
Προς το παρόν, οι αποδόσεις των περιφερειακών ομολόγων είναι αρκετά ελκυστικές ώστε να προσελκύσουν επενδυτές που στο παρελθόν απέφευγαν χώρες που θεωρούνταν προβληματικές και ασταθείς
Καθώς οι ανησυχίες για τα δημοσιονομικά ελλείμματα προκάλεσαν αναταράξεις στις παγκόσμιες αγορές ομολόγων τον περασμένο μήνα, κάτι παράδοξο συνέβη: τα κρατικά ομόλογα της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας σημείωσαν άνοδο.
Σύμφωνα με το Bloomberg, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ένα τέτοιο σενάριο θα θεωρούνταν αδιανόητο.
Οι τρεις χώρες βρίσκονταν μόνιμα στο περιθώριο των ευρωπαϊκών αγορών — στα μάτια των επενδυτών, επρόκειτο για «ανεπίδεκτους μαθήσεως» με υπερδιογκωμένες γραφειοκρατίες και ανεξέλεγκτες δαπάνες.
Σε περιόδους διεθνούς ανησυχίας για το δημόσιο χρέος, τα ομόλογά τους συνήθως κατέρρεαν.
Οι τρεις χώρες βρίσκονταν μόνιμα στο περιθώριο των ευρωπαϊκών αγορών — στα μάτια των επενδυτών, επρόκειτο για «ανεπίδεκτους μαθήσεως» με υπερδιογκωμένες γραφειοκρατίες και ανεξέλεγκτες δαπάνες.
Σε περιόδους διεθνούς ανησυχίας για το δημόσιο χρέος, τα ομόλογά τους συνήθως κατέρρεαν.
Σήμερα όμως, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία αναδύονται ως απρόσμενοι "φύλακες" της δημοσιονομικής σύνεσης, διατηρώντας ελεγχόμενα ελλείμματα μετά τα σκληρά διδάγματα λιτότητας που ανέτρεψαν κυβερνήσεις την προηγούμενη δεκαετία.

Αντιθέτως, μεγαλύτερες οικονομίες όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία επιμένουν σε επεκτατικές πολιτικές, διογκώνοντας τα χρέη τους.

Αντιθέτως, μεγαλύτερες οικονομίες όπως η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία επιμένουν σε επεκτατικές πολιτικές, διογκώνοντας τα χρέη τους.
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: η διαφορά απόδοσης μεταξύ των ιταλικών και των γερμανικών 10ετών ομολόγων έχει περιοριστεί κάτω από τη μία ποσοστιαία μονάδα — στα μόλις 0,92%, από 5,7% που ήταν πριν μια δεκαετία. Η απόσταση μεταξύ "κέντρου" και "περιφέρειας" στην Ευρωζώνη δείχνει να συρρικνώνεται, καθώς οι αγορές πλέον τιμωρούν αδιάκριτα τους μεγάλους δανειολήπτες.
«Το περιβάλλον για τα ομόλογα της περιφέρειας είναι πλέον πολύ ευνοϊκότερο», σχολιάζει ο Πάτρικ Μπαρμπέ, ανώτερος διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Neuberger Berman, η οποία διαχειρίζεται 6 δισ. δολάρια σε ομόλογα. «Οι χώρες αυτές έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες για τα ελλείμματά τους και επωφελούνται από υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με πολλές κεντρικές οικονομίες». Ο ίδιος προβλέπει περαιτέρω υπεραπόδοση για τα ιταλικά ομόλογα.
Η ανατροπή είναι τόσο έντονη, που η Γαλλία βλέπει πλέον το κόστος δανεισμού της σε 10ετή ομόλογα να ξεπερνά αυτό της Ισπανίας και να πλησιάζει επικίνδυνα το επίπεδο της Ελλάδας — μόλις 3 μονάδες βάσης χαμηλότερα.
Κάποτε, η στρατηγική σύγκλισης αποδόσεων στην Ευρωζώνη ήταν ένα επώδυνο στοίχημα, που διατηρούνταν ζωντανό μόνο χάρη στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την πολιτική μηδενικών επιτοκίων. Σήμερα όμως, η δυναμική έχει αλλάξει ριζικά — και οι επενδυτές επανεκτιμούν τα δεδομένα.
Η περίπτωση της Ιταλίας
Η περίπτωση της Ιταλίας
Η μεταμόρφωση της Ιταλίας είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια χώρα που επί χρόνια ταυτιζόταν με πολιτική αστάθεια, αναιμική ανάπτυξη και υπέρογκα χρέη, αναδεικνύεται πλέον —σχεδόν απρόσμενα— σε "αγαπημένο" των αγορών.


Το γνωστό «spread» —η διαφορά απόδοσης ανάμεσα στα ιταλικά BTP και τα γερμανικά bunds— βρίσκεται πλέον στα 92 μονάδες βάσης, όταν στην κρίση χρέους του 2011 είχε εκτιναχθεί σε ιστορικά υψηλά και οδήγησε στην πτώση της τότε ιταλικής κυβέρνησης.
Η απότομη αυτή αλλαγή έχει οδηγήσει σε ρεκόρ εισροών ξένων επενδύσεων στην Ιταλία από τις αρχές του 2024.
Οι Μπαρμπέ και Γιανίκ Λουαρά, επίσης της Neuberger Berman, αγόρασαν ιταλικά ομόλογα κατά την αναταραχή του Απριλίου, εστιάζοντας σε περαιτέρω μείωση της διαφοράς αποδόσεων προς τις 80 μονάδες βάσης έως το τέλος του έτους. Ακόμη πιο αισιόδοξοι εμφανίζονται οι στρατηγικοί αναλυτές της Barclays, που βλέπουν το spread να περιορίζεται στις 70 μονάδες βάσης μέσα στους επόμενους έξι μήνες.
Οι ανησυχίες για τα δημόσια οικονομικά των Ηνωμένων Πολιτειών οδήγησαν την απόδοση των 30ετών αμερικανικών ομολόγων πάνω από το 5% τον περασμένο μήνα — για πρώτη φορά από το 2023. Την ίδια στιγμή, η Ιταλία είδε το κόστος δανεισμού της για το ίδιο χρονικό διάστημα να υποχωρεί περίπου κατά 50 μονάδες βάσης, φτάνοντας στο 4,3% από τα υψηλά 16 μηνών που καταγράφηκαν τον Απρίλιο.
Σε μια περίοδο όπου η Ουάσιγκτον απώλεσε και την τελευταία αξιολόγηση ΑΑΑ, η Ιταλία και η Ελλάδα πέτυχαν αναβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας κατά μία βαθμίδα φέτος, χάρη στην αυστηρή δημοσιονομική διαχείριση και στον περιορισμό των δαπανών. Η Ιταλία αξιολογείται πλέον με BBB+ από τον οίκο S&P Global Ratings, δηλαδή τρία σκαλοπάτια πάνω από το «junk», ενώ η Ελλάδα έχει ανέβει στο BBB, αγγίζοντας για πρώτη φορά μετά την κρίση την «επενδυτική βαθμίδα».
«Τα ελλείμματα των προϋπολογισμών κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση — κάτι που δεν ισχύει για πολλές από τις χώρες του πυρήνα», επισημαίνει ο Φελίπε Βιγιαροέλ, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην TwentyFour Asset Management.
Ένας σημαντικός παράγοντας πίσω από τη μείωση της διαφοράς αποδόσεων ανάμεσα στη Γερμανία και τις πιο χρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης είναι η ίδια η Γερμανία. Υπό την κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς, το Βερολίνο εγκατέλειψε τη δημοσιονομική αυστηρότητα και στράφηκε σε αυξημένες δαπάνες για άμυνα και υποδομές.
«Η αυξημένη έκδοση γερμανικών ομολόγων αντανακλά τα νέα δημοσιονομικά σχέδια της χώρας, σε αντίθεση με την περιφέρεια», εξηγεί η Πρία Μίσρα, διαχειρίστρια κεφαλαίων στην J.P. Morgan Asset Management.
Η αντιστροφή αυτή στη δυναμική των αγορών φέρνει στο φως μια νέα πραγματικότητα: οι «συνήθεις ύποπτοι» της προηγούμενης δεκαετίας μετατρέπονται πλέον σε αξιόπιστους εκδότες χρέους, ενώ οι παραδοσιακοί δημοσιονομικά υπεύθυνοι βρίσκονται στο επίκεντρο των ανησυχιών των επενδυτών.
Το ρίσκο
Το ρίσκο
Αν και η Ιταλία και η Ελλάδα βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος, παραμένει ένα βασικό ρίσκο: οι δύο χώρες εξακολουθούν να έχουν από τα υψηλότερα δημόσια χρέη στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα, οι δανειακές εξάρσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας απειλούν να διατηρήσουν ή και να ενισχύσουν τα παγκόσμια επιτόκια αναφοράς. Έτσι, ακόμα κι αν το «premium» που πληρώνουν για να δανειστούν σε σχέση με τη Γερμανία έχει μειωθεί, τα απόλυτα ποσά που ξοδεύουν για τόκους παραμένουν υψηλά — επιβαρύνοντας τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική τους εικόνα.
Προς το παρόν, οι αποδόσεις των περιφερειακών ομολόγων είναι αρκετά ελκυστικές ώστε να προσελκύσουν επενδυτές που στο παρελθόν απέφευγαν χώρες που θεωρούνταν προβληματικές ή κακοδιαχειριζόμενες.


Ο σχετικός δείκτης της Bank of America για ομόλογα περιφέρειας της Ευρωζώνης οδεύει προς την καλύτερη τριμηνιαία επίδοση από το 2020, με απόδοση 2,3% από τον Απρίλιο — τη στιγμή που ο αντίστοιχος δείκτης για τις χώρες του G7 παραμένει αμετάβλητος. Στις αγορές μετοχών, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Σλοβενία και η Πολωνία καταγράφουν φέτος μερικές από τις δέκα υψηλότερες αποδόσεις παγκοσμίως σε όρους δολαρίου, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Μια επιπλέον πολιτική συνέπεια από τη σύγκλιση των αγορών: η λιγότερο κατακερματισμένη εικόνα θα μπορούσε να διευκολύνει τις χώρες της Ε.Ε. να προχωρήσουν σε κοινές εκδόσεις ομολόγων για τη χρηματοδότηση αμυντικών δαπανών, στο πλαίσιο της επανεξοπλιστικής προσπάθειας της Ευρώπης, καθώς οι ΗΠΑ περιορίζουν τις δεσμεύσεις τους.
Πάντως, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε στο παρελθόν εκφράσει επιφυλάξεις για τον ρόλο της ΕΚΤ ως «σωτήρα» των αγορών ομολόγων της περιφέρειας, δηλώνοντας χαρακτηριστικά σε συνέντευξη Τύπου τον Μάρτιο του 2020 ότι ο ρόλος της ΕΚΤ «δεν είναι να κλείνει τα spreads».
Έκτοτε, ο τόνος της έχει μετριαστεί και η ΕΚΤ προχώρησε πρόσφατα στην όγδοη διαδοχική μείωση επιτοκίων, στηρίζοντας περαιτέρω τη θετική δυναμική στην αγορά ομολόγων.
«Έχουμε διατηρήσει αυξημένη έκθεση στα ομόλογα της περιφέρειας εδώ και καιρό», σημειώνει ο Φελίπε Βιγιαροέλ της TwentyFour Asset Management. «Τα spreads έχουν μειωθεί — και όχι τυχαία».
www.worldenergynews.gr