Με τις διεθνείς συναλλαγές χάλυβα να ξεπερνούν τα 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023, καθίσταται σαφής η ανάγκη θέσπισης διεθνών προτύπων που να διευκολύνουν την υιοθέτηση βιώσιμων λύσεων σε παγκόσμια κλίμακα
Καθώς οι επιχειρήσεις επιταχύνουν τις επενδύσεις τους στην απανθρακοποίηση, ορισμένοι κλάδοι αποδεικνύονται σημαντικά πιο δύσκολοι από άλλους. Στους τομείς υψηλών εκπομπών, όπως η παραγωγή χάλυβα και τσιμέντου, η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος παραμένει εξαιρετικά απαιτητική.
Ταυτόχρονα, η παγκόσμια ζήτηση για αυτά τα βασικά δομικά υλικά αυξάνεται σταθερά, εξαιτίας της ενίσχυσης των επενδύσεων σε υποδομές.
Το κρίσιμο ερώτημα πλέον είναι: τι απαιτείται για την ανάπτυξη των βιομηχανιών του «πράσινου τσιμέντου» και του «βιώσιμου χάλυβα»;
Τι λέει ο ΙΕΑ
Το 2024, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) δημοσίευσε σχετική ανάλυση με τίτλο «Η συνεργασία στα πρότυπα χάλυβα και τσιμέντου είναι κρίσιμη για τις παγκόσμιες αγορές».
Σύμφωνα με τον IEA, οι δύο αυτοί κλάδοι ευθύνονται για σχεδόν το 14% των παγκόσμιων ενεργειακών εκπομπών.
Με τις διεθνείς συναλλαγές χάλυβα να ξεπερνούν τα 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023, καθίσταται σαφής η ανάγκη θέσπισης διεθνών προτύπων που να διευκολύνουν την υιοθέτηση βιώσιμων λύσεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο οργανισμός υπογραμμίζει τη σημασία της καθιέρωσης κοινών μεθοδολογιών για τη μέτρηση των εκπομπών, σαφών ορισμών για το τι θεωρείται «χαμηλών» ή «μηδενικών» εκπομπών προϊόν και την ανάπτυξη συστημάτων επισήμανσης και πιστοποίησης.
Αυτά τα εργαλεία θα ενίσχυαν τη διαφάνεια όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής των δομικών υλικών και τις εκπομπές άνθρακα που αυτά ενσωματώνουν.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Η πρόταση για Κανονισμό Οικολογικού Σχεδιασμού για Βιώσιμα Προϊόντα (Ecodesign for Sustainable Products Regulation) περιλαμβάνει προκαταρκτική μελέτη για προϊόντα σιδήρου και χάλυβα, η οποία αναμένεται να οδηγήσει στη θέσπιση σχετικής νομικής πράξης εντός του πλαισίου του νέου ευρωπαϊκού κανονισμού.
Παγκόσμια πρότυπα προτείνει ο ΙΕΑ
Μία από τις βασικές συστάσεις του IEA είναι η εισαγωγή προτύπων που να είναι «παγκοσμίως συγκρίσιμα, ακόμη και όταν εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο από κάθε χώρα ή ενδιαφερόμενο μέρος».
Η υιοθέτηση κοινών προδιαγραφών θα ενισχύσει τη συνοχή των συστημάτων, θα μειώσει τη γραφειοκρατική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και θα διευκολύνει το διεθνές εμπόριο προϊόντων χαμηλών εκπομπών.
Παράλληλα, θα προσφέρει μια κοινή γλώσσα για την παρακολούθηση των εξελίξεων στις αγορές, στέλνοντας σαφές μήνυμα στους επενδυτές και δημιουργώντας κλίμα εμπιστοσύνης για τη χρηματοδότηση νέων, καινοτόμων τεχνολογιών.
Καθώς η πίεση για πράσινες λύσεις εντείνεται, η ανάπτυξη ενός συντονισμένου, διαφανούς και διεθνούς πλαισίου καθίσταται αναγκαία για τη μετάβαση των πιο ρυπογόνων βιομηχανιών του πλανήτη σε μια κλιματικά ουδέτερη εποχή.
Το στοίχημα της πράσινης μετάβασης για την τσιμεντοβιομηχανία και τη χαλυβουργία
Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την παραγωγή τσιμέντου παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η διαδικασία απαιτεί θερμοκρασίες άνω των 1.400 βαθμών Κελσίου, με τη θέρμανση να βασίζεται κυρίως σε ορυκτά καύσιμα.
Κατά την παραγωγή του κλίνκερ —του βασικού συστατικού του τσιμέντου— εκλύεται σημαντική ποσότητα CO₂, καθώς απελευθερώνεται από τον ασβεστόλιθο μέσω της θερμικής επεξεργασίας.
Περίπου το 50% των εκπομπών προέρχεται μόνο από αυτή τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, η ζήτηση για τσιμέντο αυξάνεται διαρκώς, ιδίως στον αναπτυσσόμενο Νότο.
Παρά τις τεχνικές δυσκολίες, η καινοτομία στον κλάδο εντείνεται. Ήδη από το 2020, η επενδυτική εταιρεία 2150 κατέγραψε αυξημένη δραστηριότητα στην παραγωγή χαμηλών εκπομπών σκυροδέματος.
Σε πρόσφατη αξιολόγηση, η 2150 εντόπισε περισσότερες από 60 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του «πράσινου» σκυροδέματος, ενισχυμένες από αυξημένη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση.
Μεγάλες εταιρείες παραγωγής όπως οι Holcim και Heidelberg Materials έχουν πλέον υιοθετήσει δεσμεύσεις για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα.
Από την πλευρά της ζήτησης, μέτρα όπως η επιμήκυνση του κύκλου ζωής των κτηρίων, η επαναχρησιμοποίηση σκυροδέματος και η ευφυής αρχιτεκτονική μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές έως και κατά 22%.
Παράλληλα, νεοφυείς εταιρείες όπως η Heimdal και η SeaChange αναπτύσσουν τεχνολογίες για παραγωγή αρνητικού άνθρακα ασβεστόλιθου από το CO₂ του θαλασσινού νερού, ενώ οι Rondo και Antora εξετάζουν λύσεις θερμικής αποθήκευσης για αύξηση της χρήσης ΑΠΕ στην παραγωγική διαδικασία.
Η συνολική απαλλαγή του κλάδου από τον άνθρακα εκτιμάται ότι θα απαιτήσει ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων: αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενεργειακή αποδοτικότητα, αλλά και ενσωμάτωση τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).
Ανάλογες προκλήσεις αντιμετωπίζει και η χαλυβουργία, όπου ωστόσο έχουν γίνει σημαντικά βήματα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η μετάβαση από τους παραδοσιακούς υψικαμίνους σε ηλεκτρικούς κλιβάνους έχει μειώσει την ενεργειακή κατανάλωση κατά περίπου 60%.
Η περαιτέρω αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών, η υιοθέτηση CCS και η ψηφιοποίηση των διαδικασιών αναμένεται να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την αποδοτικότητα και να μειώσουν το αποτύπωμα άνθρακα.
Αισιόδοξο μήνυμα αποτελεί η αυξανόμενη ζήτηση από καταναλωτές και επιχειρήσεις για πιο «καθαρές» πρώτες ύλες.
Τον Αύγουστο, οι νεοφυείς εταιρείες τσιμέντου Sublime Systems και Brimstone ανακοίνωσαν νέες συνεργασίες με εταιρείες data centers για την απαλλαγή των επιχειρήσεών τους από τις εκπομπές άνθρακα.
Οι συνεργασίες αυτές προσέφεραν κρίσιμη οικονομική ανάσα στους νεοεισερχόμενους, ιδίως μετά τις πρόσφατες περικοπές ομοσπονδιακής χρηματοδότησης στις ΗΠΑ για πράσινες τεχνολογίες.
Η απαλλαγή των πιο ρυπογόνων βιομηχανικών κλάδων δεν αποτελεί πλέον ζήτημα τεχνογνωσίας αλλά συντονισμένης δράσης, έξυπνων πολιτικών και ενίσχυσης της ζήτησης για βιώσιμα προϊόντα.
www.worldenergynews.gr
Ταυτόχρονα, η παγκόσμια ζήτηση για αυτά τα βασικά δομικά υλικά αυξάνεται σταθερά, εξαιτίας της ενίσχυσης των επενδύσεων σε υποδομές.
Το κρίσιμο ερώτημα πλέον είναι: τι απαιτείται για την ανάπτυξη των βιομηχανιών του «πράσινου τσιμέντου» και του «βιώσιμου χάλυβα»;
Τι λέει ο ΙΕΑ
Το 2024, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) δημοσίευσε σχετική ανάλυση με τίτλο «Η συνεργασία στα πρότυπα χάλυβα και τσιμέντου είναι κρίσιμη για τις παγκόσμιες αγορές».
Σύμφωνα με τον IEA, οι δύο αυτοί κλάδοι ευθύνονται για σχεδόν το 14% των παγκόσμιων ενεργειακών εκπομπών.
Με τις διεθνείς συναλλαγές χάλυβα να ξεπερνούν τα 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023, καθίσταται σαφής η ανάγκη θέσπισης διεθνών προτύπων που να διευκολύνουν την υιοθέτηση βιώσιμων λύσεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο οργανισμός υπογραμμίζει τη σημασία της καθιέρωσης κοινών μεθοδολογιών για τη μέτρηση των εκπομπών, σαφών ορισμών για το τι θεωρείται «χαμηλών» ή «μηδενικών» εκπομπών προϊόν και την ανάπτυξη συστημάτων επισήμανσης και πιστοποίησης.
Αυτά τα εργαλεία θα ενίσχυαν τη διαφάνεια όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής των δομικών υλικών και τις εκπομπές άνθρακα που αυτά ενσωματώνουν.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Η πρόταση για Κανονισμό Οικολογικού Σχεδιασμού για Βιώσιμα Προϊόντα (Ecodesign for Sustainable Products Regulation) περιλαμβάνει προκαταρκτική μελέτη για προϊόντα σιδήρου και χάλυβα, η οποία αναμένεται να οδηγήσει στη θέσπιση σχετικής νομικής πράξης εντός του πλαισίου του νέου ευρωπαϊκού κανονισμού.
Παγκόσμια πρότυπα προτείνει ο ΙΕΑ
Μία από τις βασικές συστάσεις του IEA είναι η εισαγωγή προτύπων που να είναι «παγκοσμίως συγκρίσιμα, ακόμη και όταν εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο από κάθε χώρα ή ενδιαφερόμενο μέρος».
Η υιοθέτηση κοινών προδιαγραφών θα ενισχύσει τη συνοχή των συστημάτων, θα μειώσει τη γραφειοκρατική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και θα διευκολύνει το διεθνές εμπόριο προϊόντων χαμηλών εκπομπών.
Παράλληλα, θα προσφέρει μια κοινή γλώσσα για την παρακολούθηση των εξελίξεων στις αγορές, στέλνοντας σαφές μήνυμα στους επενδυτές και δημιουργώντας κλίμα εμπιστοσύνης για τη χρηματοδότηση νέων, καινοτόμων τεχνολογιών.
Καθώς η πίεση για πράσινες λύσεις εντείνεται, η ανάπτυξη ενός συντονισμένου, διαφανούς και διεθνούς πλαισίου καθίσταται αναγκαία για τη μετάβαση των πιο ρυπογόνων βιομηχανιών του πλανήτη σε μια κλιματικά ουδέτερη εποχή.
Το στοίχημα της πράσινης μετάβασης για την τσιμεντοβιομηχανία και τη χαλυβουργία
Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την παραγωγή τσιμέντου παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η διαδικασία απαιτεί θερμοκρασίες άνω των 1.400 βαθμών Κελσίου, με τη θέρμανση να βασίζεται κυρίως σε ορυκτά καύσιμα.
Κατά την παραγωγή του κλίνκερ —του βασικού συστατικού του τσιμέντου— εκλύεται σημαντική ποσότητα CO₂, καθώς απελευθερώνεται από τον ασβεστόλιθο μέσω της θερμικής επεξεργασίας.
Περίπου το 50% των εκπομπών προέρχεται μόνο από αυτή τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, η ζήτηση για τσιμέντο αυξάνεται διαρκώς, ιδίως στον αναπτυσσόμενο Νότο.
Παρά τις τεχνικές δυσκολίες, η καινοτομία στον κλάδο εντείνεται. Ήδη από το 2020, η επενδυτική εταιρεία 2150 κατέγραψε αυξημένη δραστηριότητα στην παραγωγή χαμηλών εκπομπών σκυροδέματος.
Σε πρόσφατη αξιολόγηση, η 2150 εντόπισε περισσότερες από 60 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα του «πράσινου» σκυροδέματος, ενισχυμένες από αυξημένη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση.
Μεγάλες εταιρείες παραγωγής όπως οι Holcim και Heidelberg Materials έχουν πλέον υιοθετήσει δεσμεύσεις για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα.
Από την πλευρά της ζήτησης, μέτρα όπως η επιμήκυνση του κύκλου ζωής των κτηρίων, η επαναχρησιμοποίηση σκυροδέματος και η ευφυής αρχιτεκτονική μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές έως και κατά 22%.
Παράλληλα, νεοφυείς εταιρείες όπως η Heimdal και η SeaChange αναπτύσσουν τεχνολογίες για παραγωγή αρνητικού άνθρακα ασβεστόλιθου από το CO₂ του θαλασσινού νερού, ενώ οι Rondo και Antora εξετάζουν λύσεις θερμικής αποθήκευσης για αύξηση της χρήσης ΑΠΕ στην παραγωγική διαδικασία.
Η συνολική απαλλαγή του κλάδου από τον άνθρακα εκτιμάται ότι θα απαιτήσει ένα ευρύ φάσμα παρεμβάσεων: αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενεργειακή αποδοτικότητα, αλλά και ενσωμάτωση τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).
Ανάλογες προκλήσεις αντιμετωπίζει και η χαλυβουργία, όπου ωστόσο έχουν γίνει σημαντικά βήματα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η μετάβαση από τους παραδοσιακούς υψικαμίνους σε ηλεκτρικούς κλιβάνους έχει μειώσει την ενεργειακή κατανάλωση κατά περίπου 60%.
Η περαιτέρω αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών, η υιοθέτηση CCS και η ψηφιοποίηση των διαδικασιών αναμένεται να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την αποδοτικότητα και να μειώσουν το αποτύπωμα άνθρακα.
Αισιόδοξο μήνυμα αποτελεί η αυξανόμενη ζήτηση από καταναλωτές και επιχειρήσεις για πιο «καθαρές» πρώτες ύλες.
Τον Αύγουστο, οι νεοφυείς εταιρείες τσιμέντου Sublime Systems και Brimstone ανακοίνωσαν νέες συνεργασίες με εταιρείες data centers για την απαλλαγή των επιχειρήσεών τους από τις εκπομπές άνθρακα.
Οι συνεργασίες αυτές προσέφεραν κρίσιμη οικονομική ανάσα στους νεοεισερχόμενους, ιδίως μετά τις πρόσφατες περικοπές ομοσπονδιακής χρηματοδότησης στις ΗΠΑ για πράσινες τεχνολογίες.
Η απαλλαγή των πιο ρυπογόνων βιομηχανικών κλάδων δεν αποτελεί πλέον ζήτημα τεχνογνωσίας αλλά συντονισμένης δράσης, έξυπνων πολιτικών και ενίσχυσης της ζήτησης για βιώσιμα προϊόντα.
www.worldenergynews.gr






