Για να καλυφθεί το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα στην προσφορά χαλκού, η παγκόσμια παραγωγή μέσω εξόρυξης θα πρέπει να αυξάνεται κατά 16,7 εκατομμύρια τόνους ετησίως τα επόμενα 30 χρόνια
Για να καλυφθούν οι μελλοντικές ανάγκες της παγκόσμιας οικονομίας, οι τιμές του χαλκού θα πρέπει να διπλασιαστούν σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα, προκειμένου να υπάρξουν ικανά κίνητρα για την ανάπτυξη νέων μεταλλευτικών έργων.
Αυτό επισημαίνει πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του επιστημονικού περιοδικού SEG Discovery, όπως αναφέρει το mining.com.
Σύμφωνα με τη μελέτη — την οποία υπογράφουν ερευνητές από τα Πανεπιστήμια του Μίσιγκαν, του Κορνέλ και του Κουίνσλαντ — το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην έλλειψη κοιτασμάτων, αλλά στον ρυθμό με τον οποίο εξορύσσεται ο χαλκός ώστε να καλυφθεί η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση.
Δύο είναι οι κύριες κινητήριες δυνάμεις αυτής της αυξημένης κατανάλωσης: η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και η ενεργειακή μετάβαση προς καθαρότερες μορφές.
Ο χαλκός είναι βασικό υλικό για την ηλεκτροκίνηση, τα φωτοβολταϊκά, τα αιολικά πάρκα και τις υποδομές δικτύου — γεγονός που τον καθιστά κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα της πράσινης μετάβασης.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στη μελέτη, χωρίς σημαντική άνοδο των τιμών, οι εταιρείες δεν έχουν τα απαιτούμενα κίνητρα για να προχωρήσουν σε επενδύσεις υψηλού κόστους και μακροπρόθεσμου ορίζοντα, όπως είναι τα νέα ορυχεία.
Οι παράγοντες που οδηγούν την αύξηση της ζήτησης
Οι δύο βασικοί παράγοντες που οδηγούν στη ραγδαία αύξηση της ζήτησης χαλκού — η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και η ενεργειακή μετάβαση — βρίσκονται σε σύγκρουση όσον αφορά την κατανομή των διαθέσιμων πόρων.
Όπως επισημαίνει η μελέτη, ο σημερινός ρυθμός εξόρυξης μόλις και μετά βίας επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της μίας από τις δύο αυτές τάσεις — πόσο μάλλον και των δύο ταυτόχρονα.
Αγώνας με τον Χρόνο
Παρά τις ανησυχίες για εξάντληση των αποθεμάτων, η παγκόσμια βιομηχανία χαλκού εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση σχεδόν εκθετικής αύξησης της παραγωγής, τουλάχιστον έως το 2050.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, την επόμενη τριακονταετία (2023–2055) θα εξορυχθούν περισσότεροι τόνοι χαλκού απ’ ό,τι σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας: 905 εκατομμύρια τόνοι έναντι 784 εκατομμυρίων.
Αυτό το δεδομένο υπογραμμίζει τόσο τη σφοδρότητα της μελλοντικής ζήτησης όσο και τον βαθμό στον οποίο η βιομηχανία θα χρειαστεί να μετασχηματιστεί — όχι μόνο τεχνολογικά αλλά και επενδυτικά.
Χωρίς άμεση προσαρμογή των τιμών και των κεφαλαιακών ροών, ο παγκόσμιος αγώνας για εξασφάλιση πρώτων υλών κινδυνεύει να βρεθεί πίσω από τις ανάγκες της πράσινης μετάβασης και της ανάπτυξης.
Παρά τις προβλέψεις για ραγδαία αύξηση της παραγωγής, αυτή δεν επαρκεί ούτε για να καλύψει τις ανάγκες που απορρέουν από την «κανονική» οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη, τονίζει ο καθηγητής Άνταμ Σάιμον από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, συν-συγγραφέας της μελέτης.
Σύμφωνα με το σενάριο «business-as-usual», μέχρι το 2050 θα απαιτηθεί η εξόρυξη 1,75 δισεκατομμυρίων τόνων χαλκού μόνο για να υποστηριχθεί η προβλεπόμενη παγκόσμια ανάπτυξη — μεταξύ άλλων, για την κατασκευή νέων υποδομών στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ανάπτυξη εναντίον Απανθρακοποίησης
Η εξίσωση γίνεται πολύ πιο περίπλοκη όταν προστεθούν και οι απαιτήσεις της ενεργειακής μετάβασης.
Η πλήρης ηλεκτροδότηση των μεταφορών, η στροφή σε ΑΠΕ και η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με αποθηκευτική δυναμικότητα μέσω μπαταριών εκτοξεύουν τη ζήτηση σε δυσθεώρητα ύψη.
Η μελέτη εκτιμά ότι:
-Η μετάβαση σε στόλο ηλεκτρικών οχημάτων και οι αντίστοιχες αναβαθμίσεις των δικτύων απαιτούν 1,25 δισ. τόνους χαλκού.
-Η παραγωγή ενέργειας από άνεμο και ήλιο χρειάζεται 2,3 δισ. τόνους.
-Η κατασκευή ενεργειακών δικτύων με αποθήκευση μέσω μπαταριών απαιτεί επιπλέον 3 δισ. τόνους.
Η Ανισορροπία Προσφοράς-Ζήτησης
Από το 2018 έως το 2050, η παγκόσμια ζήτηση για χαλκό προβλέπεται να αυξάνεται με ρυθμό 2,2% ετησίως, φτάνοντας από 24,4 εκατομμύρια τόνους σε 50 εκατ. τόνους ετησίως.
Αντίθετα, η παραγωγή χαλκού μέσω εξόρυξης θα αυξάνεται μόνο κατά 1,9% ετησίως, φτάνοντας τα 37,1 εκατ. τόνους μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Μέχρι τότε, πάνω από το 50% των συνολικών αποθεμάτων χαλκού που διαθέτει ο πλανήτης (3,6 από 6,6 δισεκατομμύρια τόνους) θα έχουν ήδη εξορυχθεί. Η πλήρης ενεργειακή μετάβαση απαιτεί διπλάσια εξόρυξη σε σχέση με το βασικό σενάριο.
Οι Παγκόσμιες Ανάγκες της Ανάπτυξης
Μόνο οι χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης θα χρειαστούν πάνω από 1 δισεκατομμύριο τόνους χαλκού — ποσότητα που αντιστοιχεί στην παγκόσμια παραγωγή μισού αιώνα — προκειμένου να φτάσουν το επίπεδο υποδομών των ΗΠΑ.
Η Ινδία από μόνη της θα χρειαστεί 227 εκατ. τόνους για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της.
Η Αφρική, με 54 χώρες, θα απαιτήσει περίπου 1 δισ. τόνους για να κατασκευάσει βασικές ενεργειακές, συγκοινωνιακές και τεχνολογικές υποδομές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, οι χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης θα χρειαστούν πάνω από 1 δισεκατομμύριο τόνους χαλκού — ποσότητα αντίστοιχη με την παγκόσμια παραγωγή μισού αιώνα — προκειμένου να φτάσουν σε επίπεδα υποδομών αντίστοιχα με αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η εκτίμηση αυτή υπογραμμίζει το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζει ο Παγκόσμιος Νότος: η οικονομική σύγκλιση με τον αναπτυγμένο κόσμο δεν προϋποθέτει μόνο χρηματοδότηση και πολιτική σταθερότητα, αλλά και τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών — με τον χαλκό να αποτελεί θεμέλιο λίθο.
Σε έναν κόσμο που στρέφεται ταυτόχρονα προς την ψηφιακή τεχνολογία, την καθαρή ενέργεια και την ηλεκτροκίνηση, η διαθεσιμότητα και η τιμή του χαλκού μετατρέπονται σε κρίσιμη μεταβλητή όχι μόνο για την πράσινη μετάβαση, αλλά και για την ίδια τη γεωοικονομική ισορροπία του 21ου αιώνα.
Για να καλυφθεί το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα στην προσφορά χαλκού, η παγκόσμια παραγωγή μέσω εξόρυξης θα πρέπει να αυξάνεται κατά 16,7 εκατομμύρια τόνους ετησίως τα επόμενα 30 χρόνια, σύμφωνα με τα υπολογιστικά μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη.
Επέκταση Άνευ Ιστορικού Προηγουμένου
Το μέγεθος της απαιτούμενης επέκτασης χαρακτηρίζεται από τους ερευνητές ως δυσθεώρητο:
-είτε θα χρειαστεί η κατασκευή 36 νέων μεταλλείων μεγάλης κλίμακας,
-είτε η δημιουργία 759 μικρότερων μονάδων,
-είτε ακόμη και πενταπλασιασμός της παραγωγής των 10 μεγαλύτερων υφιστάμενων ορυχείων στον κόσμο.
Όλα αυτά τα σενάρια προσκρούουν σε σοβαρά εμπόδια υλοποίησης, με βασικότερο το γεγονός ότι ένα νέο μεγάλο μεταλλείο συνήθως χρειάζεται άνω των 20 ετών από τη φάση της εξερεύνησης μέχρι την έναρξη παραγωγής. Παράλληλα, πολλά από τα ήδη ενεργά μεταλλεία μεγάλης κλίμακας πλησιάζουν στο τέλος της ωφέλιμης ζωής τους, καθιστώντας την εξίσωση ακόμη πιο δύσκολη.
Κόστος και Κεφαλαιακή Επιφύλαξη
Η εικόνα περιπλέκεται περαιτέρω από την εκτόξευση του κεφαλαιουχικού κόστους για νέες εξορύξεις.
Σε πρόσφατα έργα επέκτασης (brownfield) στη Λατινική Αμερική, το κεφαλαιουχικό κόστος ανά τόνο ετήσιας παραγωγής υπερέβη τα 23.000 δολάρια, σύμφωνα με μελέτη του 2024 — επίπεδο πολύ υψηλότερο από τους ιστορικούς μέσους όρους.
Η συγκεκριμένη μεταβλητή χρησιμοποιείται ευρέως στον κλάδο και συσχετίζεται άμεσα με τη χρηματιστηριακή τιμή που απαιτείται για να καταστεί ένα έργο βιώσιμο.
Τιμή-Καμπή: 20.000 δολ. ανά τόνο
Οι συντάκτες της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες κόστους και κεφαλαιουχικών απαιτήσεων, η τιμή του χαλκού πρέπει να υπερβεί τις 20.000 δολάρια ανά τόνο — περισσότερο από το διπλάσιο των σημερινών τιμών — για να προσελκύσει τις απαιτούμενες επενδύσεις σε νέες υποδομές εξόρυξης.
Χωρίς αυτή τη δραματική άνοδο στην τιμή, τονίζουν, θα είναι σχεδόν αδύνατο να καλυφθεί η μελλοντική ζήτηση χαλκού, ακόμη και στα πιο συντηρητικά σενάρια.
www.worldenergynews.gr
Αυτό επισημαίνει πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του επιστημονικού περιοδικού SEG Discovery, όπως αναφέρει το mining.com.
Σύμφωνα με τη μελέτη — την οποία υπογράφουν ερευνητές από τα Πανεπιστήμια του Μίσιγκαν, του Κορνέλ και του Κουίνσλαντ — το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στην έλλειψη κοιτασμάτων, αλλά στον ρυθμό με τον οποίο εξορύσσεται ο χαλκός ώστε να καλυφθεί η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση.
Δύο είναι οι κύριες κινητήριες δυνάμεις αυτής της αυξημένης κατανάλωσης: η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και η ενεργειακή μετάβαση προς καθαρότερες μορφές.
Ο χαλκός είναι βασικό υλικό για την ηλεκτροκίνηση, τα φωτοβολταϊκά, τα αιολικά πάρκα και τις υποδομές δικτύου — γεγονός που τον καθιστά κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα της πράσινης μετάβασης.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στη μελέτη, χωρίς σημαντική άνοδο των τιμών, οι εταιρείες δεν έχουν τα απαιτούμενα κίνητρα για να προχωρήσουν σε επενδύσεις υψηλού κόστους και μακροπρόθεσμου ορίζοντα, όπως είναι τα νέα ορυχεία.
Οι παράγοντες που οδηγούν την αύξηση της ζήτησης
Οι δύο βασικοί παράγοντες που οδηγούν στη ραγδαία αύξηση της ζήτησης χαλκού — η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και η ενεργειακή μετάβαση — βρίσκονται σε σύγκρουση όσον αφορά την κατανομή των διαθέσιμων πόρων.
Όπως επισημαίνει η μελέτη, ο σημερινός ρυθμός εξόρυξης μόλις και μετά βίας επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες της μίας από τις δύο αυτές τάσεις — πόσο μάλλον και των δύο ταυτόχρονα.
Αγώνας με τον Χρόνο
Παρά τις ανησυχίες για εξάντληση των αποθεμάτων, η παγκόσμια βιομηχανία χαλκού εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση σχεδόν εκθετικής αύξησης της παραγωγής, τουλάχιστον έως το 2050.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, την επόμενη τριακονταετία (2023–2055) θα εξορυχθούν περισσότεροι τόνοι χαλκού απ’ ό,τι σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας: 905 εκατομμύρια τόνοι έναντι 784 εκατομμυρίων.
Αυτό το δεδομένο υπογραμμίζει τόσο τη σφοδρότητα της μελλοντικής ζήτησης όσο και τον βαθμό στον οποίο η βιομηχανία θα χρειαστεί να μετασχηματιστεί — όχι μόνο τεχνολογικά αλλά και επενδυτικά.
Χωρίς άμεση προσαρμογή των τιμών και των κεφαλαιακών ροών, ο παγκόσμιος αγώνας για εξασφάλιση πρώτων υλών κινδυνεύει να βρεθεί πίσω από τις ανάγκες της πράσινης μετάβασης και της ανάπτυξης.
Παρά τις προβλέψεις για ραγδαία αύξηση της παραγωγής, αυτή δεν επαρκεί ούτε για να καλύψει τις ανάγκες που απορρέουν από την «κανονική» οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη, τονίζει ο καθηγητής Άνταμ Σάιμον από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, συν-συγγραφέας της μελέτης.
Σύμφωνα με το σενάριο «business-as-usual», μέχρι το 2050 θα απαιτηθεί η εξόρυξη 1,75 δισεκατομμυρίων τόνων χαλκού μόνο για να υποστηριχθεί η προβλεπόμενη παγκόσμια ανάπτυξη — μεταξύ άλλων, για την κατασκευή νέων υποδομών στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ανάπτυξη εναντίον Απανθρακοποίησης
Η εξίσωση γίνεται πολύ πιο περίπλοκη όταν προστεθούν και οι απαιτήσεις της ενεργειακής μετάβασης.
Η πλήρης ηλεκτροδότηση των μεταφορών, η στροφή σε ΑΠΕ και η αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με αποθηκευτική δυναμικότητα μέσω μπαταριών εκτοξεύουν τη ζήτηση σε δυσθεώρητα ύψη.
Η μελέτη εκτιμά ότι:
-Η μετάβαση σε στόλο ηλεκτρικών οχημάτων και οι αντίστοιχες αναβαθμίσεις των δικτύων απαιτούν 1,25 δισ. τόνους χαλκού.
-Η παραγωγή ενέργειας από άνεμο και ήλιο χρειάζεται 2,3 δισ. τόνους.
-Η κατασκευή ενεργειακών δικτύων με αποθήκευση μέσω μπαταριών απαιτεί επιπλέον 3 δισ. τόνους.
Η Ανισορροπία Προσφοράς-Ζήτησης
Από το 2018 έως το 2050, η παγκόσμια ζήτηση για χαλκό προβλέπεται να αυξάνεται με ρυθμό 2,2% ετησίως, φτάνοντας από 24,4 εκατομμύρια τόνους σε 50 εκατ. τόνους ετησίως.
Αντίθετα, η παραγωγή χαλκού μέσω εξόρυξης θα αυξάνεται μόνο κατά 1,9% ετησίως, φτάνοντας τα 37,1 εκατ. τόνους μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Μέχρι τότε, πάνω από το 50% των συνολικών αποθεμάτων χαλκού που διαθέτει ο πλανήτης (3,6 από 6,6 δισεκατομμύρια τόνους) θα έχουν ήδη εξορυχθεί. Η πλήρης ενεργειακή μετάβαση απαιτεί διπλάσια εξόρυξη σε σχέση με το βασικό σενάριο.
Οι Παγκόσμιες Ανάγκες της Ανάπτυξης
Μόνο οι χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης θα χρειαστούν πάνω από 1 δισεκατομμύριο τόνους χαλκού — ποσότητα που αντιστοιχεί στην παγκόσμια παραγωγή μισού αιώνα — προκειμένου να φτάσουν το επίπεδο υποδομών των ΗΠΑ.
Η Ινδία από μόνη της θα χρειαστεί 227 εκατ. τόνους για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της.
Η Αφρική, με 54 χώρες, θα απαιτήσει περίπου 1 δισ. τόνους για να κατασκευάσει βασικές ενεργειακές, συγκοινωνιακές και τεχνολογικές υποδομές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, οι χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης θα χρειαστούν πάνω από 1 δισεκατομμύριο τόνους χαλκού — ποσότητα αντίστοιχη με την παγκόσμια παραγωγή μισού αιώνα — προκειμένου να φτάσουν σε επίπεδα υποδομών αντίστοιχα με αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η εκτίμηση αυτή υπογραμμίζει το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζει ο Παγκόσμιος Νότος: η οικονομική σύγκλιση με τον αναπτυγμένο κόσμο δεν προϋποθέτει μόνο χρηματοδότηση και πολιτική σταθερότητα, αλλά και τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών — με τον χαλκό να αποτελεί θεμέλιο λίθο.
Σε έναν κόσμο που στρέφεται ταυτόχρονα προς την ψηφιακή τεχνολογία, την καθαρή ενέργεια και την ηλεκτροκίνηση, η διαθεσιμότητα και η τιμή του χαλκού μετατρέπονται σε κρίσιμη μεταβλητή όχι μόνο για την πράσινη μετάβαση, αλλά και για την ίδια τη γεωοικονομική ισορροπία του 21ου αιώνα.
Για να καλυφθεί το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα στην προσφορά χαλκού, η παγκόσμια παραγωγή μέσω εξόρυξης θα πρέπει να αυξάνεται κατά 16,7 εκατομμύρια τόνους ετησίως τα επόμενα 30 χρόνια, σύμφωνα με τα υπολογιστικά μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη.
Επέκταση Άνευ Ιστορικού Προηγουμένου
Το μέγεθος της απαιτούμενης επέκτασης χαρακτηρίζεται από τους ερευνητές ως δυσθεώρητο:
-είτε θα χρειαστεί η κατασκευή 36 νέων μεταλλείων μεγάλης κλίμακας,
-είτε η δημιουργία 759 μικρότερων μονάδων,
-είτε ακόμη και πενταπλασιασμός της παραγωγής των 10 μεγαλύτερων υφιστάμενων ορυχείων στον κόσμο.
Όλα αυτά τα σενάρια προσκρούουν σε σοβαρά εμπόδια υλοποίησης, με βασικότερο το γεγονός ότι ένα νέο μεγάλο μεταλλείο συνήθως χρειάζεται άνω των 20 ετών από τη φάση της εξερεύνησης μέχρι την έναρξη παραγωγής. Παράλληλα, πολλά από τα ήδη ενεργά μεταλλεία μεγάλης κλίμακας πλησιάζουν στο τέλος της ωφέλιμης ζωής τους, καθιστώντας την εξίσωση ακόμη πιο δύσκολη.
Κόστος και Κεφαλαιακή Επιφύλαξη
Η εικόνα περιπλέκεται περαιτέρω από την εκτόξευση του κεφαλαιουχικού κόστους για νέες εξορύξεις.
Σε πρόσφατα έργα επέκτασης (brownfield) στη Λατινική Αμερική, το κεφαλαιουχικό κόστος ανά τόνο ετήσιας παραγωγής υπερέβη τα 23.000 δολάρια, σύμφωνα με μελέτη του 2024 — επίπεδο πολύ υψηλότερο από τους ιστορικούς μέσους όρους.
Η συγκεκριμένη μεταβλητή χρησιμοποιείται ευρέως στον κλάδο και συσχετίζεται άμεσα με τη χρηματιστηριακή τιμή που απαιτείται για να καταστεί ένα έργο βιώσιμο.
Τιμή-Καμπή: 20.000 δολ. ανά τόνο
Οι συντάκτες της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες κόστους και κεφαλαιουχικών απαιτήσεων, η τιμή του χαλκού πρέπει να υπερβεί τις 20.000 δολάρια ανά τόνο — περισσότερο από το διπλάσιο των σημερινών τιμών — για να προσελκύσει τις απαιτούμενες επενδύσεις σε νέες υποδομές εξόρυξης.
Χωρίς αυτή τη δραματική άνοδο στην τιμή, τονίζουν, θα είναι σχεδόν αδύνατο να καλυφθεί η μελλοντική ζήτηση χαλκού, ακόμη και στα πιο συντηρητικά σενάρια.
www.worldenergynews.gr






