Αν και αυτά τα υλικά δεν είναι όλα σπάνια, δεν απαντώνται φυσικά παντού στον κόσμο, γεγονός που δημιουργεί γεωπολιτικές εστίες έντασης καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός για τις εφοδιαστικές αλυσίδες
Η «επανάσταση» της καθαρής ενέργειας βασίζεται σε μια σταθερή ροή κρίσιμων ορυκτών, απαραίτητων για την κατασκευή μιας ευρείας γκάμας τεχνολογιών – από ανεμογεννήτριες έως τις μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων.
Αν και αυτά τα υλικά δεν είναι όλα σπάνια, δεν απαντώνται φυσικά παντού στον κόσμο, γεγονός που δημιουργεί γεωπολιτικές εστίες έντασης καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός για τις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Το 2020 οι ΗΠΑ όρισαν τα «κρίσιμα ορυκτά» ως υλικά που είναι απαραίτητα για την οικονομική ή εθνική ασφάλεια της χώρας, έχουν ευάλωτες αλυσίδες εφοδιασμού και επιτελούν ζωτικό ρόλο στην κατασκευή προϊόντων που σχετίζονται με την οικονομική ή εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια ζήτηση για κρίσιμα ορυκτά από τον τομέα καθαρής ενέργειας θα διπλασιαστεί τουλάχιστον έως το 2040 – και ενδέχεται ακόμη και να τετραπλασιαστεί – ανάλογα με τον ρυθμό υιοθέτησης καθαρής ενέργειας.
Η βασική πηγή αυτής της ζήτησης θα είναι τα ηλεκτρικά οχήματα και η αποθήκευση ενέργειας σε μπαταρίες.
Ποια ορυκτά πρωταγωνιστούν
Το λίθιο αναμένεται να καταγράψει τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης, ενώ ο γραφίτης, ο χαλκός και το νικέλιο θα κυριαρχήσουν στη συνολική ζήτηση ως προς το βάρος.
«Ένας κόσμος που κινείται με ανανεώσιμες πηγές είναι ένας κόσμος πεινασμένος για κρίσιμα ορυκτά», δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες σε πάνελ για την ενεργειακή μετάβαση το 2023.
«Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, τα κρίσιμα ορυκτά αποτελούν κρίσιμη ευκαιρία – για δημιουργία θέσεων εργασίας, διαφοροποίηση των οικονομιών και ενίσχυση των εσόδων. Όμως μόνο αν τα διαχειριστούν σωστά», τόνισε.
Αν και η εκμετάλλευση των πόρων αυτών μπορεί να προσφέρει τεράστιες οικονομικές ευκαιρίες για αναδυόμενες οικονομίες, η εξόρυξη των ορυκτών αυτών συνδέεται με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Η παραγωγή λιθίου, για παράδειγμα, απαιτεί τεράστιες ποσότητες νερού και μπορεί να εκθέσει περιβάλλοντα και κοινότητες σε τοξικά χημικά.
Αυτά τα ορυκτά εμφανίζουν όμως και σημαντικά προβλήματα— με διακοπές στην αλυσίδα εφοδιασμού να μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και την εθνική ασφάλεια, όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για άλλες χώρες.
Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Vox, η άνιση κατανομή των κρίσιμων ορυκτών «θα μπορούσε να αφήσει ορισμένες χώρες να φέρουν το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό βάρος της εξόρυξης, ενώ οι πλουσιότερες να αποκομίζουν τα οικονομικά οφέλη και άλλες να αποκλείονται εντελώς από την αλυσίδα».
Επιπλέον, η συγκεντρωμένη παραγωγή και ο έλεγχος κρίσιμων εφοδιαστικών αλυσίδων δημιουργούν ακραία ευαλωτότητα στην παγκόσμια αγορά καθαρής ενέργειας, ιδίως εάν αυξηθούν απότομα οι τιμές, καταρρεύσουν ή εάν νέες τεχνολογίες επιτείνουν τη σπανιότητα.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η αυξανόμενη επιρροή των χωρών που ελέγχουν την προσφορά αυτών των ορυκτών.
Η Κίνα κυριαρχεί παγκοσμίως στην αγορά
Το Πεκίνο προμηθεύει περίπου το 85–95% των επεξεργασμένων σπάνιων γαιών παγκοσμίως – πολλές από τις οποίες ανήκουν και στα κρίσιμα ορυκτά – χάρη σε μονοπώλιο δεκαετιών στις ικανότητες καθαρισμού αυτών των στοιχείων.
Η Κίνα μόνη της καλύπτει το 85–90% της παγκόσμιας παραγωγής των σπάνιων ορυκτών.
Παράλληλα, οι κινεζικές εγκαταστάσεις παρέχουν το 68% του κοβαλτίου, το 65% του νικελίου και το 60% του λιθίου κατάλληλου για μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων.
Η Κίνα έχει επίσης αποδείξει στο παρελθόν πως δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη θέση ισχύος της για να αποσταθεροποιήσει εφοδιαστικές αλυσίδες για τα πολιτικά της οφέλη.
Η ευπάθεια αυτή επιδεινώθηκε από τους δασμούς της εποχής Τραμπ και τη γενικότερη στροφή προς τον οικονομικό προστατευτισμό.
Ως αποτέλεσμα, δεν αποκλείεται να υπάρξει σοβαρή αναταραχή και αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές καθαρής ενέργειας, με ευρείες περιβαλλοντικές και οικονομικές συνέπειες.
«Αν οι παραγωγοί αυτών των ορυκτών αποφασίσουν να περιορίσουν την πρόσβαση για πολιτικούς λόγους, αν οι τιμές εκτιναχθούν ή αν η ζήτηση αυξηθεί από άλλες βιομηχανίες», αναφέρει το Vox, «εταιρείες θα μπορούσαν να χρεοκοπήσουν και οι προσπάθειες περιορισμού της κλιματικής αλλαγής να επιβραδυνθούν».
www.worldenergynews.gr
Αν και αυτά τα υλικά δεν είναι όλα σπάνια, δεν απαντώνται φυσικά παντού στον κόσμο, γεγονός που δημιουργεί γεωπολιτικές εστίες έντασης καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός για τις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Το 2020 οι ΗΠΑ όρισαν τα «κρίσιμα ορυκτά» ως υλικά που είναι απαραίτητα για την οικονομική ή εθνική ασφάλεια της χώρας, έχουν ευάλωτες αλυσίδες εφοδιασμού και επιτελούν ζωτικό ρόλο στην κατασκευή προϊόντων που σχετίζονται με την οικονομική ή εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια ζήτηση για κρίσιμα ορυκτά από τον τομέα καθαρής ενέργειας θα διπλασιαστεί τουλάχιστον έως το 2040 – και ενδέχεται ακόμη και να τετραπλασιαστεί – ανάλογα με τον ρυθμό υιοθέτησης καθαρής ενέργειας.
Η βασική πηγή αυτής της ζήτησης θα είναι τα ηλεκτρικά οχήματα και η αποθήκευση ενέργειας σε μπαταρίες.
Ποια ορυκτά πρωταγωνιστούν
Το λίθιο αναμένεται να καταγράψει τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης, ενώ ο γραφίτης, ο χαλκός και το νικέλιο θα κυριαρχήσουν στη συνολική ζήτηση ως προς το βάρος.
«Ένας κόσμος που κινείται με ανανεώσιμες πηγές είναι ένας κόσμος πεινασμένος για κρίσιμα ορυκτά», δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες σε πάνελ για την ενεργειακή μετάβαση το 2023.
«Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, τα κρίσιμα ορυκτά αποτελούν κρίσιμη ευκαιρία – για δημιουργία θέσεων εργασίας, διαφοροποίηση των οικονομιών και ενίσχυση των εσόδων. Όμως μόνο αν τα διαχειριστούν σωστά», τόνισε.
Αν και η εκμετάλλευση των πόρων αυτών μπορεί να προσφέρει τεράστιες οικονομικές ευκαιρίες για αναδυόμενες οικονομίες, η εξόρυξη των ορυκτών αυτών συνδέεται με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Η παραγωγή λιθίου, για παράδειγμα, απαιτεί τεράστιες ποσότητες νερού και μπορεί να εκθέσει περιβάλλοντα και κοινότητες σε τοξικά χημικά.
Αυτά τα ορυκτά εμφανίζουν όμως και σημαντικά προβλήματα— με διακοπές στην αλυσίδα εφοδιασμού να μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και την εθνική ασφάλεια, όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για άλλες χώρες.
Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Vox, η άνιση κατανομή των κρίσιμων ορυκτών «θα μπορούσε να αφήσει ορισμένες χώρες να φέρουν το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό βάρος της εξόρυξης, ενώ οι πλουσιότερες να αποκομίζουν τα οικονομικά οφέλη και άλλες να αποκλείονται εντελώς από την αλυσίδα».
Επιπλέον, η συγκεντρωμένη παραγωγή και ο έλεγχος κρίσιμων εφοδιαστικών αλυσίδων δημιουργούν ακραία ευαλωτότητα στην παγκόσμια αγορά καθαρής ενέργειας, ιδίως εάν αυξηθούν απότομα οι τιμές, καταρρεύσουν ή εάν νέες τεχνολογίες επιτείνουν τη σπανιότητα.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η αυξανόμενη επιρροή των χωρών που ελέγχουν την προσφορά αυτών των ορυκτών.
Η Κίνα κυριαρχεί παγκοσμίως στην αγορά
Το Πεκίνο προμηθεύει περίπου το 85–95% των επεξεργασμένων σπάνιων γαιών παγκοσμίως – πολλές από τις οποίες ανήκουν και στα κρίσιμα ορυκτά – χάρη σε μονοπώλιο δεκαετιών στις ικανότητες καθαρισμού αυτών των στοιχείων.
Η Κίνα μόνη της καλύπτει το 85–90% της παγκόσμιας παραγωγής των σπάνιων ορυκτών.
Παράλληλα, οι κινεζικές εγκαταστάσεις παρέχουν το 68% του κοβαλτίου, το 65% του νικελίου και το 60% του λιθίου κατάλληλου για μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων.
Η Κίνα έχει επίσης αποδείξει στο παρελθόν πως δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη θέση ισχύος της για να αποσταθεροποιήσει εφοδιαστικές αλυσίδες για τα πολιτικά της οφέλη.
Η ευπάθεια αυτή επιδεινώθηκε από τους δασμούς της εποχής Τραμπ και τη γενικότερη στροφή προς τον οικονομικό προστατευτισμό.
Ως αποτέλεσμα, δεν αποκλείεται να υπάρξει σοβαρή αναταραχή και αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές καθαρής ενέργειας, με ευρείες περιβαλλοντικές και οικονομικές συνέπειες.
«Αν οι παραγωγοί αυτών των ορυκτών αποφασίσουν να περιορίσουν την πρόσβαση για πολιτικούς λόγους, αν οι τιμές εκτιναχθούν ή αν η ζήτηση αυξηθεί από άλλες βιομηχανίες», αναφέρει το Vox, «εταιρείες θα μπορούσαν να χρεοκοπήσουν και οι προσπάθειες περιορισμού της κλιματικής αλλαγής να επιβραδυνθούν».
www.worldenergynews.gr






