Η Κίνα δεν προβάλλει ένα συνεκτικό μέλλον για την παγκόσμια τάξη, ούτε ένα μοντέλο έτοιμο για εξαγωγή — πιθανώς επειδή αυτή η ασάφεια της δίνει ευελιξία και την εμφανίζει ως λιγότερο επιβλητική και επιθετική από τις ΗΠΑ
Είναι πλέον παραπάνω κι από πασιφανές, ότι η «τελική μάχη» για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, δίνεται ανάμεσα στις δυο κορυφαίες υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Η σύγκρουση των δυο γιγάντων που προς το παρόν δεν έχει προσλάβει χαρακτηριστικά πολεμικής σύρραξης, κυμαίνεται μεταξύ εμπορικών-δασμολογικών χτυπημάτων και μιας κούρσας για πολιτική διείσδυση ιδιαίτερα σε περιοχές του πλανήτη που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την παραγωγή, τη βιομηχανία, την ενέργεια, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, από την άποψη κυρίως της ύπαρξης κοιτασμάτων σπανίων γαιών.
Από τότε που ανέλαβε για δεύτερη φορά στο τιμόνι των ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τραμπ, άρχισε να άρει την παραδοσιακή αμερικανική πολιτική της «soft power».
Τί είναι όμως η «soft power»; Ο όρος, που στα ελληνικά αποδίδεται ως ήπια ισχύς, διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό αναλυτή διεθνών σχέσεων, Joseph Nye το 1990 και σημαίνει την πολιτική που εφαρμόζει μια χώρα απέναντι σε άλλα κράτη μέσα από τη διπλωματία, την ιδεολογική, πολιτιστική, ανθρωπιστική, κλπ παρέμβαση, για να τα καταστήσει συμμαχικά, φιλικά ή «εξαρτώμενα».
Αν πάρουμε την περίπτωση των ΗΠΑ, θα διαπιστώσουμε ότι η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID) δεν λειτουργεί πλέον, η Voice of America είναι μπλεγμένη σε νομικές και θεσμικές διαμάχες, ενώ το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει μειώσει δραματικά το προσωπικό και τα προγράμματά του.
Οι νέοι κανόνες για την έκδοση βίζας και συνολικά η αντιμεταναστευτική πολιτική, καθιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες λιγότερο προσβάσιμες και ελκυστικές για ξένους υπηκόους, ενώ η πιο επιθετική στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους της έχει προκαλέσει μεγάλη γκρίνια.
Μάλιστα, όπως διαβάζουμε σε άρθρο που υπέγραψε βετεράνος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ για τους New York Times, αυτές οι αλλαγές είναι «αυτοκτονία της αμερικανικής ήπιας ισχύος».
Κενός χώρος για την Κίνα
Σύμφωνα με το Foreign Affairs, πολλοί αναλυτές έχουν θεωρήσει ότι αυτή η συρρίκνωση της αμερικανικής επιρροής είναι η μεγάλη ευκαιρία της Κίνας να κάνει το μεγάλο pivot.
Ο θεμελιωτής του όρου «soft power», είχε από νωρίς προειδοποιήσει ότι το Πεκίνο «ετοιμάζεται να καλύψει το κενό που δημιουργεί ο Τραμπ».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γιανζόνγκ Χουάνγκ, ερευνητής στο Council on Foreign Relations, υποστήριξε ότι οι πολιτικές Τραμπ ενίσχυσαν την «γοητευτική» αντεπίθεση της Κίνας.
Η Κίνα, οπωσδήποτε αυξάνει την παρουσία της σε κράτη της Ασίας, της Αφρικής, αλλά και της Νότιας Αμερικής. Οι χώρες του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου» θα λέγαμε ότι «στριμώχνονται» τώρα, ανάμεσα στο Πεκίνο που αποτελεί τον νέο «μνηστήρα» και την Ουάσιγκτον που παραδοσιακά πατούσε καλά το πόδι της στα εδάφη αυτά θεωρώντας τα κάτι σαν «υπερπόντιες κτήσεις» της, με λίγες μόνο εξαιρέσεις (π.χ. Βενεζουέλα, Κούβα)
Τα τελευταία τρία χρόνια —και ιδιαίτερα μετά την επανεκλογή Τραμπ— η σχετική θέση της Κίνας έχει βελτιωθεί αισθητά.
Πλέον, το Πεκίνο εμφανίζεται ως ο πιο αξιόπιστος και φερέγγυος εταίρος. Αυτό, όμως, δεν την έχει μετατρέψει ακόμα σε παγκόσμιο ηγέτη της ήπιας ισχύος.
Παρότι συνεχίζει να στηρίζει τη διπλωματία της σε άμεσες δράσεις με ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα, έχει περιορίσει την οικονομική βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεν δείχνει επίσης σημάδια διάθεσης να αντικαταστήσει την αμερικανική USAID ή να προσπαθήσει να επιβάλει ένα εναλλακτικό -στην αστική δημοκρατία- μοντέλο διακυβέρνησης.
Παρά την καλύτερη διεθνή εικόνα, η αποδοχή της παρουσιάζει έντονες περιφερειακές διαφοροποιήσεις, ενώ ακόμη και οι πιο θετικά διακείμενες χώρες εκφράζουν την εκτίμησή τους με επιφυλάξεις. Η Κίνα ωφελείται «παθητικά» από την αμερικανική υποχώρηση, ωστόσο αυτό δεν εγγυάται μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή στο μέλλον.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι η Κίνα ωφελείται «παθητικά» κι από έναν διαχρονικό αντιαμερικανισμό που έχει αναπτυχθεί στους λαούς πολλών κρατών, -ιδιαίτερα στους λαούς του «Παγκόσμιου Νότου»- που έχουν ζήσει πραξικοπήματα και εισβολές.
Σταθερή πορεία
Η κινεζική αντίληψη για την ήπια ισχύ διαφέρει αρκετά από τον ορισμό που είχε δώσει ο Nay και που εστιάζει στον πολιτισμό, τα πολιτικά ιδεώδη περί «ελευθερίας» και «δημοκρατίας» και την εξωτερική πολιτική.
Για το Πεκίνο, αντίθετα, η πολιτισμική ισχύς συνδέεται με την υλική ισχύ: το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης, οι τεχνολογικές του καινοτομίες και η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες θεωρούνται ιδιαίτερα αποτελεσματικά εργαλεία soft power.
Στις σχέσεις του με τον «Παγκόσμιο Νότο», το Πεκίνο προβάλλει τη λογική του «αμοιβαίου οικονομικού οφέλους» και αντιλαμβάνεται τη δυναμική που της δίνουν τα οικονομικά πακέτα βοήθειας. Η κινεζική διπλωματία επικεντρώνεται επίσης σε εμπορικές συμφωνίες συνοδευόμενες από πολιτιστικές εκδηλώσεις, έργα υποδομής, εκπαιδευτικά προγράμματα και επισκέψεις αξιωματούχων και επαγγελματιών.
Με την αποχώρηση των ΗΠΑ, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν τώρα λιγότερες εναλλακτικές. Σύμφωνα με το Lowy Institute, οι περικοπές της USAID κατέστησαν τις διμερείς κινεζικές συμφωνίες, τις μεγαλύτερες διεθνώς. Οι υψηλοί αμερικανικοί δασμοί κάνουν την Κίνα πιο ανοιχτή στο εμπόριο, ενώ η χορήγηση 30ήμερης δωρεάν βίζας σε περισσότερες από 70 χώρες την καθιστά πολύ πιο φιλόξενη από τις ΗΠΑ.
Ωστόσο η Κίνα δεν αυξάνει τις αναπτυξιακές της παροχές. Οι νέες δεσμεύσεις χρηματοδότησης είναι πολύ μικρότερες από το παρελθόν, όπως φάνηκε στη σύνοδο με τη CELAC (9,2 δισ. δολάρια, λιγότερα από τα μισά του 2015) και στη σύνοδο του SCO (1,4 δισ. δολάρια έναντι 5 δισ. το 2014).
Η αλλαγή αυτή αντικατοπτρίζει την «αναθεώρηση» της Πρωτοβουλίας Belt and Road, με στροφή σε μικρότερα και πιο διαχειρίσιμα-ευέλικτα έργα, εξαιτίας τόσο των οικονομικών πιέσεων όσο και της συσσώρευσης χρέους σε πολλές χώρες που μπαίνουν στα projects. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Αιθιοπία, η Κίνα έχει «παγώσει» πλήρως τα νέα δάνεια.
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και το σκέλος της οικονομικής βοήθειας που στηρίζεται κυρίως σε δάνεια παρά σε επιχορηγήσεις. Μόνο μεμονωμένες κινήσεις —όπως η στήριξη σε αποναρκοθετήσεις στην Καμπότζη και η υπόσχεση ανθρωπιστικής βοήθειας στο Νεπάλ— δείχνουν διάθεση κάλυψης κενών, αλλά όχι μια ριζική βοήθεια για επενδύσεις, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κλπ.
Παρά ταύτα, η κινεζική οικονομική παρουσία ενισχύεται μέσω εμπορίου και ιδιωτικών επενδύσεων σε Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή και Νοτιοανατολική Ασία.
Το κινεζικό αντιπαράδειγμα
Οι ΗΠΑ, έχοντας κατανοήσει ότι ιδεολογικά δεν μπορούν να περνάνε με την ίδια ευκολία τα αφηγήματα της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας», έχουν εγκαταλείψει αυτή την τακτική. Θεωρητικά, αυτό αφήνει χώρο στην Κίνα να προωθήσει το δικό της μοντέλο — ένα σύστημα μόνο κατ’ επίφαση σοσιαλιστικό, αλλά στην ουσία καπιταλιστικό-, αλλά το Πεκίνο δεν φαίνεται ικανό να πείσει.
Η κινεζική ήπια ισχύς δεν βασίζεται σε εξαγωγή πολιτικών αξιών, παρότι η ρητορική περί μη στρατιωτικής παρέμβασης και «εναλλακτικού μοντέλου εκσυγχρονισμού» κερδίζει έδαφος.
Ωστόσο η Κίνα δεν προβάλλει ένα συνεκτικό μέλλον για την παγκόσμια τάξη, ούτε ένα μοντέλο έτοιμο για εξαγωγή — πιθανώς επειδή αυτή η ασάφεια της δίνει ευελιξία και την εμφανίζει ως λιγότερο επιβλητική και επιθετική από τις ΗΠΑ.
Που εστιάζει ο «Δράκος»
Η ρητορική του Πεκίνου επικεντρώνεται στη, γενική και αφηρημένη διαφοροποίηση από τη Δύση.
Αξιωματούχοι του ΚΚΚ καταγγέλλουν τα δυτικά συστήματα ως ηγεμονικά και παρουσιάζουν την Κίνα ως υπεύθυνη και σταθερή δύναμη που εγγυάται την παγκόσμια ειρήνη.
Σε συνέντευξή του σε ρωσικά ΜΜΕ τον Ιούλιο, ο Κινέζος πρέσβης στη Μόσχα κατηγόρησε τις ΗΠΑ για εγκατάλειψη της μεταπολεμικής τάξης, σε αντίθεση με την αξιόπιστη —όπως είπε— Κίνα.
Στη σύνοδο του SCO τον Σεπτέμβριο, ο Σι Τζινπίνγκ κάλεσε σε μια «δικαιότερη» παγκόσμια τάξη και παρουσίασε την Πρωτοβουλία Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, επιδιώκοντας να ενισχύσει αυτό που ονομάζει «πολυπολικότητα».
Στις συνομιλίες τους με Αφρικανούς ηγέτες και αξιωματούχους, Κινέζοι ακαδημαϊκοί και διπλωμάτες συχνά αντιπαραβάλλουν μια «μη παρεμβατική και καλοπροαίρετη» Κίνα απέναντι στις «πιο παρεμβατικές» Ηνωμένες Πολιτείες.
Το κινεζικό μοντέλο εκσυγχρονισμού παρουσιάζεται ως ένα πλαίσιο που σέβεται τις εθνικές ιδιαιτερότητες, σε αντίθεση με τους «άκαμπτες» δυτικές πολιτικές.
Η ανάδειξη από μέρους της Κίνας των εγκλημάτων της αμερικανικής πολιτικής, μπορεί να ενισχύσει μια αίσθηση δυσαρέσκειας που φέρνει ορισμένες χώρες πιο κοντά στην Κίνα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), ο οποίος έχει επεκτείνει την ατζέντα του από ζητήματα μεθοριακής ασφάλειας στη σφαίρα της παγκόσμιας διπλωματίας και έχει μεγαλώσει από έξι μέλη το 2001 σε δέκα πλήρη μέλη, 14 εταίρους και δύο παρατηρητές – με ακόμη περισσότερες χώρες να περιμένουν να ενταχθούν.
Ωστόσο, η κινεζική ρητορική σπάνια προχωρά πέρα από την κριτική της αμερικανικής κυριαρχίας και την απαίτηση για μεγαλύτερη συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς. Δεν χαράσσει ένα εναλλακτικό όραμα για τη διεθνή τάξη.
Παρομοίως, το γενικά τεταμένο κλίμα στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, θα μπορούσε να αποτελεί ευκαιρία για το Πεκίνο να προωθήσει το δικό του μοντέλο διακυβέρνησης.
Σε εκπαιδευτικά σεμινάρια πάντως για Αφρικανούς αξιωματούχους, διαπιστώθηκε ότι οι Κινέζοι εκπαιδευτές δεν προβάλλουν το πολιτικό τους σύστημα ως κάτι ριζικά διαφορετικό, αλλά αντιστρέφουν δυτικά δημοκρατικά σχήματα για να το παρουσιάσουν ως μια «καλύτερη», πιο αποτελεσματική μορφή δημοκρατίας.
Τους τελευταίους μήνες, η αυξανόμενη διεθνής απήχηση κινεζικών προϊόντων –όπως τα συλλεκτικά κουκλάκια Labubu, η ταινία κινουμένων σχεδίων Ne Zha 2 και δημοφιλή βιντεοπαιχνίδια– αλλά και νέων τεχνολογιών όπως η πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης DeepSeek, έχουν οδηγήσει σε μια θετική μαζική προβολή της Κίνας στο δυτικό κοινό.
Αυτή η πολιτισμική επιρροή μπορεί να ενισχύσει τη συμπάθεια του μέσου δυτικού προς τις κινεζικές αξίες και το αφήγημα περί κινεζικού μοντέλου. Ωστόσο, επιτυχίες όπως τα Labubu ή το DeepSeek συνδέονται περισσότερο με την εμπορική και τεχνολογική ισχύ της Κίνας παρά με την εξαγωγή ενός συνεκτικού ιδεολογικού οράματος.
Πως μετριέται η επικράτηση στο «soft power»
Η ήπια ισχύς δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Μία προσπάθεια όμως να προσεγγιστεί είναι οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν ότι η Κίνα έχει αποκομίσει τουλάχιστον ένα παθητικό όφελος μετά την επανεκλογή Τραμπ.
Σε έρευνα του Pew τον Ιούλιο, σε 24 χώρες, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να συγκεντρώνουν πιο θετικές απόψεις από την Κίνα, αλλά η ψαλίδα κλείνει. Οι ΗΠΑ έχουν υποστεί σημαντική πτώση στο διεθνές κύρος τους –στην Καναδά, για παράδειγμα, η θετική εικόνα μειώθηκε κατά 20 μονάδες– ενώ η Κίνα κατέγραψε μικρές βελτιώσεις. Σε άλλη έρευνα σε πέντε μεγάλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι ερωτηθέντες προτιμούσαν την Κίνα έναντι των ΗΠΑ ως οικονομικό εταίρο.
Ωστόσο, αυτά τα θετικά σημάδια έχουν όρια. Οι αντιλήψεις για την Κίνα παραμένουν έντονα αντιφατικές. Σε αντίθεση με την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, όπου οι γνώμες είναι γενικά θετικές, η εικόνα της Κίνας στην Ασία-Ειρηνικό και στην Ευρώπη είναι κατά βάση αρνητική.
Εκεί, οι ανησυχίες για την κινεζική απειλή ασφαλείας υπερβαίνουν την έλξη των οικονομικών ευκαιριών—ακόμη και τώρα που η αμερικανική επιρροή υποχωρεί.
Επιπλέον, η εκτίμηση της Κίνας ως οικονομικού εταίρου δεν μεταφράζεται και σε εμπιστοσύνη στην κινεζική παγκόσμια ηγεσία.
Στην έρευνα του Pew, ένα ποσοστό 66% σε 25 χώρες δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τον Σι Τζινπίνγκ «να κάνει το σωστό σε διεθνή ζητήματα».
Λευτέρης Στάικος
www.worldenergynews.gr
Η σύγκρουση των δυο γιγάντων που προς το παρόν δεν έχει προσλάβει χαρακτηριστικά πολεμικής σύρραξης, κυμαίνεται μεταξύ εμπορικών-δασμολογικών χτυπημάτων και μιας κούρσας για πολιτική διείσδυση ιδιαίτερα σε περιοχές του πλανήτη που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την παραγωγή, τη βιομηχανία, την ενέργεια, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, από την άποψη κυρίως της ύπαρξης κοιτασμάτων σπανίων γαιών.
Από τότε που ανέλαβε για δεύτερη φορά στο τιμόνι των ΗΠΑ, ο πρόεδρος Τραμπ, άρχισε να άρει την παραδοσιακή αμερικανική πολιτική της «soft power».
Τί είναι όμως η «soft power»; Ο όρος, που στα ελληνικά αποδίδεται ως ήπια ισχύς, διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό αναλυτή διεθνών σχέσεων, Joseph Nye το 1990 και σημαίνει την πολιτική που εφαρμόζει μια χώρα απέναντι σε άλλα κράτη μέσα από τη διπλωματία, την ιδεολογική, πολιτιστική, ανθρωπιστική, κλπ παρέμβαση, για να τα καταστήσει συμμαχικά, φιλικά ή «εξαρτώμενα».
Αν πάρουμε την περίπτωση των ΗΠΑ, θα διαπιστώσουμε ότι η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID) δεν λειτουργεί πλέον, η Voice of America είναι μπλεγμένη σε νομικές και θεσμικές διαμάχες, ενώ το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει μειώσει δραματικά το προσωπικό και τα προγράμματά του.
Οι νέοι κανόνες για την έκδοση βίζας και συνολικά η αντιμεταναστευτική πολιτική, καθιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες λιγότερο προσβάσιμες και ελκυστικές για ξένους υπηκόους, ενώ η πιο επιθετική στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους της έχει προκαλέσει μεγάλη γκρίνια.
Μάλιστα, όπως διαβάζουμε σε άρθρο που υπέγραψε βετεράνος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ για τους New York Times, αυτές οι αλλαγές είναι «αυτοκτονία της αμερικανικής ήπιας ισχύος».
Κενός χώρος για την Κίνα
Σύμφωνα με το Foreign Affairs, πολλοί αναλυτές έχουν θεωρήσει ότι αυτή η συρρίκνωση της αμερικανικής επιρροής είναι η μεγάλη ευκαιρία της Κίνας να κάνει το μεγάλο pivot.
Ο θεμελιωτής του όρου «soft power», είχε από νωρίς προειδοποιήσει ότι το Πεκίνο «ετοιμάζεται να καλύψει το κενό που δημιουργεί ο Τραμπ».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γιανζόνγκ Χουάνγκ, ερευνητής στο Council on Foreign Relations, υποστήριξε ότι οι πολιτικές Τραμπ ενίσχυσαν την «γοητευτική» αντεπίθεση της Κίνας.
Η Κίνα, οπωσδήποτε αυξάνει την παρουσία της σε κράτη της Ασίας, της Αφρικής, αλλά και της Νότιας Αμερικής. Οι χώρες του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου» θα λέγαμε ότι «στριμώχνονται» τώρα, ανάμεσα στο Πεκίνο που αποτελεί τον νέο «μνηστήρα» και την Ουάσιγκτον που παραδοσιακά πατούσε καλά το πόδι της στα εδάφη αυτά θεωρώντας τα κάτι σαν «υπερπόντιες κτήσεις» της, με λίγες μόνο εξαιρέσεις (π.χ. Βενεζουέλα, Κούβα)
Τα τελευταία τρία χρόνια —και ιδιαίτερα μετά την επανεκλογή Τραμπ— η σχετική θέση της Κίνας έχει βελτιωθεί αισθητά.
Πλέον, το Πεκίνο εμφανίζεται ως ο πιο αξιόπιστος και φερέγγυος εταίρος. Αυτό, όμως, δεν την έχει μετατρέψει ακόμα σε παγκόσμιο ηγέτη της ήπιας ισχύος.
Παρότι συνεχίζει να στηρίζει τη διπλωματία της σε άμεσες δράσεις με ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα, έχει περιορίσει την οικονομική βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεν δείχνει επίσης σημάδια διάθεσης να αντικαταστήσει την αμερικανική USAID ή να προσπαθήσει να επιβάλει ένα εναλλακτικό -στην αστική δημοκρατία- μοντέλο διακυβέρνησης.
Παρά την καλύτερη διεθνή εικόνα, η αποδοχή της παρουσιάζει έντονες περιφερειακές διαφοροποιήσεις, ενώ ακόμη και οι πιο θετικά διακείμενες χώρες εκφράζουν την εκτίμησή τους με επιφυλάξεις. Η Κίνα ωφελείται «παθητικά» από την αμερικανική υποχώρηση, ωστόσο αυτό δεν εγγυάται μεγαλύτερη παγκόσμια επιρροή στο μέλλον.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι η Κίνα ωφελείται «παθητικά» κι από έναν διαχρονικό αντιαμερικανισμό που έχει αναπτυχθεί στους λαούς πολλών κρατών, -ιδιαίτερα στους λαούς του «Παγκόσμιου Νότου»- που έχουν ζήσει πραξικοπήματα και εισβολές.
Σταθερή πορεία
Η κινεζική αντίληψη για την ήπια ισχύ διαφέρει αρκετά από τον ορισμό που είχε δώσει ο Nay και που εστιάζει στον πολιτισμό, τα πολιτικά ιδεώδη περί «ελευθερίας» και «δημοκρατίας» και την εξωτερική πολιτική.
Για το Πεκίνο, αντίθετα, η πολιτισμική ισχύς συνδέεται με την υλική ισχύ: το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης, οι τεχνολογικές του καινοτομίες και η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες θεωρούνται ιδιαίτερα αποτελεσματικά εργαλεία soft power.
Στις σχέσεις του με τον «Παγκόσμιο Νότο», το Πεκίνο προβάλλει τη λογική του «αμοιβαίου οικονομικού οφέλους» και αντιλαμβάνεται τη δυναμική που της δίνουν τα οικονομικά πακέτα βοήθειας. Η κινεζική διπλωματία επικεντρώνεται επίσης σε εμπορικές συμφωνίες συνοδευόμενες από πολιτιστικές εκδηλώσεις, έργα υποδομής, εκπαιδευτικά προγράμματα και επισκέψεις αξιωματούχων και επαγγελματιών.
Με την αποχώρηση των ΗΠΑ, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν τώρα λιγότερες εναλλακτικές. Σύμφωνα με το Lowy Institute, οι περικοπές της USAID κατέστησαν τις διμερείς κινεζικές συμφωνίες, τις μεγαλύτερες διεθνώς. Οι υψηλοί αμερικανικοί δασμοί κάνουν την Κίνα πιο ανοιχτή στο εμπόριο, ενώ η χορήγηση 30ήμερης δωρεάν βίζας σε περισσότερες από 70 χώρες την καθιστά πολύ πιο φιλόξενη από τις ΗΠΑ.
Ωστόσο η Κίνα δεν αυξάνει τις αναπτυξιακές της παροχές. Οι νέες δεσμεύσεις χρηματοδότησης είναι πολύ μικρότερες από το παρελθόν, όπως φάνηκε στη σύνοδο με τη CELAC (9,2 δισ. δολάρια, λιγότερα από τα μισά του 2015) και στη σύνοδο του SCO (1,4 δισ. δολάρια έναντι 5 δισ. το 2014).
Η αλλαγή αυτή αντικατοπτρίζει την «αναθεώρηση» της Πρωτοβουλίας Belt and Road, με στροφή σε μικρότερα και πιο διαχειρίσιμα-ευέλικτα έργα, εξαιτίας τόσο των οικονομικών πιέσεων όσο και της συσσώρευσης χρέους σε πολλές χώρες που μπαίνουν στα projects. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Αιθιοπία, η Κίνα έχει «παγώσει» πλήρως τα νέα δάνεια.
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και το σκέλος της οικονομικής βοήθειας που στηρίζεται κυρίως σε δάνεια παρά σε επιχορηγήσεις. Μόνο μεμονωμένες κινήσεις —όπως η στήριξη σε αποναρκοθετήσεις στην Καμπότζη και η υπόσχεση ανθρωπιστικής βοήθειας στο Νεπάλ— δείχνουν διάθεση κάλυψης κενών, αλλά όχι μια ριζική βοήθεια για επενδύσεις, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κλπ.
Παρά ταύτα, η κινεζική οικονομική παρουσία ενισχύεται μέσω εμπορίου και ιδιωτικών επενδύσεων σε Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή και Νοτιοανατολική Ασία.
Το κινεζικό αντιπαράδειγμα
Οι ΗΠΑ, έχοντας κατανοήσει ότι ιδεολογικά δεν μπορούν να περνάνε με την ίδια ευκολία τα αφηγήματα της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας», έχουν εγκαταλείψει αυτή την τακτική. Θεωρητικά, αυτό αφήνει χώρο στην Κίνα να προωθήσει το δικό της μοντέλο — ένα σύστημα μόνο κατ’ επίφαση σοσιαλιστικό, αλλά στην ουσία καπιταλιστικό-, αλλά το Πεκίνο δεν φαίνεται ικανό να πείσει.
Η κινεζική ήπια ισχύς δεν βασίζεται σε εξαγωγή πολιτικών αξιών, παρότι η ρητορική περί μη στρατιωτικής παρέμβασης και «εναλλακτικού μοντέλου εκσυγχρονισμού» κερδίζει έδαφος.
Ωστόσο η Κίνα δεν προβάλλει ένα συνεκτικό μέλλον για την παγκόσμια τάξη, ούτε ένα μοντέλο έτοιμο για εξαγωγή — πιθανώς επειδή αυτή η ασάφεια της δίνει ευελιξία και την εμφανίζει ως λιγότερο επιβλητική και επιθετική από τις ΗΠΑ.
Που εστιάζει ο «Δράκος»
Η ρητορική του Πεκίνου επικεντρώνεται στη, γενική και αφηρημένη διαφοροποίηση από τη Δύση.
Αξιωματούχοι του ΚΚΚ καταγγέλλουν τα δυτικά συστήματα ως ηγεμονικά και παρουσιάζουν την Κίνα ως υπεύθυνη και σταθερή δύναμη που εγγυάται την παγκόσμια ειρήνη.
Σε συνέντευξή του σε ρωσικά ΜΜΕ τον Ιούλιο, ο Κινέζος πρέσβης στη Μόσχα κατηγόρησε τις ΗΠΑ για εγκατάλειψη της μεταπολεμικής τάξης, σε αντίθεση με την αξιόπιστη —όπως είπε— Κίνα.
Στη σύνοδο του SCO τον Σεπτέμβριο, ο Σι Τζινπίνγκ κάλεσε σε μια «δικαιότερη» παγκόσμια τάξη και παρουσίασε την Πρωτοβουλία Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, επιδιώκοντας να ενισχύσει αυτό που ονομάζει «πολυπολικότητα».
Στις συνομιλίες τους με Αφρικανούς ηγέτες και αξιωματούχους, Κινέζοι ακαδημαϊκοί και διπλωμάτες συχνά αντιπαραβάλλουν μια «μη παρεμβατική και καλοπροαίρετη» Κίνα απέναντι στις «πιο παρεμβατικές» Ηνωμένες Πολιτείες.
Το κινεζικό μοντέλο εκσυγχρονισμού παρουσιάζεται ως ένα πλαίσιο που σέβεται τις εθνικές ιδιαιτερότητες, σε αντίθεση με τους «άκαμπτες» δυτικές πολιτικές.
Η ανάδειξη από μέρους της Κίνας των εγκλημάτων της αμερικανικής πολιτικής, μπορεί να ενισχύσει μια αίσθηση δυσαρέσκειας που φέρνει ορισμένες χώρες πιο κοντά στην Κίνα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), ο οποίος έχει επεκτείνει την ατζέντα του από ζητήματα μεθοριακής ασφάλειας στη σφαίρα της παγκόσμιας διπλωματίας και έχει μεγαλώσει από έξι μέλη το 2001 σε δέκα πλήρη μέλη, 14 εταίρους και δύο παρατηρητές – με ακόμη περισσότερες χώρες να περιμένουν να ενταχθούν.
Ωστόσο, η κινεζική ρητορική σπάνια προχωρά πέρα από την κριτική της αμερικανικής κυριαρχίας και την απαίτηση για μεγαλύτερη συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς. Δεν χαράσσει ένα εναλλακτικό όραμα για τη διεθνή τάξη.
Παρομοίως, το γενικά τεταμένο κλίμα στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, θα μπορούσε να αποτελεί ευκαιρία για το Πεκίνο να προωθήσει το δικό του μοντέλο διακυβέρνησης.
Σε εκπαιδευτικά σεμινάρια πάντως για Αφρικανούς αξιωματούχους, διαπιστώθηκε ότι οι Κινέζοι εκπαιδευτές δεν προβάλλουν το πολιτικό τους σύστημα ως κάτι ριζικά διαφορετικό, αλλά αντιστρέφουν δυτικά δημοκρατικά σχήματα για να το παρουσιάσουν ως μια «καλύτερη», πιο αποτελεσματική μορφή δημοκρατίας.
Τους τελευταίους μήνες, η αυξανόμενη διεθνής απήχηση κινεζικών προϊόντων –όπως τα συλλεκτικά κουκλάκια Labubu, η ταινία κινουμένων σχεδίων Ne Zha 2 και δημοφιλή βιντεοπαιχνίδια– αλλά και νέων τεχνολογιών όπως η πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης DeepSeek, έχουν οδηγήσει σε μια θετική μαζική προβολή της Κίνας στο δυτικό κοινό.
Αυτή η πολιτισμική επιρροή μπορεί να ενισχύσει τη συμπάθεια του μέσου δυτικού προς τις κινεζικές αξίες και το αφήγημα περί κινεζικού μοντέλου. Ωστόσο, επιτυχίες όπως τα Labubu ή το DeepSeek συνδέονται περισσότερο με την εμπορική και τεχνολογική ισχύ της Κίνας παρά με την εξαγωγή ενός συνεκτικού ιδεολογικού οράματος.
Πως μετριέται η επικράτηση στο «soft power»
Η ήπια ισχύς δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Μία προσπάθεια όμως να προσεγγιστεί είναι οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν ότι η Κίνα έχει αποκομίσει τουλάχιστον ένα παθητικό όφελος μετά την επανεκλογή Τραμπ.
Σε έρευνα του Pew τον Ιούλιο, σε 24 χώρες, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να συγκεντρώνουν πιο θετικές απόψεις από την Κίνα, αλλά η ψαλίδα κλείνει. Οι ΗΠΑ έχουν υποστεί σημαντική πτώση στο διεθνές κύρος τους –στην Καναδά, για παράδειγμα, η θετική εικόνα μειώθηκε κατά 20 μονάδες– ενώ η Κίνα κατέγραψε μικρές βελτιώσεις. Σε άλλη έρευνα σε πέντε μεγάλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι ερωτηθέντες προτιμούσαν την Κίνα έναντι των ΗΠΑ ως οικονομικό εταίρο.
Ωστόσο, αυτά τα θετικά σημάδια έχουν όρια. Οι αντιλήψεις για την Κίνα παραμένουν έντονα αντιφατικές. Σε αντίθεση με την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, όπου οι γνώμες είναι γενικά θετικές, η εικόνα της Κίνας στην Ασία-Ειρηνικό και στην Ευρώπη είναι κατά βάση αρνητική.
Εκεί, οι ανησυχίες για την κινεζική απειλή ασφαλείας υπερβαίνουν την έλξη των οικονομικών ευκαιριών—ακόμη και τώρα που η αμερικανική επιρροή υποχωρεί.
Επιπλέον, η εκτίμηση της Κίνας ως οικονομικού εταίρου δεν μεταφράζεται και σε εμπιστοσύνη στην κινεζική παγκόσμια ηγεσία.
Στην έρευνα του Pew, ένα ποσοστό 66% σε 25 χώρες δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τον Σι Τζινπίνγκ «να κάνει το σωστό σε διεθνή ζητήματα».
Λευτέρης Στάικος
www.worldenergynews.gr






