Σύμφωνα με τη μελέτη της Grant Thornton «οι ελληνικές χρεώσεις είναι συστηματικά υψηλότερες και πιο ευμετάβλητες. Συγκεκριμένα η μέση χρέωση ως ποσοστό της Οριακής Τιμής Συστήματος (ΟΤΣ) διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο ~12% την περίοδο 2024-2025 (έως Απρίλιο), έναντι ~3% στην Ιταλία
Εξαιρετικά υψηλό είναι το κόστος της ελληνικής Αγοράς Εξισορρόπησης ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αποτυπώνεται στον Λογαριασμό Προσαυξήσεων (ΛΠ3), ο οποίος επιβαρύνει την τελική τιμή του ρεύματος. Το θέμα αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά από την ΕΒΙΚΕΝ για λογαριασμό της οποίας εκπονήθηκε νέα μελέτη της Grant Thornton που συγκρίνει τα κόστη της Αγοράς Εξισορρόπησης στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, παρά το γεγονός ότι η Αγορά Επόμενης Ημέρας της Ελλάδας είναι φθηνότερη από αυτή της Ιταλίας, το επιπλέον κόστος της Αγοράς Εξισορρόπησης το οποίο προστίθεται και διαμορφώνει την τελική χονδρική τιμή του ρεύματος, στην ελληνική αγορά είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σχέση με την ιταλική, επιβαρύνοντας τόσο τους προμηθευτές ηλεκτρισμού όσο και τους μεγάλους καταναλωτές όπως οι βιομηχανίες.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με τη μελέτη της Grant Thornton «οι ελληνικές χρεώσεις είναι συστηματικά υψηλότερες και πιο ευμετάβλητες. Συγκεκριμένα η μέση χρέωση ως ποσοστό της Οριακής Τιμής Συστήματος (ΟΤΣ) διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο ~12% την περίοδο 2024-2025 (έως Απρίλιο), έναντι ~3% στην Ιταλία. Οι αντίστοιχες χρεώσεις ανήλθαν κατά μέσο όρο σε 12,2 ευρώ/MWh στην Ελλάδα και 3 ευρώ/MWh στην Ιταλία κατά την ίδια περίοδο».
Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΒΙΚΕΝ το επιπλέον κόστος της ελληνικής αγοράς Εξισορρόπησης σε σχέση με αυτή της Ιταλίας προσεγγίζει τα 700 εκατ. ευρώ και αυτό παρά το γεγονός ότι η ιταλική αγορά είναι εξαπλάσια σε μέγεθος σε σχέση με την ελληνική.


Σε ΥΠΕΝ και ΡΑΑΕΥ η μελέτη
Η μελέτη της Grant Thorton έχει σταλεί ήδη στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αλλά και στην ηγεσία της ΡΑΑΕΥ από τους οποίους εδώ και αρκετό διάστημα η ΕΒΙΚΕΝ ζητεί παρεμβάσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους σημειώνοντας, ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στον Λογαριασμό Προσαυξήσεων 3 της Αγοράς Εξισορρόπησης, το κόστος του οποίου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 15,22 ευρώ/MWh.
Με βάση αυτά τα δεδομένα η βιομηχανία ζητεί τον μετασχηματισμό της Αγοράς Εξισορρόπησης ενώ εξετάζει και το ενδεχόμενο προσφυγής της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Μάλιστα επισημαίνεται, ότι στο κόστος αυτό δεν περιλαμβάνεται το κόστος της ανακατανομής (redispatch), που το 2023 ήταν περίπου 280 εκατ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι ο Λογαριασμός Προσαυξήσεων (ΛΠ3) είναι ο ένας από τους τρεις λογαριασμός στην Αγορά Εξισορρόπησης που αυξάνεται όσο μεγαλώνει η απόκλιση μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης, φαινόμενο που γίνεται ακόμα πιο έντονο όσο αυξάνει η διείσδυση των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα, καθώς η παραγωγή τους είναι ασταθής και μη προβλέψιμη, δεδομένου ότι εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες.
Στελέχη της βιομηχανίας θεωρούν ότι μέρος των αποκλίσεων οφείλεται σε υπερδηλώσεις φορτίων σε σχέση με τη ζήτηση και ζητούν να ληφθούν μέτρα, καθώς το κόστος αυτό επιβαρύνει την τιμή του ρεύματος, που πληρώνουν οι επιχειρήσεις και γενικότερα οι καταναλωτές. Επίσης η αύξηση του ΛΠ3 αποδίδεται και στο γεγονός ότι για λόγους ομαλής λειτουργίας του συστήματος ο ΑΔΜΗΕ ζητεί την υποχρεωτική ένταξη μονάδων όπως συμβαίνει από την 1η Ιουλίου με τις λιγνιτικές μονάδες Άγιος Δημήτριος 3και 4.
Όπως αναφέρεται στη μελέτης της Grant Thorton στο πλαίσιο της συγκριτικής αξιολόγησης, αναλύθηκαν τα στοιχεία του κόστους εξισορρόπησης στην Ιταλία και συγκρίθηκαν με την χρέωση των Λογαριασμών Προσαυξήσεων 3 στην Ελλάδα. Η ανάλυση καταδεικνύει ότι οι ελληνικές χρεώσεις είναι συστηματικά υψηλότερες και πιο ευμετάβλητες.
Μάλιστα σύμφωνα με τη μελέτη το χάσμα αυτό διευρύνεται αισθητά από το β’ εξάμηνο του 2024 και έπειτα, αντανακλώντας διαρθρωτικές διαφορές στη λειτουργία των αγορών εξισορρόπησης, όπως επίσης και στη μεθοδολογία κατανομής κόστους και εσόδων από τις συγκεκριμένες αγορές.
www.worldenergynews.gr
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, παρά το γεγονός ότι η Αγορά Επόμενης Ημέρας της Ελλάδας είναι φθηνότερη από αυτή της Ιταλίας, το επιπλέον κόστος της Αγοράς Εξισορρόπησης το οποίο προστίθεται και διαμορφώνει την τελική χονδρική τιμή του ρεύματος, στην ελληνική αγορά είναι κατά πολύ υψηλότερη σε σχέση με την ιταλική, επιβαρύνοντας τόσο τους προμηθευτές ηλεκτρισμού όσο και τους μεγάλους καταναλωτές όπως οι βιομηχανίες.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με τη μελέτη της Grant Thornton «οι ελληνικές χρεώσεις είναι συστηματικά υψηλότερες και πιο ευμετάβλητες. Συγκεκριμένα η μέση χρέωση ως ποσοστό της Οριακής Τιμής Συστήματος (ΟΤΣ) διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο ~12% την περίοδο 2024-2025 (έως Απρίλιο), έναντι ~3% στην Ιταλία. Οι αντίστοιχες χρεώσεις ανήλθαν κατά μέσο όρο σε 12,2 ευρώ/MWh στην Ελλάδα και 3 ευρώ/MWh στην Ιταλία κατά την ίδια περίοδο».
Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΒΙΚΕΝ το επιπλέον κόστος της ελληνικής αγοράς Εξισορρόπησης σε σχέση με αυτή της Ιταλίας προσεγγίζει τα 700 εκατ. ευρώ και αυτό παρά το γεγονός ότι η ιταλική αγορά είναι εξαπλάσια σε μέγεθος σε σχέση με την ελληνική.


Σε ΥΠΕΝ και ΡΑΑΕΥ η μελέτη
Η μελέτη της Grant Thorton έχει σταλεί ήδη στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αλλά και στην ηγεσία της ΡΑΑΕΥ από τους οποίους εδώ και αρκετό διάστημα η ΕΒΙΚΕΝ ζητεί παρεμβάσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους σημειώνοντας, ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στον Λογαριασμό Προσαυξήσεων 3 της Αγοράς Εξισορρόπησης, το κόστος του οποίου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025 ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 15,22 ευρώ/MWh.
Με βάση αυτά τα δεδομένα η βιομηχανία ζητεί τον μετασχηματισμό της Αγοράς Εξισορρόπησης ενώ εξετάζει και το ενδεχόμενο προσφυγής της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Μάλιστα επισημαίνεται, ότι στο κόστος αυτό δεν περιλαμβάνεται το κόστος της ανακατανομής (redispatch), που το 2023 ήταν περίπου 280 εκατ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι ο Λογαριασμός Προσαυξήσεων (ΛΠ3) είναι ο ένας από τους τρεις λογαριασμός στην Αγορά Εξισορρόπησης που αυξάνεται όσο μεγαλώνει η απόκλιση μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης, φαινόμενο που γίνεται ακόμα πιο έντονο όσο αυξάνει η διείσδυση των ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα, καθώς η παραγωγή τους είναι ασταθής και μη προβλέψιμη, δεδομένου ότι εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες.
Στελέχη της βιομηχανίας θεωρούν ότι μέρος των αποκλίσεων οφείλεται σε υπερδηλώσεις φορτίων σε σχέση με τη ζήτηση και ζητούν να ληφθούν μέτρα, καθώς το κόστος αυτό επιβαρύνει την τιμή του ρεύματος, που πληρώνουν οι επιχειρήσεις και γενικότερα οι καταναλωτές. Επίσης η αύξηση του ΛΠ3 αποδίδεται και στο γεγονός ότι για λόγους ομαλής λειτουργίας του συστήματος ο ΑΔΜΗΕ ζητεί την υποχρεωτική ένταξη μονάδων όπως συμβαίνει από την 1η Ιουλίου με τις λιγνιτικές μονάδες Άγιος Δημήτριος 3και 4.
Όπως αναφέρεται στη μελέτης της Grant Thorton στο πλαίσιο της συγκριτικής αξιολόγησης, αναλύθηκαν τα στοιχεία του κόστους εξισορρόπησης στην Ιταλία και συγκρίθηκαν με την χρέωση των Λογαριασμών Προσαυξήσεων 3 στην Ελλάδα. Η ανάλυση καταδεικνύει ότι οι ελληνικές χρεώσεις είναι συστηματικά υψηλότερες και πιο ευμετάβλητες.
Μάλιστα σύμφωνα με τη μελέτη το χάσμα αυτό διευρύνεται αισθητά από το β’ εξάμηνο του 2024 και έπειτα, αντανακλώντας διαρθρωτικές διαφορές στη λειτουργία των αγορών εξισορρόπησης, όπως επίσης και στη μεθοδολογία κατανομής κόστους και εσόδων από τις συγκεκριμένες αγορές.
www.worldenergynews.gr






