Σε μια εποχή που η ενεργειακή μετάβαση επιβάλλει υψηλούς ρυθμούς στην ανάπτυξη νέων ΑΠΕ, η αγορά ενέργειας δεν μπορεί να την απορροφήσει, καθώς δεν αυξάνεται η ζήτηση. Η παράμετρος το κόστους, δεν υπολογίστηκε στους φιλόδοξους σχεδιασμούς και σήμερα η Ευρώπη χρειάζεται να ξοδέψει πολλά για να υλοποιήσει τους στόχους της.
Όπως προκύπτει, η μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη δεν είναι πια η παραγωγή, αλλά η κατανάλωση. Το Power Barometer καταγράφει στασιμότητα στη ζήτηση, με μόλις 1% αύξηση το 2024 και επίπεδα ακόμη χαμηλότερα κατά 7% σε σχέση με το 2021. Αυτό δεν οφείλεται σε μαζικές βελτιώσεις ενεργειακής αποδοτικότητας, αλλά κυρίως στη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και στη βραδύτητα διείσδυσης καθαρών τεχνολογιών στους τελικούς καταναλωτές.
Η βιομηχανία υπήρξε η μεγάλη χαμένη της τελευταίας τριετίας. Οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού οδήγησαν σε μείωση κατανάλωσης 5% το 2023, καθώς εργοστάσια έκλεισαν προσωρινά ή μείωσαν παραγωγή. Παράλληλα, η αυξημένη χρήση ιδιοκατανάλωσης από ΑΠΕ περιόρισε τη ζήτηση από το δίκτυο. Το 2025 δείχνει σημάδια ανάκαμψης, αλλά με διαφορετικούς ρυθμούς ανά χώρα.
Στον τομέα των μεταφορών, η ηλεκτροκίνηση αποτυπώνει ένα ανάμεικτο σκηνικό. Οι πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων ανέκαμψαν το 2025, φθάνοντας το 24% των νέων ταξινομήσεων, μετά από κάμψη το 2024. Παρά τη βελτίωση στην αυτονομία και την ανάπτυξη δικτύου φόρτισης, οι υψηλές τιμές και η μείωση κινήτρων κρατούν τους καταναλωτές επιφυλακτικούς.
Στον τομέα της θέρμανσης, η εικόνα είναι ακόμη πιο δύσκολη. Οι πωλήσεις αντλιών θερμότητας κατέρρευσαν κατά 21% το 2024, εξαιτίας οικονομικών και γραφειοκρατικών εμποδίων. Το Power Barometer υπογραμμίζει ότι για να φτάσει η Ευρώπη τον στόχο των 60 εκατ. εγκαταστάσεων το 2030, θα πρέπει να τριπλασιάσει τους ρυθμούς ανάπτυξης και να διασφαλίσει δημόσια χρηματοδότηση τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ ετησίως.
Η νέα δυναμική στη ζήτηση έρχεται όμως από έναν λιγότερο ορατό τομέα: τα data centers. Στην Ευρώπη, ο αριθμός τους ξεπέρασε τα 1.000, με συνολική ζήτηση πάνω από 3% της κατανάλωσης το 2024. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι μέχρι το 2030 η κατανάλωση θα υπερδιπλασιαστεί, ξεπερνώντας τα 150 TWh, με επίκεντρο τις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Αυτό σημαίνει ότι οι υποδομές τεχνητής νοημοσύνης και cloud θα αποτελέσουν έναν από τους βασικότερους οδηγούς της ζήτησης την επόμενη δεκαετία.
1. Ηλεκτροπαραγωγή και Αποανθρακοποίηση
Το Power Barometer 2025 καταγράφει μια ιστορική καμπή: οι ΑΠΕ και η πυρηνική ενέργεια αντιστοιχούν πλέον στο 72% της ηλεκτροπαραγωγής, αφήνοντας τα ορυκτά καύσιμα στο χαμηλότερο μερίδιο όλων των εποχών, μόλις 28%.
Το ηλιακό δυναμικό έγραψε ιστορικό ρεκόρ, με τις νέες εγκαταστάσεις να προσθέτουν πάνω από 65 GW μόνο το 2024. Για πρώτη φορά, η ηλιακή ενέργεια ξεπέρασε σε παραγωγή τον άνθρακα, αποτυπώνοντας συμβολικά αλλά και ουσιαστικά την αλλαγή εποχής. Η υδροηλεκτρική παραγωγή επανήλθε δυναμικά μετά από δύσκολες χρονιές ανομβρίας, προσθέτοντας 40 TWh, ενώ η αιολική ενέργεια κινήθηκε σχεδόν στάσιμα, με οριακή αύξηση 7 TWh. Παράλληλα, η πυρηνική ενέργεια παραμένει ο μεγαλύτερος πυλώνας της ευρωπαϊκής ηλεκτροπαραγωγής, καλύπτοντας το 24% της συνολικής ζήτησης και προσφέροντας σταθερότητα σε ένα σύστημα όλο και πιο εξαρτημένο από μεταβλητές πηγές.
Το κεντρικό μήνυμα της έκθεσης είναι σαφές: για να παραμείνει η Ευρώπη συνεπής στους στόχους του 2030, η εγκατεστημένη ισχύς σε ΑΠΕ πρέπει να διπλασιαστεί μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτό σημαίνει πάνω από 800 GW νέας καθαρής ισχύος, κυρίως σε φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα. Οι Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (NECPs) δίνουν ήδη στόχο για 550 GW, αλλά το Power Barometer εκτιμά ότι θα χρειαστούν επιπλέον 300 GW για να παραμείνει η Ευρώπη εντός τροχιάς.
Η μεγάλη εικόνα είναι ενθαρρυντική αλλά και προειδοποιητική: η Ευρώπη έχει αποδείξει ότι μπορεί να μειώσει τις εκπομπές πιο γρήγορα από κάθε άλλον τομέα της οικονομίας. Από το 2008, ο ηλεκτρικός τομέας έχει μειώσει τις εκπομπές κατά 57%, όταν η βιομηχανία μείωσε μόλις 30% και οι μεταφορές σχεδόν καθόλου. Όμως, η επόμενη φάση θα είναι δυσκολότερη, γιατί δεν αφορά μόνο την αντικατάσταση του άνθρακα αλλά και την ολοκληρωτική μετατροπή του ενεργειακού συστήματος.
3. Δίκτυα, Αποθήκευση και Ευελιξία
Αν το 2022 η μεγάλη συζήτηση ήταν οι τιμές, το 2025 η προσοχή στρέφεται στα δίκτυα και την αποθήκευση. Η διείσδυση ΑΠΕ οδήγησε σε τετραπλασιασμό των κοστών εξισορρόπησης από το 2020 έως το 2024, με τη Γερμανία να σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος. Το Power Barometer επισημαίνει ότι χωρίς επενδύσεις σε ευελιξία, η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με συχνότερα φαινόμενα αρνητικών τιμών, αποκοπές ΑΠΕ και υψηλότερα κόστη για τους καταναλωτές.
Η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας εμφανίζεται ως το «ιερό δισκοπότηρο» της ενεργειακής μετάβασης. Το pumped hydro παραμένει η κυρίαρχη τεχνολογία, αλλά η προσοχή στρέφεται στις μπαταρίες. Μέσα σε ένα χρόνο, η εγκατεστημένη χωρητικότητα BESS αυξήθηκε κατά 50%, φτάνοντας τα 5,4 GW στο τέλος του 2024. Το pipeline δείχνει ότι μέχρι το 2025 η ισχύς θα ξεπεράσει τα 13 GW, ενώ οι εκτιμήσεις ανεβάζουν τον στόχο στα 60 GW ως το 2030. Η μείωση του κόστους των μπαταριών κατά 86% την τελευταία δεκαετία κάνει πλέον βιώσιμα μεγάλα έργα, ενώ τα κράτη-μέλη εισάγουν εξειδικευμένα προγράμματα στήριξης.
Παράλληλα, οι διανομείς ηλεκτρικής ενέργειας (DSOs) ενίσχυσαν τις επενδύσεις τους κατά 60% σε τέσσερα χρόνια, αγγίζοντας τα 40 δισ. € το 2024. Ωστόσο, το Power Barometer τονίζει ότι οι ανάγκες είναι τουλάχιστον 12–24 δισ. ετησίως υψηλότερες, ειδικά αν ληφθούν υπόψη οι προκλήσεις της αυτοπαραγωγής, των έξυπνων μετρητών και της ηλεκτροκίνησης. Σήμερα, η διείσδυση έξυπνων μετρητών είναι μόλις 58%, μακριά από τον στόχο του 80% της ΕΕ.
Η ευελιξία δεν αφορά μόνο τις τεχνολογίες αλλά και τις αγορές. Οι μπαταρίες, για παράδειγμα, μπορούν να αντλούν έσοδα από τέσσερις διαφορετικές αγορές: χονδρική, εξισορρόπηση, απόκριση συχνότητας και capacity markets. Αυτή η πολυδιάστατη συμμετοχή δίνει τη δυνατότητα απόσβεσης επενδύσεων, αλλά απαιτεί ξεκάθαρο ρυθμιστικό πλαίσιο.
4. Αγορές, Τιμές και Ανταγωνιστικότητα
Μετά την καταιγίδα του 2022, οι ευρωπαϊκές αγορές ρεύματος δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης. Οι τιμές χονδρικής υποχώρησαν στα 82 €/MWh το 2024, σχεδόν στο μισό από τα επίπεδα-ρεκόρ της κρίσης. Όμως, η ομαλοποίηση αυτή δεν σημαίνει και χαμηλό ρίσκο: το πρώτο τρίμηνο του 2025, οι τιμές ανέβηκαν και πάλι κοντά στα επίπεδα του 2023 λόγω χαμηλής αιολικής παραγωγής και ψυχρού χειμώνα.
Ένα χαρακτηριστικό της νέας εποχής είναι η συχνότητα αρνητικών τιμών: το 2024 παρατηρήθηκαν σε 5% των ωρών, γεγονός που δείχνει ότι η αγορά δεν μπορεί να απορροφήσει πάντα την παραγωγή ΑΠΕ. Παράλληλα, τα «spikes» υψηλών τιμών περιορίστηκαν σε λιγότερο από 1% των ωρών, γεγονός που υποδηλώνει μεγαλύτερη σταθερότητα αλλά και ανάγκη για επενδύσεις σε αποθήκευση.
Το Power Barometer επισημαίνει ότι το μείγμα καυσίμων εξακολουθεί να επηρεάζει τις τιμές. Αν και ο ρόλος του φυσικού αερίου μειώνεται, εξακολουθεί να καθορίζει τις τιμές σε ώρες αιχμής ή κατά τους χειμερινούς μήνες. Για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, αυτό σημαίνει ότι το κόστος τους παραμένει εκτεθειμένο σε έναν παράγοντα που δεν ελέγχουν. Το 2024, οι τιμές φυσικού αερίου ήταν κατά 80% υψηλότερες σε σχέση με το 2018, και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης δείχνουν 25–35 €/MWh ως το 2030.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης απειλείται από τρεις πλευρές:
- Την υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές τεχνολογιών, κυρίως από την Κίνα.
- Την υστέρηση επενδύσεων σε δίκτυα και αποθήκευση.
- Την αδυναμία πλήρους εξηλεκτρισμού των μεταφορών και της θέρμανσης.
Το στοίχημα είναι σαφές: η Ευρώπη πρέπει να κινηθεί ταχύτερα για να διασφαλίσει χαμηλές τιμές και ενεργειακή ασφάλεια, αλλιώς ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης και απώλειας θέσεων εργασίας θα γίνει πραγματικότητα.
www.worldenergynews.gr






