
Η πιο ρεαλιστική επιλογή, σύμφωνα με το Wilfried Martens Centre for European Studies — το επίσημο think tank του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος — είναι η ενίσχυση του ευρωπαϊκού ρόλου εντός του πυρηνικού πλαισίου του ΝΑΤΟ και όχι η δημιουργία ανεξάρτητης ευρωπαϊκής πυρηνικής δύναμης
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις διαρκείς, αν και αποσπασματικές, ρωσικές πυρηνικές απειλές, πολλοί αναλυτές άμυνας εξετάζουν την ικανότητα της Ευρώπης να αντιπαρατεθεί στο τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο της Μόσχας.
Οι αμφίσημες δηλώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με το ΝΑΤΟ, λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας τον περασμένο μήνα, επιτάχυναν τις συζητήσεις για το εάν και κατά πόσο θα μπορούσε η Ευρώπη να προστατευτεί, σε περίπτωση που η Ουάσιγκτον δεν τηρήσει την υποχρέωση συλλογικής άμυνας που προβλέπει το Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης.
Ειδικοί σε θέματα πολέμου και εξοπλισμών επισημαίνουν ότι η Ευρώπη διαθέτει την τεχνολογία και την τεχνογνωσία για να δημιουργήσει μια «ευρωπαϊκή αποτροπή» — μια ενιαία πυρηνική δύναμη.
Τα προβλήματα
Ωστόσο, η υλοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος σκοντάφτει σε πολιτικά και στρατηγικά εμπόδια, όπως η διαμόρφωση ενιαίου πυρηνικού δόγματος και οι αποκλίνουσες εθνικές αντιλήψεις για τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Υπενθυμίζεται πως στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία διαθέτουν αυτόνομα πυρηνικά οπλοστάσια.
Σε αρκετές άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία και η Τουρκία, φιλοξενούνται αμερικανικά πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο της συμφωνίας «Νuclear Sharing» του ΝΑΤΟ.
Πρόκειται κυρίως για βόμβες τύπου B-61, που βρίσκονται υπό αποκλειστικό έλεγχο των ΗΠΑ, σε πλήρη συμμόρφωση με τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT).
Σύμφωνα με τον Alexander Bollfrass του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) στο Λονδίνο, μια ευρωπαϊκή αποτρεπτική δύναμη θα μπορούσε να παραγάγει πυρηνικές κεφαλές εντός τριών ετών — με ρυθμό αντίστοιχο του προγράμματος Manhattan στις ΗΠΑ — και να συγκεντρώσει ένα απόθεμα που θα αντιστοιχεί στο 10% του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου.
Η Ευρώπη διαθέτει τόσο την τεχνολογία όσο και την ικανότητα εμπλουτισμού ουρανίου για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.
Η εικόνα για τα ευρωπαϊκά κράτη
Η τεχνολογική συμβολή των ευρωπαϊκών χωρών είναι καθοριστική: η Γερμανία προσφέρει βιομηχανία εμπλουτισμού ουρανίου και αεροναυπηγική υποδομή, η Σουηδία εξειδίκευση σε πυραυλικά συστήματα και παράδοση στην πυρηνική έρευνα, η Ιταλία τεχνογνωσία σε εκτόξευση πυραύλων και διαστημικά συστήματα, ενώ η Ολλανδία ενισχύει τη δυνατότητα εμπλουτισμού.
Ωστόσο, το εγχείρημα έρχεται αντιμέτωπο με νομικά και διπλωματικά εμπόδια. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ως πυρηνικές δυνάμεις και υπογράφοντες της Συνθήκης Μη Διάδοσης, δεσμεύονται από το Άρθρο 1 της Συνθήκης, που απαγορεύει τη μεταφορά ή την ενίσχυση άλλων κρατών — έστω και εταίρων — για την απόκτηση ή τον έλεγχο πυρηνικών όπλων.
Έτσι, νομικά δεν μπορούν να ηγηθούν μιας ευρωπαϊκής πυρηνικής δύναμης εκτός ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, η Γαλλία έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι τα πυρηνικά της όπλα προορίζονται αποκλειστικά για την υπεράσπιση ζωτικών γαλλικών συμφερόντων, ενώ η πυρηνική δύναμη του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της αποτροπής του ΝΑΤΟ.
Η πιο ρεαλιστική επιλογή, σύμφωνα με το Wilfried Martens Centre for European Studies — το επίσημο think tank του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος — είναι η ενίσχυση του ευρωπαϊκού ρόλου εντός του πυρηνικού πλαισίου του ΝΑΤΟ και όχι η δημιουργία ανεξάρτητης ευρωπαϊκής πυρηνικής δύναμης.
Το Κέντρο προτείνει τη συμμετοχή της Γαλλίας στην Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, την ενίσχυση των δυνατοτήτων αποτροπής ΗΒ και Γαλλίας, καθώς και την αξιοποίηση προηγμένων τεχνολογιών — όπως η τεχνητή νοημοσύνη — για την άμυνα κατά υπερηχητικών απειλών και την πυραυλική προστασία.
«Η Ευρώπη πρέπει να δράσει άμεσα. Η λύση δεν είναι μια απομονωμένη πυρηνική δύναμη, αλλά μια αποτροπή ενσωματωμένη στο ΝΑΤΟ. Μόνο έτσι η Ευρώπη θα μπορέσει να σταθεί ισότιμα απέναντι στις απειλές, με ενότητα και αποφασιστικότητα», καταλήγουν οι αναλυτές του Wilfried Martens Centre.
www.worldenergynews.gr
Οι αμφίσημες δηλώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με το ΝΑΤΟ, λίγο πριν τη σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας τον περασμένο μήνα, επιτάχυναν τις συζητήσεις για το εάν και κατά πόσο θα μπορούσε η Ευρώπη να προστατευτεί, σε περίπτωση που η Ουάσιγκτον δεν τηρήσει την υποχρέωση συλλογικής άμυνας που προβλέπει το Άρθρο 5 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης.
Ειδικοί σε θέματα πολέμου και εξοπλισμών επισημαίνουν ότι η Ευρώπη διαθέτει την τεχνολογία και την τεχνογνωσία για να δημιουργήσει μια «ευρωπαϊκή αποτροπή» — μια ενιαία πυρηνική δύναμη.
Τα προβλήματα
Ωστόσο, η υλοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος σκοντάφτει σε πολιτικά και στρατηγικά εμπόδια, όπως η διαμόρφωση ενιαίου πυρηνικού δόγματος και οι αποκλίνουσες εθνικές αντιλήψεις για τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Υπενθυμίζεται πως στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία διαθέτουν αυτόνομα πυρηνικά οπλοστάσια.
Σε αρκετές άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία και η Τουρκία, φιλοξενούνται αμερικανικά πυρηνικά όπλα στο πλαίσιο της συμφωνίας «Νuclear Sharing» του ΝΑΤΟ.
Πρόκειται κυρίως για βόμβες τύπου B-61, που βρίσκονται υπό αποκλειστικό έλεγχο των ΗΠΑ, σε πλήρη συμμόρφωση με τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT).
Σύμφωνα με τον Alexander Bollfrass του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) στο Λονδίνο, μια ευρωπαϊκή αποτρεπτική δύναμη θα μπορούσε να παραγάγει πυρηνικές κεφαλές εντός τριών ετών — με ρυθμό αντίστοιχο του προγράμματος Manhattan στις ΗΠΑ — και να συγκεντρώσει ένα απόθεμα που θα αντιστοιχεί στο 10% του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου.
Η Ευρώπη διαθέτει τόσο την τεχνολογία όσο και την ικανότητα εμπλουτισμού ουρανίου για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.
Η εικόνα για τα ευρωπαϊκά κράτη
Η τεχνολογική συμβολή των ευρωπαϊκών χωρών είναι καθοριστική: η Γερμανία προσφέρει βιομηχανία εμπλουτισμού ουρανίου και αεροναυπηγική υποδομή, η Σουηδία εξειδίκευση σε πυραυλικά συστήματα και παράδοση στην πυρηνική έρευνα, η Ιταλία τεχνογνωσία σε εκτόξευση πυραύλων και διαστημικά συστήματα, ενώ η Ολλανδία ενισχύει τη δυνατότητα εμπλουτισμού.
Ωστόσο, το εγχείρημα έρχεται αντιμέτωπο με νομικά και διπλωματικά εμπόδια. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ως πυρηνικές δυνάμεις και υπογράφοντες της Συνθήκης Μη Διάδοσης, δεσμεύονται από το Άρθρο 1 της Συνθήκης, που απαγορεύει τη μεταφορά ή την ενίσχυση άλλων κρατών — έστω και εταίρων — για την απόκτηση ή τον έλεγχο πυρηνικών όπλων.
Έτσι, νομικά δεν μπορούν να ηγηθούν μιας ευρωπαϊκής πυρηνικής δύναμης εκτός ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, η Γαλλία έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι τα πυρηνικά της όπλα προορίζονται αποκλειστικά για την υπεράσπιση ζωτικών γαλλικών συμφερόντων, ενώ η πυρηνική δύναμη του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της αποτροπής του ΝΑΤΟ.
Η πιο ρεαλιστική επιλογή, σύμφωνα με το Wilfried Martens Centre for European Studies — το επίσημο think tank του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος — είναι η ενίσχυση του ευρωπαϊκού ρόλου εντός του πυρηνικού πλαισίου του ΝΑΤΟ και όχι η δημιουργία ανεξάρτητης ευρωπαϊκής πυρηνικής δύναμης.
Το Κέντρο προτείνει τη συμμετοχή της Γαλλίας στην Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ, την ενίσχυση των δυνατοτήτων αποτροπής ΗΒ και Γαλλίας, καθώς και την αξιοποίηση προηγμένων τεχνολογιών — όπως η τεχνητή νοημοσύνη — για την άμυνα κατά υπερηχητικών απειλών και την πυραυλική προστασία.
«Η Ευρώπη πρέπει να δράσει άμεσα. Η λύση δεν είναι μια απομονωμένη πυρηνική δύναμη, αλλά μια αποτροπή ενσωματωμένη στο ΝΑΤΟ. Μόνο έτσι η Ευρώπη θα μπορέσει να σταθεί ισότιμα απέναντι στις απειλές, με ενότητα και αποφασιστικότητα», καταλήγουν οι αναλυτές του Wilfried Martens Centre.
www.worldenergynews.gr