Μπορεί η γνώση περισσότερων γλωσσών να μας βοηθήσει να παραμείνουμε νεότεροι; Μια νέα μεγάλης κλίμακας μελέτη από την Ευρώπη δείχνει πως ναι.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Nature Aging, η πολυγλωσσία συνδέεται με πιο αργή γήρανση τόσο σε βιολογικό όσο και σε συμπεριφορικό επίπεδο, προσφέροντας σημαντική προστασία στον εγκέφαλο και στο σώμα.
Η μελέτη, που διεξήχθη από ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Δρ. Agustín Ibáñez του Trinity College Dublin, ανέλυσε δεδομένα από 86.149 άτομα σε 27 ευρωπαϊκές χώρες. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι όσοι μιλούν περισσότερες από μία γλώσσες έχουν 2,17 φορές λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σημάδια επιταχυμένης γήρανσης σε σύγκριση με τους μονογλώσσους.
Για να μετρηθεί ο ρυθμός γήρανσης, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που υπολογίζει την «εκτιμώμενη» ηλικία ενός ατόμου με βάση στοιχεία όπως η υγεία, ο τρόπος ζωής, η νοητική λειτουργία, η εκπαίδευση και η φυσική δραστηριότητα. Η απόκλιση μεταξύ της πραγματικής ηλικίας και της ηλικίας που προβλέπει το μοντέλο δείχνει πόσο γρήγορα ή αργά γερνά ένας άνθρωπος. Όταν η εκτιμώμενη ηλικία είναι χαμηλότερη, σημαίνει ότι το άτομο εμφανίζει πιο αργή διαδικασία γήρανσης και πιο υγιές προφίλ.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: οι πολύγλωσσοι όχι μόνο εμφάνισαν πιο αργή γήρανση τη στιγμή της μέτρησης, αλλά είχαν επίσης μικρότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν γρηγορότερη γήρανση στο μέλλον. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι το όφελος ήταν αθροιστικό: όσο περισσότερες γλώσσες γνώριζε κάποιος, τόσο μεγαλύτερη ήταν η προστασία.
Ο Δρ. Ibáñez εξήγησε ότι η εκμάθηση και χρήση γλωσσών ενεργοποιεί βασικά δίκτυα του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη μνήμη, την προσοχή, τον έλεγχο της συμπεριφοράς και την κοινωνική αλληλεπίδραση.
Αυτοί οι μηχανισμοί φαίνεται ότι ενισχύουν την ικανότητα του εγκεφάλου να αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου.
Η συγγραφέας Δρ. Lucia Amoruso, σημείωσε ότι τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν πως η πολυγλωσσία λειτουργεί σαν «ασπίδα» ενάντια στη γήρανση. Από την πλευρά του, ο Δρ. Hernán Hernández τόνισε πως πρόκειται για ένα εργαλείο προσβάσιμο σε όλους: η εκμάθηση γλωσσών δεν απαιτεί υψηλό κόστος και μπορεί να ενσωματωθεί εύκολα στην καθημερινότητα.
Η πολυγλωσσία, μαζί με άλλους παράγοντες όπως η δημιουργικότητα και η εκπαίδευση, μπορεί να αξιοποιηθεί σε στρατηγικές δημόσιας υγείας για την ενίσχυση της γνωστικής υγείας του πληθυσμού.
Ο νευροεπιστήμονας Christos Pliatsikas από το Πανεπιστήμιο Reading χαρακτήρισε τη μελέτη ως πιθανή «αλλαγή σελίδας» στο πεδίο, καθώς απαντά με ισχυρά δεδομένα σε ένα ερώτημα που μέχρι σήμερα προκαλούσε πολλές αντιπαραθέσεις.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ξεκάθαρο: η πολυγλωσσία δεν αποτελεί απλώς πολιτισμικό πλούτο, αλλά και έναν από τους πιο προσιτούς τρόπους να επενδύσουμε στη μακροχρόνια υγεία του εγκεφάλου μας.
Σε μια εποχή που ο πληθυσμός γηράσκει ταχύτατα, η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας ίσως είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά «φάρμακα» χωρίς συνταγή.
www.worldenergynews.gr






