Ἄχειρ, ἄγλωττος, χεῖρα καὶ γλῶτταν φύεις
Καὶ χερσὶ Θεοῦ, Μάξιμε, ψυχὴν δίδως.
Εἰκάδι πρώτῃ πότμος Μαξίμου ὄσσ’ ἐκάλυψεν.
Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 μ.Χ. από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Πραγματοποίησε λαμπρές θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Για τα πνευματικά αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα προσλαμβάνεται ως αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα για να υπερασπισθεί τις αλήθειες της πίστεώς του από την αίρεση των Μονοθελητών.
Γίνεται μοναχός και αρχίζει ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα κατά των αιρετικών. Στον αγώνα του αυτό συναντά πολλά εμπόδια, κυρίως από τον αυτοκράτορα Κώνστα, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των Μονοθελητών και έφθασε στο σημείο να συγκαλέσει ψευδο-σύνοδο, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον όσιο και τέλος τον παρέδωσε στον έπαρχο της πόλης για να τιμωρηθεί. Μαστιγώνεται και τέλος του κόβουν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι.
Το ακρωτηριασμένο του σώμα άντεξε με θαυματουργικό τρόπο τρία χρόνια στην υπηρεσία της υγείας της ψυχής και ήταν η πιο εύγλωττη μαρτυρία της πίστεως και της αφοσιώσεώς του στο Θεό. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια αφήνει τη μακάριά του ψυχή στον τόπο της εξορίας του (Λαζική του Πόντου, στο φρούριο Σχίμαρις) το 662 μ.Χ. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου Αρσενίου, στη χώρα των Λαζών. Από τον τάφο του έβγαινε φως κάθε νύχτα και φώτιζε την περιοχή, γεγονός που πιστοποιούσε την αγιότητά του.
Σημείωση: Η Ανακομιδή και μετάθεση του Λειψάνου του Οσίου Μάξιμου του Ομολογητή εορτάζεται στις 13 Αυγούστου, ενώ η μνήμη του επαναλαμβάνεται στις 20 Σεπτεμβρίου.
Nυν Σώτερ ή πριν προσφόρως τω Πατρί σου,
Έμπροσθεν είπης Eυδοκία σου Πάτερ.
Η Αγία Ευδοκία ήταν κόρη του αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου και γεννήθηκε το 401 μ.Χ. Σπούδασε κατά τον καλύτερο τρόπο τη γραμματική, τη ρητορική και τη φιλοσοφία.
Όταν πέθανε ο Λεόντιος, άφησε όλη την περιουσία του στους γιους του, και σ' αυτή άφησε μόνο 100 χρυσά νομίσματα. Όταν, λοιπόν, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τα κληρονομικά της δικαιώματα, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο τον Β', μέσω της αδελφής του Πουλχερίας, που είχε κατενθουσιαστεί από τα σπάνια χαρίσματα της αθηναίας κόρης. Έτσι βαπτίστηκε χριστιανή και πήρε το όνομα Ευδοκία, από Αθηναΐδα που την έλεγαν πρώτα.
Η Ευδοκία από τη φύση της γυναίκα σεμνή, δεν ανακατεύθηκε καθόλου με τις βασιλικές υποθέσεις. Την είλκυσε περισσότερο η αλήθεια του Χριστού, γι' αυτό και επεδίωξε να επισκεφθεί τους Άγιους Τόπους. Όταν ο σκοπός της πραγματοποιήθηκε, αισθάνθηκε την ψυχή της να φτερουγίζει στο θρόνο του Θεού.
Η επιστροφή της, όμως, στη Βασιλεύουσα, επεφύλασσε εκπλήξεις. Οι σχέσεις της με τον Θεοδόσιο ψυχράνθηκαν, λόγω συκοφαντιών. Γι' αυτό, με την άδεια του επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Και με προσευχή, μελέτη και «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α' πρός Τιμόθεον, 6.2), τελείωσε τη ζωή της.
Πηγή: Saint.gr
www.worldenergynews.gr






