοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο επενδυτικός στόχος
Οι επενδύσεις θα πρέπει να ανέλθουν στα 4,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2060, σύμφωνα με την έκθεση, χρηματοδοτώντας έργα σε παραγωγή ενέργειας, δίκτυα, εξόρυξη κρίσιμων μετάλλων και νέες τεχνολογίες.
«Εφικτό, αλλά μόνο αν υπάρξει παγκόσμια συνεννόηση για την κλιμάκωση των επενδύσεων —κάτι που προς το παρόν λείπει», προειδοποιεί η εταιρεία.
Στην πράξη, η επίτευξη μιας τέτοιας παγκόσμιας ευθυγράμμισης αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμη και μετά τις διεθνείς συμφωνίες, πολλές κυβερνήσεις προτάσσουν την ενεργειακή ασφάλεια έναντι της μετάβασης.
Η αυξανόμενη ζήτηση δεν περιορίζεται μόνο στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο· ο άνθρακας καταγράφει επίσης ιστορικά υψηλά επίπεδα κατανάλωσης, παρά τα «καθαρότερα» εναλλακτικά καύσιμα, την έκρηξη εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών και τις ρεκόρ πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Wood Mackenzie σκιαγραφεί ένα βασικό σενάριο όπου οι υδρογονάνθρακες συνεχίζουν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές εξυπηρετούν κυρίως την αυξανόμενη πρόσθετη ζήτηση.
Ωστόσο, ακόμη και αυτό δεν επαρκεί, καθώς η εκρηκτική άνοδος των ενεργειακών αναγκών από τα κέντρα δεδομένων οδηγεί σε παρατάσεις ζωής παλαιών μονάδων και κατασκευή νέων σταθμών βάσης.
Προσθήκη ενέργειας και όχι «μετάβαση»
Ορισμένοι αναλυτές μιλούν πλέον για «προσθήκη ενέργειας» και όχι για «μετάβαση ενέργειας». Οι εναλλακτικές πηγές έχουν τον ρόλο τους, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν πλήρως τα ορυκτά καύσιμα λόγω των περιορισμών τους —κυρίως της εξάρτησης από τις καιρικές συνθήκες και του υψηλού πραγματικού κόστους όταν συνυπολογιστεί η αποθήκευση ενέργειας μέσω μπαταριών.
Συνοψίζοντας, η ενεργειακή μετάβαση δεν εξελίσσεται όπως είχε σχεδιαστεί, καθώς η πλήρης υλοποίησή της θα απαιτούσε οι χώρες να κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους αποκλειστικά σε έργα απανθρακοποίησης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί κάτι τέτοιο τα τελευταία τρία χρόνια, χωρίς ουσιαστική επιτυχία. Το αποτέλεσμα μέχρι στιγμής: αυξημένο ενεργειακό κόστος και λιγότερη αξιοπιστία στο ηλεκτρικό δίκτυο —με μοναδική εξαίρεση την Κίνα, όπου οι τεράστιες υποδομές άνθρακα εξακολουθούν να στηρίζουν σταθερά την παραγωγή από αιολικά και ηλιακά πάρκα.
www.worldenergynews.gr
Οι βασικοί μοχλοί αυτής της αύξησης είναι οι μεταφορές και η πετροχημική βιομηχανία.
Η έκθεση δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους παρακολουθούν στενά τις ενεργειακές εξελίξεις τα τελευταία πέντε χρόνια, καθώς οι προσπάθειες για την οικοδόμηση ενός ενεργειακού συστήματος με ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα εντάθηκαν αρχικά, αλλά στη συνέχεια επιβραδύνθηκαν.
Παρά τα τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δαπανηθεί για τη μετάβαση, το πετρέλαιο, ο άνθρακας και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να καλύπτουν περίπου το 80% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών.
«Τα ορυκτά καύσιμα είναι ευρέως διαθέσιμα, ανταγωνιστικά στο κόστος και βαθιά ριζωμένα στο ενεργειακό σύστημα», αναφέρει η Wood Mackenzie.
Η παρατήρηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις συχνές δηλώσεις ότι η παραγωγή ενέργειας από τον άνεμο και τον ήλιο είναι πλέον φθηνότερη από τα ορυκτά καύσιμα και ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι μακροπρόθεσμα οικονομικότερα από εκείνα με κινητήρες εσωτερικής καύσης.
Διαφορετικές οι αναγνώσεις
Ωστόσο, το κόστος της παραγωγής ενέργειας και των οχημάτων μπορεί να υπολογιστεί με πολλούς τρόπους, οδηγώντας σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Στην περίπτωση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας, ο συνήθης δείκτης —το «εξομαλυμένο κόστος ενέργειας» (LCOE)— αγνοεί κρίσιμες παραμέτρους, όπως το κόστος εφεδρικής παραγωγής που απαιτείται όταν δεν φυσάει ή όταν δύει ο ήλιος.
Το κόστος αυτής της εφεδρείας αυξάνεται συνεχώς, καθώς οι μονάδες που χρησιμοποιούν υδρογονάνθρακες τιμωρούνται οικονομικά για τις εκπομπές άνθρακα.
Αυτοί οι παράγοντες εξηγούν γιατί η ενεργειακή μετάβαση έχει επιβραδυνθεί και γιατί ο στόχος του «μηδενικού ισοζυγίου εκπομπών» παραμένει μακρινός. Παρά τα υψηλά τέλη άνθρακα που επιβάλλονται από κυβερνήσεις με φιλοδοξίες μετάβασης, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας παραμένουν ανταγωνιστικά.
Η Wood Mackenzie διατηρεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία, περιγράφοντας διάφορα σενάρια για το μέλλον. Μόνο εκείνα που οδηγούν σε μηδενικές καθαρές εκπομπές, ωστόσο, απαιτούν τεράστια αύξηση των επενδύσεων για την απανθρακοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο επενδυτικός στόχος
Οι επενδύσεις θα πρέπει να ανέλθουν στα 4,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2060, σύμφωνα με την έκθεση, χρηματοδοτώντας έργα σε παραγωγή ενέργειας, δίκτυα, εξόρυξη κρίσιμων μετάλλων και νέες τεχνολογίες.
«Εφικτό, αλλά μόνο αν υπάρξει παγκόσμια συνεννόηση για την κλιμάκωση των επενδύσεων —κάτι που προς το παρόν λείπει», προειδοποιεί η εταιρεία.
Στην πράξη, η επίτευξη μιας τέτοιας παγκόσμιας ευθυγράμμισης αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη. Ακόμη και μετά τις διεθνείς συμφωνίες, πολλές κυβερνήσεις προτάσσουν την ενεργειακή ασφάλεια έναντι της μετάβασης.
Η αυξανόμενη ζήτηση δεν περιορίζεται μόνο στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο· ο άνθρακας καταγράφει επίσης ιστορικά υψηλά επίπεδα κατανάλωσης, παρά τα «καθαρότερα» εναλλακτικά καύσιμα, την έκρηξη εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών και τις ρεκόρ πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Wood Mackenzie σκιαγραφεί ένα βασικό σενάριο όπου οι υδρογονάνθρακες συνεχίζουν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές εξυπηρετούν κυρίως την αυξανόμενη πρόσθετη ζήτηση.
Ωστόσο, ακόμη και αυτό δεν επαρκεί, καθώς η εκρηκτική άνοδος των ενεργειακών αναγκών από τα κέντρα δεδομένων οδηγεί σε παρατάσεις ζωής παλαιών μονάδων και κατασκευή νέων σταθμών βάσης.
Προσθήκη ενέργειας και όχι «μετάβαση»
Ορισμένοι αναλυτές μιλούν πλέον για «προσθήκη ενέργειας» και όχι για «μετάβαση ενέργειας». Οι εναλλακτικές πηγές έχουν τον ρόλο τους, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν πλήρως τα ορυκτά καύσιμα λόγω των περιορισμών τους —κυρίως της εξάρτησης από τις καιρικές συνθήκες και του υψηλού πραγματικού κόστους όταν συνυπολογιστεί η αποθήκευση ενέργειας μέσω μπαταριών.
Συνοψίζοντας, η ενεργειακή μετάβαση δεν εξελίσσεται όπως είχε σχεδιαστεί, καθώς η πλήρης υλοποίησή της θα απαιτούσε οι χώρες να κατευθύνουν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους αποκλειστικά σε έργα απανθρακοποίησης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί κάτι τέτοιο τα τελευταία τρία χρόνια, χωρίς ουσιαστική επιτυχία. Το αποτέλεσμα μέχρι στιγμής: αυξημένο ενεργειακό κόστος και λιγότερη αξιοπιστία στο ηλεκτρικό δίκτυο —με μοναδική εξαίρεση την Κίνα, όπου οι τεράστιες υποδομές άνθρακα εξακολουθούν να στηρίζουν σταθερά την παραγωγή από αιολικά και ηλιακά πάρκα.
www.worldenergynews.gr






