Σύμφωνα με ανάλυση του CSIS (Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών), η κατανάλωση ενέργειας από data centers αφιερωμένα στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) ενδέχεται να αυξηθεί από 4 GW το 2024 σε 84 GW έως το 2030 — μια αύξηση της τάξης του 2.100%
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πλήθος δεδομένων και μελετών δείχνουν μια εκρηκτική αύξηση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων.
Σύμφωνα με ανάλυση του CSIS (Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών), η κατανάλωση ενέργειας από data centers αφιερωμένα στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) ενδέχεται να αυξηθεί από 4 GW το 2024 σε 84 GW έως το 2030 — μια αύξηση της τάξης του 2.100%.
Αυτή τη στιγμή, ολόκληρος ο τομέας των data centers καταναλώνει περίπου 20 GW, που αντιστοιχούν στο 4,4% της ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ.
Το ποσοστό αυτό αναμένεται να φτάσει έως και το 12% έως το 2028, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Εργαστηρίου Lawrence Berkeley (LBNL).
Παρότι οι προβλέψεις διαφέρουν λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας AI και της αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική εμπορική της αξία, η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη: ο τομέας της ενέργειας θα γνωρίσει έντονη ανάπτυξη.
Ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις προβλέπουν ότι η ζήτηση για data centers θα διπλασιαστεί ως το 2030.
Ωστόσο, πίσω από τους εθνικούς μέσους όρους, η γεωγραφική κατανομή επενδύσεων θα καθορίσει το μέγεθος της πίεσης στον ενεργειακό τομέα.
Η Βόρεια Βιρτζίνια, που αποτελεί το μεγαλύτερο παγκοσμίως κέντρο data center, προβλέπεται να αυξήσει τη ζήτηση από 5 GW το 2024 σε 20 GW το 2030.
Με τις καθυστερήσεις σύνδεσης να φτάνουν τα επτά χρόνια, άλλες Πολιτείες προσελκύουν πλέον επενδύσεις.
Ξεχωρίζει το Τέξας, που αναμένεται να φιλοξενήσει πάνω από 10 GW νέων data centers, ενώ Πολιτείες όπως η Λουιζιάνα, το Μισισίπι και το Νέο Μεξικό δέχονται επενδύσεις γιγαβατικής κλίμακας, ξεκινώντας από το μηδέν.
Η επιλογή τοποθεσίας εξαρτάται από τη δυνατότητα ταχείας αδειοδότησης και υποστήριξης του ενεργειακού δικτύου. Σε αντίθεση, οι βορειοανατολικές Πολιτείες (Νέα Υόρκη, Νέα Αγγλία) αντιπροσωπεύουν το 15% του ΑΕΠ των ΗΠΑ αλλά θα λάβουν λιγότερο από το 5% των επενδύσεων σε data centers.
Η ραγδαία εξέλιξη στον σχεδιασμό των AI μοντέλων προκαλεί αβεβαιότητα ως προς τη διάρθρωση της επέκτασης των κέντρων δεδομένων.
Αν οι μεγάλες προεκπαιδεύσεις (pre-training runs) συνεχίσουν να είναι κρίσιμες για την πρόοδο στην απόδοση, τότε θα απαιτούνται εξαιρετικά μεγάλα, πολλών γιγαβάτ, εξειδικευμένα κέντρα για εκπαίδευση.
Αν όμως η πρόοδος μετατοπιστεί στην περίοδο μετά την εκπαίδευση (post-training) και στις τεχνικές ενισχυτικής μάθησης (reinforcement learning), τότε τα κέντρα δεδομένων που εστιάζουν στην «εξαγωγή συμπερασμάτων» (inference) θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία.
Οι προβλέψεις συγκλίνουν ότι η ζήτηση για υπολογιστική ισχύ τύπου inference — για παροχή υπηρεσιών — θα ξεπεράσει κατά πολύ την ισχύ που αφιερώνεται στην εκπαίδευση των μοντέλων.
Καθώς ωριμάζει το εμπορικό τοπίο των εφαρμογών και υπηρεσιών AI, η διάκριση μεταξύ inference μετά την εκπαίδευση και inference για παροχή υπηρεσιών μπορεί να αρχίσει να γίνεται δυσδιάκριτη.
Για την πορεία του Ηλεκτρικού Συστήματος των ΗΠΑ
Ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από επενδύσεις με μεγάλο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης και πολύ μακρές περιόδους λειτουργίας. Γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης ή πυρηνικοί σταθμοί μπορούν άνετα να λειτουργούν για περισσότερα από 60 χρόνια. Αυτή η πραγματικότητα συγκρούεται με τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να κλιμακώσει τα κέντρα δεδομένων με ρυθμούς αντίστοιχους της ταχύτητας με την οποία εξελίσσεται η τεχνολογία AI — δηλαδή με βελτιώσεις που έρχονται μήνα με τον μήνα. Αυτή η χρονική αναντιστοιχία δημιουργεί μια οξεία πρόκληση για τον ενεργειακό τομέα στο άμεσο μέλλον.
Αυτές οι βραχυπρόθεσμες προκλήσεις κινδυνεύουν να κρύψουν μια βαθύτερη μεταβολή στη σχέση μεταξύ ηλεκτρικής ενέργειας και συνολικής οικονομικής ανάπτυξης. Η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργεί έναν νέο άξονα συνεχούς αύξησης της ζήτησης για υπολογιστική ισχύ και, κατ’ επέκταση, για ηλεκτρική ενέργεια στην οικονομία. Καθώς τα οφέλη παραγωγικότητας που φέρνει η AI προωθούν την οικονομική ανάπτυξη και η ζήτηση για υπολογιστική ισχύ αυξάνεται, είναι πιθανό η ηλεκτρική ένταση της οικονομίας των ΗΠΑ να αντιστρέψει την πτωτική της πορεία δεκαετιών.
Η έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σε αυτή την τάση. Η κατασκευή ημιαγωγών και η παραγωγή μπαταριών είναι δύο ακόμα τομείς ιδιαίτερα ενεργοβόροι αλλά στρατηγικής σημασίας, που αναμένεται να αναπτυχθούν με ισχυρή πολιτική υποστήριξη. Νέα κέντρα παραγωγής ημιαγωγών σε Αριζόνα και Νέα Υόρκη θα μπορούσαν να καταναλώνουν σχεδόν 1 γιγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας το καθένα όταν φτάσουν σε πλήρη λειτουργία.
Τέλος, σε όλη την οικονομία παρατηρείται μια υποκείμενη τάση εξηλεκτρισμού — στις μεταφορές, τη θέρμανση και τις βιομηχανικές εφαρμογές — η οποία μεταφέρει όλο και περισσότερη κατανάλωση ενέργειας προς τον ηλεκτρισμό. Συνολικά, όλοι αυτοί οι παράγοντες υποδεικνύουν ότι ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας θα καταστεί όλο και πιο κεντρικός τόσο για την οικονομική πορεία όσο και για τους στρατηγικούς στόχους πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, οι ανεξάρτητοι παραγωγοί ενέργειας και οι παίκτες της εφοδιαστικής αλυσίδας πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα νέο παράδειγμα μακροπρόθεσμης τομεακής ανάπτυξης. Εκτός από τις προφανείς επενδύσεις που απαιτούνται για την υποστήριξη αυτής της ανάπτυξης, μια βαθύτερη πρόκληση είναι η αλλαγή των πολιτισμικών προτύπων στον τρόπο λειτουργίας των εταιρειών κοινής ωφελείας, των ρυθμιστικών αρχών και των ανεξάρτητων διαχειριστών δικτύου.
Σε επίπεδο ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ένα βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο οι δεκαετίες ενεργειακής πολιτικής που ήταν προσανατολισμένες κυρίως στις αγορές πετρελαίου μπορούν να προσαρμοστούν σε μια νέα εποχή όπου η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της μακροπρόθεσμης εθνικής ισχύος. Η στρατηγική υπόθεση ότι η τεχνητή νοημοσύνη καθιστά την ηλεκτρική ενέργεια το νέο κεντρικό πεδίο του παγκόσμιου ενεργειακού ανταγωνισμού υποδηλώνει την ανάγκη για τολμηρή νέα σκέψη στον τομέα της πολιτικής.
Η πρώτη και πιο επείγουσα πρόκληση σε εθνικό επίπεδο είναι το σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης. Χωρίς την επέκταση της χωρητικότητας του δικτύου, είναι αδύνατο να προστεθούν νέες μονάδες παραγωγής και να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση με τον ρυθμό που απαιτείται για να διατηρηθεί ηγετική θέση στις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης.
Σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ, η παραγωγή ενέργειας λειτουργεί σε ανταγωνιστική αγορά ή είναι σχετικά εύκολο να αποδοθεί νέα παραγωγή σε νέες απαιτήσεις συγκεκριμένων πελατών.
Αντιθέτως, η μεταφορά είναι ένα ημι-δημόσιο αγαθό. Οι επενδύσεις σε γραμμές υψηλής τάσης αποφέρουν οφέλη σε όλους τους καταναλωτές, γεγονός που καθιστά δύσκολη την επιμερισμένη χρέωση — είτε προς έναν συγκεκριμένο πελάτη datacenter είτε προς τους καταναλωτές ενός συγκεκριμένου πολιτειακού δικτύου.
Η μεταφορά υψηλής τάσης προσφέρει ευελιξία, επιτρέποντας την κάλυψη μελλοντικών αυξήσεων της ζήτησης, νέες προτιμήσεις στην παραγωγή ενέργειας και πρότυπα οικονομικής ανάπτυξης, ακόμη κι όταν οι διαχειριστές συστημάτων δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια τις εξελίξεις. Αυτή η “στρατηγική αξία επιλογής” είναι ένα δημόσιο αγαθό, το οποίο υποτιμάται από τις υπάρχουσες ρυθμιστικές διαδικασίες.
Απαιτείται νέος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για το δίκτυο μεταφοράς και σημαντικά αυξημένες επενδύσεις, με τη στρατηγική υπόθεση ως οδηγό.
Η δεύτερη πρόκληση της ενεργειακής πολιτικής είναι το ύψος του κόστους. Είναι σαφές ότι οι επενδύσεις τόσο στην παραγωγή όσο και στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να αυξηθούν για να καλύψουν τη ραγδαία ζήτηση από τα datacenters. Κατά κανόνα, η αύξηση των επενδύσεων σημαίνει αύξηση των τιμολογίων για τους καταναλωτές – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα κόστη επιμερίζονται στους χρήστες εξαρτάται από τα θεσμικά πλαίσια κάθε Πολιτείας. Όμως, όπου κι αν γίνει, η πολιτική αντίδραση από την άνοδο των τιμολογίων μπορεί να υπονομεύσει την κοινωνική συναίνεση για την επιδίωξη ηγετικής θέσης στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η αύξηση της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για την αναβάθμιση και την επέκταση των γραμμών υψηλής τάσης είναι μια λύση σε αυτό το πρόβλημα.
Τέτοια χρηματοδότηση βοηθά να μειωθεί το κόστος υποδομών που διαφορετικά θα μεταφερόταν στους καταναλωτές. Διατηρώντας σταθερότερα τα τιμολόγια ρεύματος και διευκολύνοντας τις επενδύσεις, η στρατηγική επένδυση στο δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης μετατρέπεται σε βασικό στήριγμα της εθνικής στρατηγικής για την τεχνητή νοημοσύνη.
Τέλος, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις της μείωσης των εκπομπών και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής θα παραμείνουν. Οι άμεσες ανάγκες της τεχνητής νοημοσύνης θα έχουν προτεραιότητα έναντι της μείωσης των εκπομπών – και αυτό είναι αναπόφευκτο και σωστό για τη χώρα.
Ωστόσο, η επίλυση των προκλήσεων που σχετίζονται με την αύξηση του φορτίου λόγω AI θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια νέα εποχή επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας και να ανοίξει δρόμους για μακροπρόθεσμο αποανθρακοποίηση που μέχρι πρότινος έμοιαζε θεωρητική. Η τεχνολογία AI μπορεί να λύσει προβλήματα βελτιστοποίησης του δικτύου που εδώ και καιρό εμποδίζουν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών. Αν δεν μπορέσουμε να επεκτείνουμε το σύστημα ώστε να καλύψει τη ζήτηση της τεχνητής νοημοσύνης, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποανθρακοποιήσουμε την οικονομία.
Αντιθέτως, μια αναπτυσσόμενη οικονομία και ένα τεχνολογικό μέτωπο που προοδεύει ραγδαία μπορούν να κάνουν την ουσιαστική αποανθρακοποίηση εφικτή.
Το συμπέρασμα
Η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης ως νέας πηγής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας – κρίσιμης για την τεχνολογική και διεθνή ηγεσία των ΗΠΑ – θα ταρακουνήσει ένα σύστημα που είχε βυθιστεί σε στασιμότητα λόγω δεκαετιών αργής ανάπτυξης. Για πρώτη φορά εδώ και μία γενιά, αυτό δημιουργεί ευκαιρίες για το αμερικανικό ενεργειακό σύστημα να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί και να καινοτομήσει στον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Όμως αυτή η ευκαιρία δεν θα έρθει χωρίς προκλήσεις, τόσο για τον ιδιωτικό τομέα όσο και για την κυβέρνηση.
Στον “αγώνα ταχύτητας προς την ενέργεια” που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να κινηθούν γρήγορα, να επαναπροσδιορίσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και να επιταχύνουν την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Θα τους ζητηθεί να αναλάβουν μεγάλα ρίσκα σε έναν τομέα που παραδοσιακά αποφεύγει το ρίσκο. Αυτού του είδους η καινοτομία και ανάληψη κινδύνου είναι απαραίτητες για τη διαμόρφωση νέων εμπορικών μοντέλων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της τεχνητής νοημοσύνης, χωρίς να επιβαρύνουν υπερβολικά τους υπόλοιπους καταναλωτές – οι οποίοι είναι και ψηφοφόροι.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να παίξει υποστηρικτικό ρόλο ή να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών λόγω της ακριβότερης ενέργειας. Ταυτόχρονα, οι κυβερνητικές ενέργειες στο άμεσο μέλλον είναι απαραίτητες για να απελευθερωθεί μια “βιώσιμη εποχή ανάπτυξης” μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Παραδείγματα: η άμεση πρόοδος στον σχεδιασμό, την αδειοδότηση και την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών και υποδομών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
www.worldenergynews.gr
Σύμφωνα με ανάλυση του CSIS (Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών), η κατανάλωση ενέργειας από data centers αφιερωμένα στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) ενδέχεται να αυξηθεί από 4 GW το 2024 σε 84 GW έως το 2030 — μια αύξηση της τάξης του 2.100%.
Αυτή τη στιγμή, ολόκληρος ο τομέας των data centers καταναλώνει περίπου 20 GW, που αντιστοιχούν στο 4,4% της ηλεκτρικής ενέργειας των ΗΠΑ.
Το ποσοστό αυτό αναμένεται να φτάσει έως και το 12% έως το 2028, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Εθνικού Εργαστηρίου Lawrence Berkeley (LBNL).
Παρότι οι προβλέψεις διαφέρουν λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας AI και της αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική εμπορική της αξία, η κατεύθυνση είναι ξεκάθαρη: ο τομέας της ενέργειας θα γνωρίσει έντονη ανάπτυξη.
Ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις προβλέπουν ότι η ζήτηση για data centers θα διπλασιαστεί ως το 2030.
Ωστόσο, πίσω από τους εθνικούς μέσους όρους, η γεωγραφική κατανομή επενδύσεων θα καθορίσει το μέγεθος της πίεσης στον ενεργειακό τομέα.
Η Βόρεια Βιρτζίνια, που αποτελεί το μεγαλύτερο παγκοσμίως κέντρο data center, προβλέπεται να αυξήσει τη ζήτηση από 5 GW το 2024 σε 20 GW το 2030.
Με τις καθυστερήσεις σύνδεσης να φτάνουν τα επτά χρόνια, άλλες Πολιτείες προσελκύουν πλέον επενδύσεις.
Ξεχωρίζει το Τέξας, που αναμένεται να φιλοξενήσει πάνω από 10 GW νέων data centers, ενώ Πολιτείες όπως η Λουιζιάνα, το Μισισίπι και το Νέο Μεξικό δέχονται επενδύσεις γιγαβατικής κλίμακας, ξεκινώντας από το μηδέν.
Η επιλογή τοποθεσίας εξαρτάται από τη δυνατότητα ταχείας αδειοδότησης και υποστήριξης του ενεργειακού δικτύου. Σε αντίθεση, οι βορειοανατολικές Πολιτείες (Νέα Υόρκη, Νέα Αγγλία) αντιπροσωπεύουν το 15% του ΑΕΠ των ΗΠΑ αλλά θα λάβουν λιγότερο από το 5% των επενδύσεων σε data centers.
Η ραγδαία εξέλιξη στον σχεδιασμό των AI μοντέλων προκαλεί αβεβαιότητα ως προς τη διάρθρωση της επέκτασης των κέντρων δεδομένων.
Αν οι μεγάλες προεκπαιδεύσεις (pre-training runs) συνεχίσουν να είναι κρίσιμες για την πρόοδο στην απόδοση, τότε θα απαιτούνται εξαιρετικά μεγάλα, πολλών γιγαβάτ, εξειδικευμένα κέντρα για εκπαίδευση.
Αν όμως η πρόοδος μετατοπιστεί στην περίοδο μετά την εκπαίδευση (post-training) και στις τεχνικές ενισχυτικής μάθησης (reinforcement learning), τότε τα κέντρα δεδομένων που εστιάζουν στην «εξαγωγή συμπερασμάτων» (inference) θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία.
Οι προβλέψεις συγκλίνουν ότι η ζήτηση για υπολογιστική ισχύ τύπου inference — για παροχή υπηρεσιών — θα ξεπεράσει κατά πολύ την ισχύ που αφιερώνεται στην εκπαίδευση των μοντέλων.
Καθώς ωριμάζει το εμπορικό τοπίο των εφαρμογών και υπηρεσιών AI, η διάκριση μεταξύ inference μετά την εκπαίδευση και inference για παροχή υπηρεσιών μπορεί να αρχίσει να γίνεται δυσδιάκριτη.
Για την πορεία του Ηλεκτρικού Συστήματος των ΗΠΑ
Ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από επενδύσεις με μεγάλο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης και πολύ μακρές περιόδους λειτουργίας. Γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης ή πυρηνικοί σταθμοί μπορούν άνετα να λειτουργούν για περισσότερα από 60 χρόνια. Αυτή η πραγματικότητα συγκρούεται με τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να κλιμακώσει τα κέντρα δεδομένων με ρυθμούς αντίστοιχους της ταχύτητας με την οποία εξελίσσεται η τεχνολογία AI — δηλαδή με βελτιώσεις που έρχονται μήνα με τον μήνα. Αυτή η χρονική αναντιστοιχία δημιουργεί μια οξεία πρόκληση για τον ενεργειακό τομέα στο άμεσο μέλλον.
Αυτές οι βραχυπρόθεσμες προκλήσεις κινδυνεύουν να κρύψουν μια βαθύτερη μεταβολή στη σχέση μεταξύ ηλεκτρικής ενέργειας και συνολικής οικονομικής ανάπτυξης. Η τεχνητή νοημοσύνη δημιουργεί έναν νέο άξονα συνεχούς αύξησης της ζήτησης για υπολογιστική ισχύ και, κατ’ επέκταση, για ηλεκτρική ενέργεια στην οικονομία. Καθώς τα οφέλη παραγωγικότητας που φέρνει η AI προωθούν την οικονομική ανάπτυξη και η ζήτηση για υπολογιστική ισχύ αυξάνεται, είναι πιθανό η ηλεκτρική ένταση της οικονομίας των ΗΠΑ να αντιστρέψει την πτωτική της πορεία δεκαετιών.
Η έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σε αυτή την τάση. Η κατασκευή ημιαγωγών και η παραγωγή μπαταριών είναι δύο ακόμα τομείς ιδιαίτερα ενεργοβόροι αλλά στρατηγικής σημασίας, που αναμένεται να αναπτυχθούν με ισχυρή πολιτική υποστήριξη. Νέα κέντρα παραγωγής ημιαγωγών σε Αριζόνα και Νέα Υόρκη θα μπορούσαν να καταναλώνουν σχεδόν 1 γιγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας το καθένα όταν φτάσουν σε πλήρη λειτουργία.
Τέλος, σε όλη την οικονομία παρατηρείται μια υποκείμενη τάση εξηλεκτρισμού — στις μεταφορές, τη θέρμανση και τις βιομηχανικές εφαρμογές — η οποία μεταφέρει όλο και περισσότερη κατανάλωση ενέργειας προς τον ηλεκτρισμό. Συνολικά, όλοι αυτοί οι παράγοντες υποδεικνύουν ότι ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας θα καταστεί όλο και πιο κεντρικός τόσο για την οικονομική πορεία όσο και για τους στρατηγικούς στόχους πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, οι ανεξάρτητοι παραγωγοί ενέργειας και οι παίκτες της εφοδιαστικής αλυσίδας πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα νέο παράδειγμα μακροπρόθεσμης τομεακής ανάπτυξης. Εκτός από τις προφανείς επενδύσεις που απαιτούνται για την υποστήριξη αυτής της ανάπτυξης, μια βαθύτερη πρόκληση είναι η αλλαγή των πολιτισμικών προτύπων στον τρόπο λειτουργίας των εταιρειών κοινής ωφελείας, των ρυθμιστικών αρχών και των ανεξάρτητων διαχειριστών δικτύου.
Σε επίπεδο ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ένα βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο οι δεκαετίες ενεργειακής πολιτικής που ήταν προσανατολισμένες κυρίως στις αγορές πετρελαίου μπορούν να προσαρμοστούν σε μια νέα εποχή όπου η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της μακροπρόθεσμης εθνικής ισχύος. Η στρατηγική υπόθεση ότι η τεχνητή νοημοσύνη καθιστά την ηλεκτρική ενέργεια το νέο κεντρικό πεδίο του παγκόσμιου ενεργειακού ανταγωνισμού υποδηλώνει την ανάγκη για τολμηρή νέα σκέψη στον τομέα της πολιτικής.
Η πρώτη και πιο επείγουσα πρόκληση σε εθνικό επίπεδο είναι το σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης. Χωρίς την επέκταση της χωρητικότητας του δικτύου, είναι αδύνατο να προστεθούν νέες μονάδες παραγωγής και να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση με τον ρυθμό που απαιτείται για να διατηρηθεί ηγετική θέση στις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης.
Σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ, η παραγωγή ενέργειας λειτουργεί σε ανταγωνιστική αγορά ή είναι σχετικά εύκολο να αποδοθεί νέα παραγωγή σε νέες απαιτήσεις συγκεκριμένων πελατών.
Αντιθέτως, η μεταφορά είναι ένα ημι-δημόσιο αγαθό. Οι επενδύσεις σε γραμμές υψηλής τάσης αποφέρουν οφέλη σε όλους τους καταναλωτές, γεγονός που καθιστά δύσκολη την επιμερισμένη χρέωση — είτε προς έναν συγκεκριμένο πελάτη datacenter είτε προς τους καταναλωτές ενός συγκεκριμένου πολιτειακού δικτύου.
Η μεταφορά υψηλής τάσης προσφέρει ευελιξία, επιτρέποντας την κάλυψη μελλοντικών αυξήσεων της ζήτησης, νέες προτιμήσεις στην παραγωγή ενέργειας και πρότυπα οικονομικής ανάπτυξης, ακόμη κι όταν οι διαχειριστές συστημάτων δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια τις εξελίξεις. Αυτή η “στρατηγική αξία επιλογής” είναι ένα δημόσιο αγαθό, το οποίο υποτιμάται από τις υπάρχουσες ρυθμιστικές διαδικασίες.
Απαιτείται νέος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για το δίκτυο μεταφοράς και σημαντικά αυξημένες επενδύσεις, με τη στρατηγική υπόθεση ως οδηγό.
Η δεύτερη πρόκληση της ενεργειακής πολιτικής είναι το ύψος του κόστους. Είναι σαφές ότι οι επενδύσεις τόσο στην παραγωγή όσο και στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να αυξηθούν για να καλύψουν τη ραγδαία ζήτηση από τα datacenters. Κατά κανόνα, η αύξηση των επενδύσεων σημαίνει αύξηση των τιμολογίων για τους καταναλωτές – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα κόστη επιμερίζονται στους χρήστες εξαρτάται από τα θεσμικά πλαίσια κάθε Πολιτείας. Όμως, όπου κι αν γίνει, η πολιτική αντίδραση από την άνοδο των τιμολογίων μπορεί να υπονομεύσει την κοινωνική συναίνεση για την επιδίωξη ηγετικής θέσης στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Η αύξηση της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για την αναβάθμιση και την επέκταση των γραμμών υψηλής τάσης είναι μια λύση σε αυτό το πρόβλημα.
Τέτοια χρηματοδότηση βοηθά να μειωθεί το κόστος υποδομών που διαφορετικά θα μεταφερόταν στους καταναλωτές. Διατηρώντας σταθερότερα τα τιμολόγια ρεύματος και διευκολύνοντας τις επενδύσεις, η στρατηγική επένδυση στο δίκτυο μεταφοράς υψηλής τάσης μετατρέπεται σε βασικό στήριγμα της εθνικής στρατηγικής για την τεχνητή νοημοσύνη.
Τέλος, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις της μείωσης των εκπομπών και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής θα παραμείνουν. Οι άμεσες ανάγκες της τεχνητής νοημοσύνης θα έχουν προτεραιότητα έναντι της μείωσης των εκπομπών – και αυτό είναι αναπόφευκτο και σωστό για τη χώρα.
Ωστόσο, η επίλυση των προκλήσεων που σχετίζονται με την αύξηση του φορτίου λόγω AI θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια νέα εποχή επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας και να ανοίξει δρόμους για μακροπρόθεσμο αποανθρακοποίηση που μέχρι πρότινος έμοιαζε θεωρητική. Η τεχνολογία AI μπορεί να λύσει προβλήματα βελτιστοποίησης του δικτύου που εδώ και καιρό εμποδίζουν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών. Αν δεν μπορέσουμε να επεκτείνουμε το σύστημα ώστε να καλύψει τη ζήτηση της τεχνητής νοημοσύνης, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποανθρακοποιήσουμε την οικονομία.
Αντιθέτως, μια αναπτυσσόμενη οικονομία και ένα τεχνολογικό μέτωπο που προοδεύει ραγδαία μπορούν να κάνουν την ουσιαστική αποανθρακοποίηση εφικτή.
Το συμπέρασμα
Η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης ως νέας πηγής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας – κρίσιμης για την τεχνολογική και διεθνή ηγεσία των ΗΠΑ – θα ταρακουνήσει ένα σύστημα που είχε βυθιστεί σε στασιμότητα λόγω δεκαετιών αργής ανάπτυξης. Για πρώτη φορά εδώ και μία γενιά, αυτό δημιουργεί ευκαιρίες για το αμερικανικό ενεργειακό σύστημα να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί και να καινοτομήσει στον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Όμως αυτή η ευκαιρία δεν θα έρθει χωρίς προκλήσεις, τόσο για τον ιδιωτικό τομέα όσο και για την κυβέρνηση.
Στον “αγώνα ταχύτητας προς την ενέργεια” που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να κινηθούν γρήγορα, να επαναπροσδιορίσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και να επιταχύνουν την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Θα τους ζητηθεί να αναλάβουν μεγάλα ρίσκα σε έναν τομέα που παραδοσιακά αποφεύγει το ρίσκο. Αυτού του είδους η καινοτομία και ανάληψη κινδύνου είναι απαραίτητες για τη διαμόρφωση νέων εμπορικών μοντέλων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της τεχνητής νοημοσύνης, χωρίς να επιβαρύνουν υπερβολικά τους υπόλοιπους καταναλωτές – οι οποίοι είναι και ψηφοφόροι.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να παίξει υποστηρικτικό ρόλο ή να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών λόγω της ακριβότερης ενέργειας. Ταυτόχρονα, οι κυβερνητικές ενέργειες στο άμεσο μέλλον είναι απαραίτητες για να απελευθερωθεί μια “βιώσιμη εποχή ανάπτυξης” μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Παραδείγματα: η άμεση πρόοδος στον σχεδιασμό, την αδειοδότηση και την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών και υποδομών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
www.worldenergynews.gr






