Κάθε ημέρα που περνάει το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις διογκώνεται με το υπουργείο Περιβάλλοντος - Ενέργειας και ειδικά τον υφυπουργό Νίκο Τσάφο που ανέλαβε να χειριστεί την υπόθεση, να παρακολουθεί αμήχανα χωρίς να λαμβάνει αποφάσεις.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ ανέλαβε τη δέσμευση ότι θα υπάρξει συγκεκριμένο πακέτο στήριξης των βιομηχανιών έναντι του αυξημένου ενεργειακού κόστους. Μάλιστα είχαν προηγηθεί δυο συσκέψεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη με την ηγεσία του ΣΕΒ για το συγκεκριμένο θέμα και ο κ. Τσάφος έλαβε την εντολή βασιζόμενος στην πρόταση του ΣΕΒ για το περίφημο ιταλικό μοντέλο, να διαμορφώσει μια τελική πρόταση με βάση και τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας.
Έκτοτε έχουν περάσει σχεδόν δυο μήνες. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η αντιπρόταση του κ. Τσάφου προς τον ΣΕΒ απορρίφθηκε χωρίς καμία συζήτηση καθώς κρίθηκε απολύτως ασύμφορη, ενώ ο υφυπουργός Ενέργειας σφυρίζει αδιάφορα ελπίζοντας ότι το θέμα θα ξεχαστεί.
Όμως το πρόβλημα παραμένει και επιδεινώνεται αφού στο ήδη υψηλό ενεργειακό κόστος πολύ σύντομα θα προστεθεί η αύξηση του κόστους των δικαιωμάτων ρύπων αλλά και η σταδιακή κατάργηση της δωρεάν διανομής δικαιωμάτων στη βιομηχανία από την αρχή του 2026.
Επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα
Το υψηλό ενεργειακό κόστος έχει επίπτωση τόσο στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων αφού μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία ήδη λαμβάνουν μέτρα, ενώ παράλληλα τροφοδοτεί τον πληθωρισμό με αποτέλεσμα ο ένας μετά τον άλλο οι φορείς της επιχειρηματικότητας να ζητούν κυβερνητική παρέμβαση.
Σε αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον έρχεται να προστεθεί και η αύξηση του κόστους των ρύπων κατά 15% σε ετήσια βάση με τάση περαιτέρω ανόδου, η οποία επιβαρύνει τις τιμές του ηλεκτρισμού, όπως αυτές διαμορφώνονται καθημερινά στις ενεργειακές αγορές. Μάλιστα σύμφωνα με εκτιμήσεις του οίκου ICIS ως τον Απρίλιο του 2026 η τιμή του CO2 μπορεί να φθάσει στα 100 ευρώ/τόνο.
Στην τελευταία συνεδρίαση της ευρωπαϊκής πλατφόρμας, στις 25 Νοεμβρίου- η τιμή του CO2 έκλεισε στα 81,98 ευρώ/τόνο, κατά 1,26% υψηλότερα από το προηγούμενο κλείσιμο περισσότερο από 15,5% σε σχέση με την αντίστοιχη προ έτους τιμή.
Επιπλέον επιβάρυνση
Όπως προαναφέρθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2026 ξεκινά και η σταδιακή κατάργηση της δωρεάν διάθεσης δικαιωμάτων ρύπων στις βιομηχανίες, πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος του CO2 θα επιβαρύνει περαιτέρω τη βιομηχανική παραγωγή.
Ήδη, η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) έχει κρούσει το καμπανάκι του κινδύνου για τις σοβαρές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής από τη σταδιακή κατάργηση της διάθεσης των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων στη βιομηχανία.
Σε πρώτη φάση, εκτιμάται ότι από 1/1/2026, που θα τεθεί σε εφαρμογή το μέτρο, το ενεργειακό κόστος θα αυξηθεί κατά 8 ευρώ/MWh και θα συνεχίσει να αυξάνεται όσο θα υπάρχει ζήτηση για αγορά δικαιωμάτων ρύπων στο Χρηματιστήριο Ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ETS).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2013, όταν εισήχθη στην Ευρώπη ο μηχανισμός ETS, το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής αυξήθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα στις τιμές που πληρώνουν σήμερα για το ρεύμα οι επιχειρήσεις τα 35-40 ευρώ/MWh να αντιστοιχούν στο CO2.
Οι προβλέψεις για περαιτέρω άνοδο της τιμής των ρύπων προκαλούν έντονη ανησυχία για την ανταγωνιστικότητα όχι μόνον της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, καθώς ανάλογες επιβαρύνσεις δεν ισχύουν σε τρίτες χώρες. Η συνεπαγόμενη αύξηση του κόστους παραγωγής αναμένεται να επηρεάσει και τις πληθωριστικές πιέσεις στο εσωτερικό, επιτείνοντας την ακρίβεια.
Πηνελόπη Μητρούλια






