Η συμφωνία, που θα μπορούσε να ανοίξει την πρόσβαση σε κοιτάσματα αξίας άνω των 53 δισ. δολαρίων, αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα στην προσπάθεια της Ουάσινγκτον να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία ολοκλήρωσαν αυτή την εβδομάδα μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας ύψους άνω των 3 δισ. δολαρίων για την ανάπτυξη τοπικής εφοδιαστικής αλυσίδας κρίσιμων ορυκτών, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο.
Η συμφωνία, που θα μπορούσε να ανοίξει την πρόσβαση σε κοιτάσματα αξίας άνω των 53 δισ. δολαρίων, αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα στην προσπάθεια της Ουάσινγκτον να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα.
Το ζήτημα των κρίσιμων ορυκτών ήρθε στο προσκήνιο κατά την κυβέρνηση Μπάιντεν, όταν έγινε σαφές ότι οι ΗΠΑ εξαρτώνται υπερβολικά από τις κινεζικές εισαγωγές για υλικά απαραίτητα στην ενεργειακή μετάβαση.
Ωστόσο, τα κρίσιμα ορυκτά δεν χρησιμοποιούνται μόνο στα ηλεκτρικά οχήματα και στις ανεμογεννήτριες — αποτελούν βασικά συστατικά για τη βαριά βιομηχανία, την αυτοκινητοβιομηχανία και κυρίως για την αμυντική παραγωγή.
Έτσι, μία από τις λίγες αποφάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν που δεν αναίρεσε ο πρόεδρος Τραμπ ήταν η στρατηγική προτεραιότητα για την ενίσχυση της εφοδιαστικής αλυσίδας κρίσιμων ορυκτών.
Το θέμα έγινε ακόμα πιο πιεστικό φέτος, όταν ο Τραμπ άνοιξε νέο μέτωπο εμπορικού πολέμου με το Πεκίνο.
Η Κίνα αντέδρασε με περιορισμούς στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών, γεγονός που σκλήρυνε τη στάση της Ουάσινγκτον και ενίσχυσε την απόφαση να εξασφαλίσει εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού.
Το στοίχημα των logistics
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η δημιουργία μιας πλήρους αλυσίδας εξόρυξης και επεξεργασίας απαιτεί χρόνια και τεράστιες επενδύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμφωνία με την Αυστραλία θεωρείται μια καλή αρχή, αν και με περιορισμένα άμεσα αποτελέσματα.
Η Αυστραλία είναι μία από τις πιο πλούσιες χώρες σε ορυκτούς πόρους παγκοσμίως, διαθέτοντας τεράστια αποθέματα λιθίου, σπανίων γαιών, βολφραμίου, βαναδίου, μαγγανίου, κοβαλτίου και χαλκού — μετάλλων κρίσιμων για την πράσινη ενέργεια, τη βιομηχανία και την άμυνα.
Η συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ αναμένεται να ενισχύσει την παραγωγή αυτών των υλικών, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη στρατηγική της κυβέρνησης Άλμπανιζ για ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας και της επεξεργασίας πρώτων υλών, παράλληλα με τους στόχους ενεργειακής μετάβασης.
Ο αρθρογράφος του Reuters Άντονι Κάρι σχολίασε ότι η συμφωνία προσφέρει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να παρακάμψουν την Κίνα, αλλά προειδοποίησε για τις δυσκολίες: η δημιουργία νέων υποδομών εξόρυξης και επεξεργασίας απαιτεί χρόνια, όχι εβδομάδες.
Δεν «κόβει» η Κίνα
Η Κίνα εξακολουθεί να κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά κρίσιμων ορυκτών, αφήνοντας τη Δύση σε δύσκολη θέση, εξαρτημένη από έναν στρατηγικό αντίπαλο για υλικά απαραίτητα στην άμυνα και την τεχνολογία.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), το Πεκίνο ελέγχει το 70% της παγκόσμιας διύλισης για 19 από τα 20 κρίσιμα ορυκτά, με τις τιμές πολλών εξ αυτών να παρουσιάζουν μεγαλύτερη μεταβλητότητα ακόμη και από το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο.
Οι πρόσφατοι περιορισμοί στις εξαγωγές από την Κίνα ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που ώθησαν τις ΗΠΑ και την Αυστραλία στη νέα συμφωνία.
Ωστόσο, η αισιοδοξία του προέδρου Τραμπ ότι «μέσα σε έναν χρόνο θα έχουμε τόσο πολλά κρίσιμα μέταλλα και σπάνιες γαίες που δεν θα ξέρουμε τι να τα κάνουμε» φαίνεται υπερβολικά πρόωρη.
Ενδεικτικά, το Πεκίνο χαιρέτισε τη συμφωνία, με εκπρόσωπο του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών να δηλώνει πως «ο σχηματισμός των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων είναι αποτέλεσμα αγοραίων και επιχειρηματικών επιλογών».
Ο Γκουό Τζιακούν πρόσθεσε ότι «οι χώρες πλούσιες σε κρίσιμα ορυκτά θα πρέπει να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στη διασφάλιση της σταθερότητας των βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων».
Η Κίνα γνωρίζει καλά ότι η δημιουργία εγχώριας δυναμικότητας εξόρυξης και επεξεργασίας χρειάζεται χρόνο — και προς το παρόν δεν έχει λόγο να ανησυχεί για την απώλεια της ηγεμονίας της. Παρ’ όλα αυτά, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το να αρχίσουν να «παίζουν στο ίδιο γήπεδο» είναι αναμφίβολα η πιο έξυπνη στρατηγική, όσος χρόνος κι αν χρειαστεί.
www.worldenergynews.gr
Η συμφωνία, που θα μπορούσε να ανοίξει την πρόσβαση σε κοιτάσματα αξίας άνω των 53 δισ. δολαρίων, αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα στην προσπάθεια της Ουάσινγκτον να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα.
Το ζήτημα των κρίσιμων ορυκτών ήρθε στο προσκήνιο κατά την κυβέρνηση Μπάιντεν, όταν έγινε σαφές ότι οι ΗΠΑ εξαρτώνται υπερβολικά από τις κινεζικές εισαγωγές για υλικά απαραίτητα στην ενεργειακή μετάβαση.
Ωστόσο, τα κρίσιμα ορυκτά δεν χρησιμοποιούνται μόνο στα ηλεκτρικά οχήματα και στις ανεμογεννήτριες — αποτελούν βασικά συστατικά για τη βαριά βιομηχανία, την αυτοκινητοβιομηχανία και κυρίως για την αμυντική παραγωγή.
Έτσι, μία από τις λίγες αποφάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν που δεν αναίρεσε ο πρόεδρος Τραμπ ήταν η στρατηγική προτεραιότητα για την ενίσχυση της εφοδιαστικής αλυσίδας κρίσιμων ορυκτών.
Το θέμα έγινε ακόμα πιο πιεστικό φέτος, όταν ο Τραμπ άνοιξε νέο μέτωπο εμπορικού πολέμου με το Πεκίνο.
Η Κίνα αντέδρασε με περιορισμούς στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών, γεγονός που σκλήρυνε τη στάση της Ουάσινγκτον και ενίσχυσε την απόφαση να εξασφαλίσει εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού.
Το στοίχημα των logistics
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η δημιουργία μιας πλήρους αλυσίδας εξόρυξης και επεξεργασίας απαιτεί χρόνια και τεράστιες επενδύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμφωνία με την Αυστραλία θεωρείται μια καλή αρχή, αν και με περιορισμένα άμεσα αποτελέσματα.
Η Αυστραλία είναι μία από τις πιο πλούσιες χώρες σε ορυκτούς πόρους παγκοσμίως, διαθέτοντας τεράστια αποθέματα λιθίου, σπανίων γαιών, βολφραμίου, βαναδίου, μαγγανίου, κοβαλτίου και χαλκού — μετάλλων κρίσιμων για την πράσινη ενέργεια, τη βιομηχανία και την άμυνα.
Η συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ αναμένεται να ενισχύσει την παραγωγή αυτών των υλικών, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη στρατηγική της κυβέρνησης Άλμπανιζ για ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας και της επεξεργασίας πρώτων υλών, παράλληλα με τους στόχους ενεργειακής μετάβασης.
Ο αρθρογράφος του Reuters Άντονι Κάρι σχολίασε ότι η συμφωνία προσφέρει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να παρακάμψουν την Κίνα, αλλά προειδοποίησε για τις δυσκολίες: η δημιουργία νέων υποδομών εξόρυξης και επεξεργασίας απαιτεί χρόνια, όχι εβδομάδες.
Δεν «κόβει» η Κίνα
Η Κίνα εξακολουθεί να κυριαρχεί στην παγκόσμια αγορά κρίσιμων ορυκτών, αφήνοντας τη Δύση σε δύσκολη θέση, εξαρτημένη από έναν στρατηγικό αντίπαλο για υλικά απαραίτητα στην άμυνα και την τεχνολογία.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), το Πεκίνο ελέγχει το 70% της παγκόσμιας διύλισης για 19 από τα 20 κρίσιμα ορυκτά, με τις τιμές πολλών εξ αυτών να παρουσιάζουν μεγαλύτερη μεταβλητότητα ακόμη και από το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο.
Οι πρόσφατοι περιορισμοί στις εξαγωγές από την Κίνα ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που ώθησαν τις ΗΠΑ και την Αυστραλία στη νέα συμφωνία.
Ωστόσο, η αισιοδοξία του προέδρου Τραμπ ότι «μέσα σε έναν χρόνο θα έχουμε τόσο πολλά κρίσιμα μέταλλα και σπάνιες γαίες που δεν θα ξέρουμε τι να τα κάνουμε» φαίνεται υπερβολικά πρόωρη.
Ενδεικτικά, το Πεκίνο χαιρέτισε τη συμφωνία, με εκπρόσωπο του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών να δηλώνει πως «ο σχηματισμός των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων είναι αποτέλεσμα αγοραίων και επιχειρηματικών επιλογών».
Ο Γκουό Τζιακούν πρόσθεσε ότι «οι χώρες πλούσιες σε κρίσιμα ορυκτά θα πρέπει να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στη διασφάλιση της σταθερότητας των βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων».
Η Κίνα γνωρίζει καλά ότι η δημιουργία εγχώριας δυναμικότητας εξόρυξης και επεξεργασίας χρειάζεται χρόνο — και προς το παρόν δεν έχει λόγο να ανησυχεί για την απώλεια της ηγεμονίας της. Παρ’ όλα αυτά, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το να αρχίσουν να «παίζουν στο ίδιο γήπεδο» είναι αναμφίβολα η πιο έξυπνη στρατηγική, όσος χρόνος κι αν χρειαστεί.
www.worldenergynews.gr






