Αφιέρωμα ΑΠΕ

Στέλιος Λουμάκης: Η κρίση του αερίου καταλύτης για την ανάδειξη του ρόλου των ΑΠΕ

Στέλιος Λουμάκης: Η κρίση του αερίου καταλύτης για την ανάδειξη του ρόλου των ΑΠΕ
Μοναδικό ανάχωμα στο οικονομικό αδιέξοδο που διαμορφώνεται πανευρωπαϊκά πλέον από την κρίση του φυσικού αερίου είναι οι ΑΠΕ

Ασφυκτικές είναι οι πιέσεις που ασκούνται στους καταναλωτές από την αύξηση του κόστους του φυσικού αερίου και τις σχετικές επιπτώσεις της σε προϊόντα και υπηρεσίες.  Η πορεία των δύο τελευταίων δεκαετιών για μαζική διείσδυση του καυσίμου αυτού στον αστικό και παραγωγικό ιστό της οικονομίας σε αντικατάσταση του πετρελαίου αλλά και του άνθρακα -αν μιλάμε για την ηλεκτροπαραγωγή, τίθεται πλέον σοβαρά εν αμφιβόλω.  Η μαζική στροφή της ΕΕ στο LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) προς υποκατάσταση του αερίου αγωγών από τη Ρωσία για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού, μπορεί μεν να αποτελεί μια πρώτη γραμμή άμυνας της ηπείρου, σε επίπεδο κόστους, ωστόσο, συνεχίζει να διαβρώνει κατά τον ίδιο τρόπο τις οικονομίες και τα εισοδήματα των καταναλωτών μέσω των πληθωριστικών πιέσεων που δημιουργεί.  Επιπλέον, επειδή το LNG είναι ένα διεθνές commodity, πανάκριβο εσχάτως, η μαζική στροφή σε αυτό διαχέει και παγιώνει τη κρίση των υψηλών τιμών ακόμη περισσότερο, ενώ δεν προσφέρει τίποτα στη ανάγκη απεξάρτησης της οικονομίας από εισαγόμενους πόρους. 

Μοναδικό ανάχωμα στο οικονομικό αδιέξοδο που διαμορφώνεται πανευρωπαϊκά πλέον από την κρίση του φυσικού αερίου δεν είναι άλλο από την υψηλή διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Η χώρα μας που καλύπτει περίπου το 45% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται ετησίως από ΑΠΕ, ήδη από την αρχή της κρίσης διέθετε -και εφάρμοσε- σημαντικές πρωτοβουλίες διαχείρισης του προβλήματος.  Εν προκειμένω, την περίοδο μέχρι τον Ιούλιο του 2022 όπου τέθηκε σε εφαρμογή στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ο αποκαλούμενος «ελληνικός μηχανισμός», το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) που επιδοτεί τους λογαριασμούς των καταναλωτών ώστε να μην βιώσουν υπερβολικές αυξήσεις στο κόστος τους, χρηματοδοτείτο κατά το ήμισυ περίπου από τα πλεονάσματα του υπο-οριακού (ως προς την Οριακή Τιμή Συστήματος ως αποκαλείται η χονδρεμπορική τιμή εκκαθάρισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας) Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ).  Το υπόλοιπο της χρηματοδότησης του ΤΕΜ αφορούσε πόρους από τα δικαιώματα ρύπων που λαμβάνει η χώρα μας και που λόγω της αύξησης του κόστους των θερμικών μονάδων δεν απαιτούνταν πλέον στον ΕΛΑΠΕ, αφού το ρεύμα από τις ανανεώσιμες έχει καταστεί 5-10 φορές φθηνότερο σε σχέση με το συμβατικό. 

Αλλά και για την περίοδο μετά τον Ιούλιο του 2022 που τέθηκε σε λειτουργία ο ελληνικός μηχανισμός, μέσω του οποίου ανεστάλη η μέθοδος της οριακής τιμολόγησης για τους ηλεκτροπαραγωγούς, ο ΕΛΑΠΕ αποτελεί μακράν τον κυριότερο οικονομικό τροφοδότη του ΤΕΜ, αφού οι ανανεώσιμες έχουν σταθερές τιμές αποζημίωσης σε 20ετή ορίζοντα, οπότε και δεν επηρεάζονται από την κρίση του αερίου.  Για τιμές ρεύματος στην χονδρική εν προκειμένω της τάξης των 400 ευρώ/MWh και προβλεπόμενη ετήσια παραγωγή ΑΠΕ στις 18-20 TWh, τα έσοδα του ΤΕΜ από τις ΑΠΕ φθάνουν σε συμμετοχή έως και στο 80% των κεφαλαίων του.

Η ανωτέρω οικονομική διάρθρωση με την κεφαλαιώδη συμμετοχή των ΑΠΕ στην διαχείριση της κρίσης, είναι αυτή που κατέστησε το πρόβλημα οικονομικά περίπου αδιάφορο για τον προϋπολογισμό.  Εν προκειμένω για τιμές αερίου έως 100 ευρώ/θερμική MWh, ο προϋπολογισμός του κράτους δεν απαιτείται να συνεισφέρει καθόλου χρήματα για τις επιδοτήσεις των λογαριασμών των καταναλωτών.  Υπενθυμίζεται πως πριν την κρίση, η τιμή του αερίου ήταν στα 20-30 ευρώ/θερμική MWh. Υφίσταται λοιπόν πλήρης απορρόφηση του προβλήματος από την αγορά.  Για τιμές αερίου έως 200 ευρώ/θερμική MWh και πάλι ωστόσο η συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού κρατιέται σε μόλις συμβολικό επίπεδο.  Για επιδοτήσεις λ.χ. της τάξης του 1 δισεκ. ευρώ, ο προϋπολογισμός απαιτείται να καταβάλει μόλις τα 90 εκατ. ευρώ.   

Οι παρατηρήσεις στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας

Διαβάζοντας τα ανωτέρω, αν κάποιος αναρωτηθεί μήπως έχουν γίνει όλα τέλεια, η απάντηση είναι πως όχι.  Αν και η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με τις έγκαιρες πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης και την ουσιαστική συμμετοχή των ΑΠΕ έχει επαρκώς ελεγχθεί, δεν συμβαίνει εξίσου το ίδιο με την λιανική.  Πριν την κρίση, το περιθώριο μικτού κέρδους των προμηθευτών στις ανταγωνιστικές χρεώσεις ρεύματος, πάνω δηλαδή από το χονδρεμπορικό κόστος που προσέθεταν, κυμαινόταν στα 40-50 ευρώ/MWh. Σήμερα το περιθώριο αυτό έχει πολλαπλασιαστεί κατά 4-5 φορές.  Βεβαίως θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος εδώ το συλλογισμό πως το μικτό περιθώριο κέρδους των Προμηθευτών κάθε φορά άπτεται του επιπέδου των τιμών στην χονδρική πάνω στο οποίο προστίθεται, άλλως δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν το business τους ούτε και να αντέξουν τους κινδύνους των επισφαλειών που υπεισέρχονται σε αυτά τα επίπεδα χονδρεμπορικών τιμών.  Τούτο όμως δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια, αφενός γιατί τα οικονομικά των αγορών δεν είναι γραμμικά και αφετέρου γιατί η καθετοποίηση που διαθέτουν οι πέντε βασικοί Προμηθευτές που καλύπτουν το 90% της λιανικής μεταβάλει τα δεδομένα. 

Μέσα λοιπόν από την οριακή τιμολόγηση που συνεχίζει να ισχύει στην ελληνική αγορά για τους Προμηθευτές, αφού η ΕΕ δεν επέτρεψε στην Κυβέρνηση την αναστολή της παρά μόνο για τους παραγωγούς, η οριακή μονάδα φυσικού αερίου που απαιτείται κάθε φορά να ενταχθεί στο σύστημα, διαμορφώνει τοις πράγμασι τα τιμολόγια λιανικής και καλείται εν συνεχεία το ΤΕΜ να επιδοτήσει τους λογαριασμούς αυτούς όσο «παράλογοι» και αν είναι.  Για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, ο όρος «παράλογοι» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αναντιστοιχία του οριακού κόστους με το μεσοσταθμικό, που θα έπρεπε να αποτελεί τον οδηγό τους.  Με πιο απλά λόγια, ακόμη και αν μια οριακή μονάδα φυσικού αερίου κάλυψε μόλις λ.χ. το 5% της ζήτησης σε ρεύμα σε πολύ υψηλές τιμές, οι Προμηθευτές διαμορφώνουν τους ονομαστικούς τιμοκαταλόγους τους στην λιανική με βάση αυτήν την μονάδα, αφού αυτή είναι που διαμορφώνει την χονδρική τιμή γι’ αυτούς και όχι με το μεσοσταθμικό εξαιρετικά χαμηλότερο κόστος του ρεύματος συνολικά. 

Βεβαίως το ΤΕΜ έρχεται στη συνέχεια να αποδώσει τις υπεραποζημιώσεις των υπο-οριακών παραγωγών ως προς την οριακή τιμή και που συλλέγονται μάλιστα στη πηγή μέσω των πλαφόν ανά τεχνολογία, ωστόσο με δεδομένο πως το 90% της λιανικής είναι καθετοποιημένο, οι όμιλοι εισπράττουν πίσω τα χρήματα που τους αποστερήθηκαν στο σκέλος της παραγωγής ενώ δεν υφίσταται κάποιος συστηματικός τρόπος ελέγχου των τιμών λιανικής που καθορίζουν μηνιαίως και του margin που αυτές τους προσφέρουν και που εν συνεχεία καλείται το ΤΕΜ και δυνητικά και ο προϋπολογισμός να καλύψουν.

5555.jpg


Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας αρρυθμίας ο περασμένος Σεπτέμβριος, με ονομαστικές τιμές λιανικής ρεύματος στα 600-800 ευρώ/MWh και με μεγάλη διασπορά τιμών μεταξύ των προμηθευτών, όταν η μέση χονδρική τιμή ήταν στα 425 ευρώ/MWh και που αν προστεθούν οι λογαριασμοί προσαυξήσεων και οι αποκλίσεις το κόστος δεν υπερέβη τα ~460-470 ευρώ/MWh.  Βεβαίως όλα αυτά δεν τα γνώριζαν οι εταιρείες όταν ανακοίνωσαν τους τιμοκαταλόγους τους, ωστόσο τον μήνα αυτόν ο προϋπολογισμός χρειάστηκε να καταβάλει υπερβολικά χρήματα (περί τα 800 εκατ. ευρώ επί συνόλου επιδοτήσεων 1,9 δισεκ. ευρώ).  Αποτέλεσμα ήταν ο κατακερματισμός της αγοράς με τις τελικές τιμές σε κάποιους προμηθευτές να καθίστανται ακόμα και μηδενικές ούτως ώστε σε κάποιους άλλους να μην αυξηθούν υπερβολικά, με το χειρότερο πάντως όλων να στοχοποιείται το μοντέλο της επιδότησης αντί της αστοχίας των λογαριασμών καθ’ εαυτών.  Δεν θα ήταν λοιπόν ίσως κακή ιδέα, η θεσμοθέτηση μιας ρήτρας επιστροφής στο ΤΕΜ (μηχανισμός clawback) τυχόν υπερβάλλοντος περιθωρίου από την Προμήθεια, ούτως ώστε να μην φθάσουμε στο σημείο για τιμές αερίου κάτω από τα 200 ευρώ/θερμική MWh να απαιτείται ο προϋπολογισμός να εκταμιεύει υπερβάλλοντα χρήματα, μόνο και μόνο επειδή οι ονομαστικές λιανικές τιμές στους τιμοκαταλόγους των Προμηθευτών θα είναι «παράλογα» υψηλότερες του αναγκαίου.

Κατά τα λοιπά η περαιτέρω αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων είναι μονόδρομος σε κάθε επίπεδο, δηλαδή οικονομικό, κοινωνικό αλλά και γεωστρατηγικό.  Αν αναδύεται λοιπόν και κάτι θετικό από την κρίση αυτή, είναι πως με τις ΑΠΕ βρισκόμαστε όχι μόνο στη σωστή πλευρά της ιστορίας αλλά πως χρειάζεται έτι περαιτέρω να επιταχύνουμε τις δράσεις μας για την ανάπτυξη τους.

*Ο Δρ. Στέλιος Λουμάκης είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγώγων Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ).

www.worldenergynews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης