Η S&P Global προβλέπει ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα καλύπτουν το 20% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης έως το 2050, από μόλις 4% σήμερα
Το φυσικό αέριο είναι το μοναδικό ορυκτό καύσιμο που προβλέπεται να αυξήσει τη συμμετοχή του στο ενεργειακό μείγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας και της Ινδίας έως το 2050, την ώρα που η χρήση πετρελαίου και άνθρακα υποχωρεί παγκοσμίως, σύμφωνα με έκθεση της S&P Global Commodity Insights.
Όπως επισημαίνεται, η μετάβαση απευθείας από τον άνθρακα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προσκρούει σε εμπόδια όπως η εμπορική βιωσιμότητα και η δυνατότητα κλιμάκωσης, καθιστώντας το φυσικό αέριο κρίσιμο μεταβατικό καύσιμο στη διεθνή ενεργειακή μετάβαση.
Παρά την ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ, τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αποτελούν την κυρίαρχη πηγή πρωτογενούς ενέργειας παγκοσμίως.
Η S&P Global προβλέπει ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα καλύπτουν το 20% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης έως το 2050, από μόλις 4% σήμερα.
«Μέχρι το 2050, το φυσικό αέριο θα είναι το μόνο ορυκτό καύσιμο με προοπτική αύξησης στο ενεργειακό μείγμα των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ινδίας», αναφέρει η έκθεση.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και τη Νοτιοανατολική Ασία, η υποκατάσταση του άνθρακα από φυσικό αέριο έχει ήδη επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση, ωστόσο η Ινδία εμφανίζει σημαντική υστέρηση.
Η ενεργειακή της εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα παραμένει έντονη, με πετρέλαιο και φυσικό αέριο να καλύπτουν το 77% της πρωτογενούς ενέργειας και τις ΑΠΕ να συνεισφέρουν μόλις το 2%.
Παρ’ όλα αυτά, έως το 2050, η S&P Global προβλέπει ότι το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στην Ινδία θα μειωθεί στο 66%, ενώ οι ΑΠΕ θα αυξηθούν στο 16%.
Σε αυτό το διάστημα, το φυσικό αέριο θα λειτουργήσει ως μεταβατικό καύσιμο, προσφέροντας μεγαλύτερη ευελιξία και χαμηλότερες εκπομπές σε σχέση με τον άνθρακα.
Η ινδική κυβέρνηση διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, όπως υπογραμμίζει η έκθεση.
Η κατηγορία «άλλες πηγές ενέργειας» –κυρίως παραδοσιακή βιομάζα για μαγείρεμα– μειώνεται ραγδαία και αντικαθίσταται από υγραέριο (LPG), μέσω προγραμμάτων όπως το «PAHAL» και στοχευμένες επιδοτήσεις.
Χάρη σε αυτά τα μέτρα, το μερίδιο της παραδοσιακής βιομάζας στην οικιακή κατανάλωση έχει μειωθεί από 38% σε 19%, με περαιτέρω υποχώρηση να θεωρείται δεδομένη.
Παράλληλα, η Ινδία φιλοδοξεί να καταστεί παγκόσμιος κόμβος για το πράσινο υδρογόνο μέσω της Εθνικής Αποστολής για το Πράσινο Υδρογόνο.
Ο στόχος είναι η παραγωγή 5 εκατ. μετρικών τόνων ετησίως έως το 2030, με σκοπό την ενεργειακή αυτάρκεια, την απανθρακοποίηση της οικονομίας, τη μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η αποστολή, που ξεκίνησε το 2023, θα στηρίξει το σύνολο του οικοσυστήματος πράσινου υδρογόνου –από την παραγωγή έως την αποθήκευση και διανομή– ενισχύοντας την εγχώρια παραγωγή και την τεχνολογική καινοτομία.
Τα ορυκτά είναι εδώ και δεν φεύγουν
Ωστόσο, τα ορυκτά καύσιμα αναμένεται να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στο ενεργειακό μείγμα της Ινδίας για αρκετές ακόμη δεκαετίες.
Πέρσι, η S&P Global αποκάλυψε ότι τέσσερις λιγότερο εξερευνημένες ιζηματογενείς λεκάνες της χώρας μπορεί να κρύβουν έως και 22 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου.
Οι λεκάνες Mahanadi, Θάλασσα Ανταμάν, Βεγγάλης και Kerala-Konkan, οι οποίες κατατάσσονται στις κατηγορίες ΙΙ και ΙΙΙ, εκτιμάται ότι περιέχουν μεγαλύτερα αποθέματα από τη λεκάνη Permian των ΗΠΑ, η οποία έχει ήδη παράξει 14 από τα 34 δισ. βαρέλια των ανακτήσιμων αποθεμάτων της.
Η Ινδία καταναλώνει πολύ περισσότερο πετρέλαιο απ’ ό,τι παράγει, καλύπτοντας μόλις το 13% των αναγκών της από εγχώρια παραγωγή και βασιζόμενη σε εισαγωγές για το υπόλοιπο.
Η ζήτηση πετρελαίου στη χώρα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και της ενίσχυσης των μετακινήσεων με οχήματα.
Η Ινδία προβλέπεται να αποτελέσει τον μεγαλύτερο παράγοντα αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου έως το 2030, παρότι πρωτοβουλίες όπως η ηλεκτροκίνηση στοχεύουν στον περιορισμό αυτής της τάσης.
Η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου παρουσιάζει πτωτική πορεία, με μέσο όρο 700.000 βαρέλια ημερησίως το 2023 και προβλεπόμενη πτώση στις 540.000 βαρέλια έως το 2030.
Η ινδική κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει την εγχώρια έρευνα και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου μέσω μεταρρυθμίσεων, επενδύσεων και κινήτρων για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές.
Η πολιτική «New Exploration and Licensing Policy» (NELP) προσελκύει ιδιωτικές και ξένες εταιρείες μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών, με συμφωνίες κατανομής παραγωγής (PSC), ανάκτηση κόστους και κατανομή του «κερδοφόρου πετρελαίου» βάσει προσφοράς.
Στόχος είναι η τεχνολογική αναβάθμιση, η αύξηση αποθεμάτων και η εγχώρια διάθεση προϊόντων.
Παράλληλα, η πολιτική Hydrocarbon Exploration and Licensing Policy (HELP), που εφαρμόζεται από το 2016, εισήγαγε το σύστημα «Open Acreage Licensing Policy» (OALP), δίνοντας στις εταιρείες τη δυνατότητα να επιλέγουν τα δικά τους πεδία για εξερεύνηση.
Ήδη, πολυάριθμα μπλοκ έχουν παραχωρηθεί σε επιτυχόντες πλειοδότες στο πλαίσιο του OALP, ενισχύοντας τις προοπτικές για νέα αποθέματα και παραγωγή.
www.worldenergynews.gr
Όπως επισημαίνεται, η μετάβαση απευθείας από τον άνθρακα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προσκρούει σε εμπόδια όπως η εμπορική βιωσιμότητα και η δυνατότητα κλιμάκωσης, καθιστώντας το φυσικό αέριο κρίσιμο μεταβατικό καύσιμο στη διεθνή ενεργειακή μετάβαση.
Παρά την ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ, τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αποτελούν την κυρίαρχη πηγή πρωτογενούς ενέργειας παγκοσμίως.
Η S&P Global προβλέπει ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα καλύπτουν το 20% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης έως το 2050, από μόλις 4% σήμερα.
«Μέχρι το 2050, το φυσικό αέριο θα είναι το μόνο ορυκτό καύσιμο με προοπτική αύξησης στο ενεργειακό μείγμα των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ινδίας», αναφέρει η έκθεση.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και τη Νοτιοανατολική Ασία, η υποκατάσταση του άνθρακα από φυσικό αέριο έχει ήδη επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση, ωστόσο η Ινδία εμφανίζει σημαντική υστέρηση.
Η ενεργειακή της εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα παραμένει έντονη, με πετρέλαιο και φυσικό αέριο να καλύπτουν το 77% της πρωτογενούς ενέργειας και τις ΑΠΕ να συνεισφέρουν μόλις το 2%.
Παρ’ όλα αυτά, έως το 2050, η S&P Global προβλέπει ότι το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στην Ινδία θα μειωθεί στο 66%, ενώ οι ΑΠΕ θα αυξηθούν στο 16%.
Σε αυτό το διάστημα, το φυσικό αέριο θα λειτουργήσει ως μεταβατικό καύσιμο, προσφέροντας μεγαλύτερη ευελιξία και χαμηλότερες εκπομπές σε σχέση με τον άνθρακα.
Η ινδική κυβέρνηση διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, όπως υπογραμμίζει η έκθεση.
Η κατηγορία «άλλες πηγές ενέργειας» –κυρίως παραδοσιακή βιομάζα για μαγείρεμα– μειώνεται ραγδαία και αντικαθίσταται από υγραέριο (LPG), μέσω προγραμμάτων όπως το «PAHAL» και στοχευμένες επιδοτήσεις.
Χάρη σε αυτά τα μέτρα, το μερίδιο της παραδοσιακής βιομάζας στην οικιακή κατανάλωση έχει μειωθεί από 38% σε 19%, με περαιτέρω υποχώρηση να θεωρείται δεδομένη.
Παράλληλα, η Ινδία φιλοδοξεί να καταστεί παγκόσμιος κόμβος για το πράσινο υδρογόνο μέσω της Εθνικής Αποστολής για το Πράσινο Υδρογόνο.
Ο στόχος είναι η παραγωγή 5 εκατ. μετρικών τόνων ετησίως έως το 2030, με σκοπό την ενεργειακή αυτάρκεια, την απανθρακοποίηση της οικονομίας, τη μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η αποστολή, που ξεκίνησε το 2023, θα στηρίξει το σύνολο του οικοσυστήματος πράσινου υδρογόνου –από την παραγωγή έως την αποθήκευση και διανομή– ενισχύοντας την εγχώρια παραγωγή και την τεχνολογική καινοτομία.
Τα ορυκτά είναι εδώ και δεν φεύγουν
Ωστόσο, τα ορυκτά καύσιμα αναμένεται να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στο ενεργειακό μείγμα της Ινδίας για αρκετές ακόμη δεκαετίες.
Πέρσι, η S&P Global αποκάλυψε ότι τέσσερις λιγότερο εξερευνημένες ιζηματογενείς λεκάνες της χώρας μπορεί να κρύβουν έως και 22 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου.
Οι λεκάνες Mahanadi, Θάλασσα Ανταμάν, Βεγγάλης και Kerala-Konkan, οι οποίες κατατάσσονται στις κατηγορίες ΙΙ και ΙΙΙ, εκτιμάται ότι περιέχουν μεγαλύτερα αποθέματα από τη λεκάνη Permian των ΗΠΑ, η οποία έχει ήδη παράξει 14 από τα 34 δισ. βαρέλια των ανακτήσιμων αποθεμάτων της.
Η Ινδία καταναλώνει πολύ περισσότερο πετρέλαιο απ’ ό,τι παράγει, καλύπτοντας μόλις το 13% των αναγκών της από εγχώρια παραγωγή και βασιζόμενη σε εισαγωγές για το υπόλοιπο.
Η ζήτηση πετρελαίου στη χώρα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και της ενίσχυσης των μετακινήσεων με οχήματα.
Η Ινδία προβλέπεται να αποτελέσει τον μεγαλύτερο παράγοντα αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου έως το 2030, παρότι πρωτοβουλίες όπως η ηλεκτροκίνηση στοχεύουν στον περιορισμό αυτής της τάσης.
Η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου παρουσιάζει πτωτική πορεία, με μέσο όρο 700.000 βαρέλια ημερησίως το 2023 και προβλεπόμενη πτώση στις 540.000 βαρέλια έως το 2030.
Η ινδική κυβέρνηση προσπαθεί να ενισχύσει την εγχώρια έρευνα και παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου μέσω μεταρρυθμίσεων, επενδύσεων και κινήτρων για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές.
Η πολιτική «New Exploration and Licensing Policy» (NELP) προσελκύει ιδιωτικές και ξένες εταιρείες μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών, με συμφωνίες κατανομής παραγωγής (PSC), ανάκτηση κόστους και κατανομή του «κερδοφόρου πετρελαίου» βάσει προσφοράς.
Στόχος είναι η τεχνολογική αναβάθμιση, η αύξηση αποθεμάτων και η εγχώρια διάθεση προϊόντων.
Παράλληλα, η πολιτική Hydrocarbon Exploration and Licensing Policy (HELP), που εφαρμόζεται από το 2016, εισήγαγε το σύστημα «Open Acreage Licensing Policy» (OALP), δίνοντας στις εταιρείες τη δυνατότητα να επιλέγουν τα δικά τους πεδία για εξερεύνηση.
Ήδη, πολυάριθμα μπλοκ έχουν παραχωρηθεί σε επιτυχόντες πλειοδότες στο πλαίσιο του OALP, ενισχύοντας τις προοπτικές για νέα αποθέματα και παραγωγή.
www.worldenergynews.gr






