Η αξιοπιστία, η συνέπεια και η μακροπρόθεσμη δέσμευση των πολιτικών για το κλίμα και την ενέργεια είναι κρίσιμες για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και της κοινωνικής αποδοχής, γράφει η Δρ. Στέλλα Τσάνη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τιμηθείσα με το το Ευρωπαϊκό Βραβείο Βιώσιμης Ενέργειας 2025
Η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση αποτελεί θεμέλιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την επίτευξη ενός βιώσιμου μέλλοντος. Παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση του κόστους των σχετικών τεχνολογιών, το πιο δύσκολο μέρος αυτής της μετάβασης βρίσκεται ακόμη μπροστά μας. H επόμενη φάση απαιτεί πολύπλοκες συστημικές αλλαγές και κοινωνικές μεταμορφώσεις.
Μια διαδεδομένη παρανόηση είναι ότι η έλλειψη κεφαλαίων αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην πρόοδο της ενεργειακής μετάβασης.
Στην πραγματικότητα, η διαθεσιμότητα κεφαλαίων δεν είναι το πρόβλημα: Οι παγκόσμιες επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια ξεπέρασαν το 2023 τα 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια και ανταγωνίζονται δυναμικά τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, οι αναπτυξιακές τράπεζες και οι ιδιώτες επενδυτές δείχνουν αυξανόμενη προθυμία να χρηματοδοτήσουν πράσινα έργα.
Ωστόσο, τα κεφάλαια πρέπει να κινητοποιηθούν αποτελεσματικά και να κατευθυνθούν εκεί όπου μπορούν να έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο. Αυτό απαιτεί πολιτικές που μειώνουν την αβεβαιότητα, περιορίζουν τον επενδυτικό κίνδυνο και διασφαλίζουν μακροχρόνιες αποδόσεις ευθυγραμμισμένες με τους κλιματικούς στόχους.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί κλασικό παράδειγμα αποτυχίας της αγοράς. Ως εξωτερικότητα, το πραγματικό κόστος των εκπομπών άνθρακα, το οποίο εκτιμάται άνω των 100 δολαρίων ανά τόνο CO₂ σε κοινωνικές ζημίες, δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές της αγοράς.
Εργαλεία όπως η τιμολόγηση του άνθρακα, αν και χρήσιμα, δεν επαρκούν από μόνα τους: Σήμερα λιγότερο από το 25% των παγκόσμιων εκπομπών καλύπτονται από μηχανισμούς τιμολόγησης, ενώ οι περισσότερες τιμές παραμένουν πολύ χαμηλές για να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές. Απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές, δημόσιες επενδύσεις και ρυθμιστικές παρεμβάσεις για να προσανατολιστούν οι οικονομίες προς βιώσιμα ενεργειακά συστήματα.
Η αξιοπιστία, η συνέπεια και η μακροπρόθεσμη δέσμευση των πολιτικών για το κλίμα και την ενέργεια είναι κρίσιμες για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και της κοινωνικής αποδοχής. Οι συχνές αλλαγές πολιτικής και η κανονιστική αστάθεια υπονομεύουν τη δυναμική της μετάβασης. Απαιτούνται σταθερά και διαφανή πλαίσια που να παρέχουν προβλεψιμότητα στις επιχειρήσεις, τους χρηματοπιστωτικούς φορείς και τους καταναλωτές.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνουν μέρος του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος για αρκετά χρόνια ακόμη. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, ακόμη και σε σενάρια μηδενικών εκπομπών έως το 2050, τα ορυκτά καύσιμα ενδέχεται να καλύπτουν περίπου το 20% των ενεργειακών αναγκών. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελεί αιτία εφησυχασμού ή δικαιολογία για μη δράση.
Για την Ευρώπη, η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μόνο κλιματική επιταγή αλλά και στρατηγική αναγκαιότητα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε την ευαλωτότητα της ΕΕ σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας. Η εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο μειώθηκε από πάνω από 40% στις αρχές του 2021 σε λιγότερο από 15% το 2023, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλά και τη δυνατότητα εύρεσης εναλλακτικών.
Η ενεργειακή μετάβαση στην Ευρώπη πρέπει να είναι δίκαιη. Η προσιτή ενέργεια και η δίκαιη κατανομή των ωφελειών και του κόστους της μετάβασης είναι αναγκαίες. Υπολογίζεται ότι 8% έως 16% του πληθυσμού της ΕΕ βιώνει ενεργειακή φτώχεια. Μια δίκαιη μετάβαση απαιτεί πολιτικές στήριξης των ευάλωτων ομάδων, επανεκπαίδευση εργαζομένων σε φθίνουσες δραστηριότητες και επενδύσεις στις κοινότητες που πλήττονται περισσότερο από τις διαρθρωτικές αλλαγές.
www.worldenergynews.gr
Μια διαδεδομένη παρανόηση είναι ότι η έλλειψη κεφαλαίων αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην πρόοδο της ενεργειακής μετάβασης.
Στην πραγματικότητα, η διαθεσιμότητα κεφαλαίων δεν είναι το πρόβλημα: Οι παγκόσμιες επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια ξεπέρασαν το 2023 τα 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια και ανταγωνίζονται δυναμικά τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, οι αναπτυξιακές τράπεζες και οι ιδιώτες επενδυτές δείχνουν αυξανόμενη προθυμία να χρηματοδοτήσουν πράσινα έργα.
Ωστόσο, τα κεφάλαια πρέπει να κινητοποιηθούν αποτελεσματικά και να κατευθυνθούν εκεί όπου μπορούν να έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο. Αυτό απαιτεί πολιτικές που μειώνουν την αβεβαιότητα, περιορίζουν τον επενδυτικό κίνδυνο και διασφαλίζουν μακροχρόνιες αποδόσεις ευθυγραμμισμένες με τους κλιματικούς στόχους.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί κλασικό παράδειγμα αποτυχίας της αγοράς. Ως εξωτερικότητα, το πραγματικό κόστος των εκπομπών άνθρακα, το οποίο εκτιμάται άνω των 100 δολαρίων ανά τόνο CO₂ σε κοινωνικές ζημίες, δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές της αγοράς.
Εργαλεία όπως η τιμολόγηση του άνθρακα, αν και χρήσιμα, δεν επαρκούν από μόνα τους: Σήμερα λιγότερο από το 25% των παγκόσμιων εκπομπών καλύπτονται από μηχανισμούς τιμολόγησης, ενώ οι περισσότερες τιμές παραμένουν πολύ χαμηλές για να επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές. Απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές, δημόσιες επενδύσεις και ρυθμιστικές παρεμβάσεις για να προσανατολιστούν οι οικονομίες προς βιώσιμα ενεργειακά συστήματα.
Η αξιοπιστία, η συνέπεια και η μακροπρόθεσμη δέσμευση των πολιτικών για το κλίμα και την ενέργεια είναι κρίσιμες για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και της κοινωνικής αποδοχής. Οι συχνές αλλαγές πολιτικής και η κανονιστική αστάθεια υπονομεύουν τη δυναμική της μετάβασης. Απαιτούνται σταθερά και διαφανή πλαίσια που να παρέχουν προβλεψιμότητα στις επιχειρήσεις, τους χρηματοπιστωτικούς φορείς και τους καταναλωτές.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνουν μέρος του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος για αρκετά χρόνια ακόμη. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, ακόμη και σε σενάρια μηδενικών εκπομπών έως το 2050, τα ορυκτά καύσιμα ενδέχεται να καλύπτουν περίπου το 20% των ενεργειακών αναγκών. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελεί αιτία εφησυχασμού ή δικαιολογία για μη δράση.
Για την Ευρώπη, η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μόνο κλιματική επιταγή αλλά και στρατηγική αναγκαιότητα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποκάλυψε την ευαλωτότητα της ΕΕ σε ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας. Η εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο μειώθηκε από πάνω από 40% στις αρχές του 2021 σε λιγότερο από 15% το 2023, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλά και τη δυνατότητα εύρεσης εναλλακτικών.
Η ενεργειακή μετάβαση στην Ευρώπη πρέπει να είναι δίκαιη. Η προσιτή ενέργεια και η δίκαιη κατανομή των ωφελειών και του κόστους της μετάβασης είναι αναγκαίες. Υπολογίζεται ότι 8% έως 16% του πληθυσμού της ΕΕ βιώνει ενεργειακή φτώχεια. Μια δίκαιη μετάβαση απαιτεί πολιτικές στήριξης των ευάλωτων ομάδων, επανεκπαίδευση εργαζομένων σε φθίνουσες δραστηριότητες και επενδύσεις στις κοινότητες που πλήττονται περισσότερο από τις διαρθρωτικές αλλαγές.
www.worldenergynews.gr












