Μια ανάλυση του ευρωπαϊκού δικτύου ηλεκτροδότησης με ορίζοντα το μέλλον, καταδεικνύει ότι το μεταβλητό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ θα μπορούσε να μειωθεί έως και 57% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2023, εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι του 2030 για τις ανανεώσιμες πηγές και την ενεργειακή αποδοτικότητα
Η επέκταση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να μειώσει σημαντικά το κόστος παραγωγής ρεύματος, να ενισχύσει την ενεργειακή αυτονομία και να στηρίξει τη μετάβαση προς μια καθαρή και ανταγωνιστική βιομηχανία, σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (EEA), που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 26 Ιουνίου.
Την ίδια στιγμή, ο ταχύτερος εξηλεκτρισμός στη θέρμανση, τις μεταφορές και τη βιομηχανία κρίνεται απαραίτητος για να διασφαλιστεί το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας σε όρους καθαρότητας και ανταγωνιστικότητας.
Η έκθεση του EEA με τίτλο «Ανανεώσιμες, Ηλεκτροκίνηση και Ευελιξία — για έναν ανταγωνιστικό ενεργειακό μετασχηματισμό της ΕΕ έως το 2030» καταγράφει την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, όπου οι εκπομπές CO₂ έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ωστόσο, η απανθρακοποίηση της θέρμανσης και των μεταφορών, τομείς που εξακολουθούν να εξαρτώνται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, παρουσιάζει σαφώς πιο αργούς ρυθμούς.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι το 2022, οι αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου οδήγησαν σε διπλασιασμό του λογαριασμού εισαγωγών ενέργειας της ΕΕ, ο οποίος ανήλθε στο 4% του ΑΕΠ.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας —με αιχμή τον ήλιο και τον άνεμο— προβάλλουν ως η πιο βιώσιμη στρατηγική για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και για τη διαμόρφωση ενός ανθεκτικότερου ενεργειακού συστήματος.
Η μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη στην ηλεκτροκίνηση, τροφοδοτούμενη από καθαρές, εγχώριες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεν είναι μόνο περιβαλλοντικά αναγκαία, αλλά αποτελεί και το θεμέλιο για την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας και της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά.
Η επένδυση στην εγχώρια παραγωγή ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με ενισχυμένες προσπάθειες για την αύξηση της ενεργειακής και υλικής αποδοτικότητας, μπορεί να επιτρέψει στα κράτη μέλη της ΕΕ να αντικαταστήσουν τις ασταθείς εισαγωγές ορυκτών καυσίμων με διαθέσιμες, φθηνότερες και καθαρότερες ενεργειακές πηγές.
Μια ανάλυση του ευρωπαϊκού δικτύου ηλεκτροδότησης με ορίζοντα το μέλλον, καταδεικνύει ότι το μεταβλητό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ θα μπορούσε να μειωθεί έως και 57% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2023, εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι του 2030 για τις ανανεώσιμες πηγές και την ενεργειακή αποδοτικότητα.
Μακροπρόθεσμα, αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, ενώ βραχυπρόθεσμα τα οφέλη πιθανόν να εξισορροπηθούν εν μέρει από τις αναγκαίες επενδύσεις σε ένα πιο ευέλικτο ευρωπαϊκό δίκτυο και άλλες εθνικές δαπάνες.
Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος επισημαίνει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ηλεκτροκίνηση αποτελούν τον βασικό δρόμο προς μεγαλύτερη ενεργειακή ανεξαρτησία και βιώσιμες τιμές ενέργειας, λειτουργώντας ως αντίβαρο στη διαμόρφωση των τιμών από το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Για να αξιοποιηθούν πλήρως τα οφέλη της μετάβασης, η έκθεση αναδεικνύει τρεις βασικές προτεραιότητες.
Πρώτον, χρειάζεται απελευθέρωση κεφαλαίων για την ταχεία αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από ανανεώσιμες πηγές στο 77% έως το 2030, από ποσοστό λίγο πάνω από το 50% σήμερα.
Αυτό απαιτεί ελκυστικά φορολογικά και ρυθμιστικά πλαίσια που θα ενθαρρύνουν την επενδυτική δραστηριότητα.
Δεύτερον, πρέπει να διπλασιαστεί η ευελιξία του ενεργειακού συστήματος μέσω της ενίσχυσης των έξυπνων, διασυνδεδεμένων δικτύων, της αποκεντρωμένης διαχείρισης ζήτησης και των λύσεων αποθήκευσης ενέργειας.
Τρίτον, απαιτείται ενίσχυση του πανευρωπαϊκού συντονισμού, ιδίως ως προς τις διασυνοριακές υποδομές και τον σχεδιασμό, ώστε να εξαλειφθούν οι περιφερειακές ανισορροπίες, να μειωθούν οι αναποτελεσματικότητες και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος.
Παράλληλα, η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη για έναν στοχευμένο και τομεακό προσανατολισμό πολιτικής.
Η ηλεκτροκίνηση και η θέρμανση κατοικιών, με τη στήριξη αντλιών θερμότητας και βαθιών ανακαινίσεων κτιρίων, θεωρείται κρίσιμη για την ταχεία απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Στον βιομηχανικό τομέα, η σταθερότητα του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ λειτουργεί ως ισχυρό οικονομικό κίνητρο για την περαιτέρω μείωση των εκπομπών. Στις μεταφορές, η επιτάχυνση της διείσδυσης των ηλεκτρικών οχημάτων, σε συνδυασμό με επενδύσεις σε υποδομές για βάδισμα, ποδηλασία και μέσα μαζικής μεταφοράς, μπορεί να επιφέρει ταυτόχρονα απανθρακοποίηση και εξοικονόμηση για τους καταναλωτές.
Η συντονισμένη δράση μεταξύ των κρατών μελών κρίνεται απαραίτητη, με την ευθυγράμμιση της φορολογίας και των τιμολογιακών σημάτων σε ολόκληρο το ενεργειακό σύστημα και τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα, οι οποίες έφτασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα την περίοδο 2022–2023.
Για να αναστραφεί η στασιμότητα στην πρόοδο της ηλεκτροκίνησης μέχρι το 2030, απαιτούνται καθαρά οικονομικά σήματα, αλλά και ολοκληρωμένα πακέτα πολιτικής που θα καθοδηγούν τις καταναλωτικές αποφάσεις, ιδίως στους τομείς των κατασκευών και των μεταφορών.
Την ίδια στιγμή, ο ταχύτερος εξηλεκτρισμός στη θέρμανση, τις μεταφορές και τη βιομηχανία κρίνεται απαραίτητος για να διασφαλιστεί το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας σε όρους καθαρότητας και ανταγωνιστικότητας.
Η έκθεση του EEA με τίτλο «Ανανεώσιμες, Ηλεκτροκίνηση και Ευελιξία — για έναν ανταγωνιστικό ενεργειακό μετασχηματισμό της ΕΕ έως το 2030» καταγράφει την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, όπου οι εκπομπές CO₂ έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ωστόσο, η απανθρακοποίηση της θέρμανσης και των μεταφορών, τομείς που εξακολουθούν να εξαρτώνται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, παρουσιάζει σαφώς πιο αργούς ρυθμούς.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι το 2022, οι αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου οδήγησαν σε διπλασιασμό του λογαριασμού εισαγωγών ενέργειας της ΕΕ, ο οποίος ανήλθε στο 4% του ΑΕΠ.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας —με αιχμή τον ήλιο και τον άνεμο— προβάλλουν ως η πιο βιώσιμη στρατηγική για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και για τη διαμόρφωση ενός ανθεκτικότερου ενεργειακού συστήματος.
Η μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη στην ηλεκτροκίνηση, τροφοδοτούμενη από καθαρές, εγχώριες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεν είναι μόνο περιβαλλοντικά αναγκαία, αλλά αποτελεί και το θεμέλιο για την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας και της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά.
Η επένδυση στην εγχώρια παραγωγή ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με ενισχυμένες προσπάθειες για την αύξηση της ενεργειακής και υλικής αποδοτικότητας, μπορεί να επιτρέψει στα κράτη μέλη της ΕΕ να αντικαταστήσουν τις ασταθείς εισαγωγές ορυκτών καυσίμων με διαθέσιμες, φθηνότερες και καθαρότερες ενεργειακές πηγές.
Μια ανάλυση του ευρωπαϊκού δικτύου ηλεκτροδότησης με ορίζοντα το μέλλον, καταδεικνύει ότι το μεταβλητό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ θα μπορούσε να μειωθεί έως και 57% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2023, εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι του 2030 για τις ανανεώσιμες πηγές και την ενεργειακή αποδοτικότητα.
Μακροπρόθεσμα, αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, ενώ βραχυπρόθεσμα τα οφέλη πιθανόν να εξισορροπηθούν εν μέρει από τις αναγκαίες επενδύσεις σε ένα πιο ευέλικτο ευρωπαϊκό δίκτυο και άλλες εθνικές δαπάνες.
Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος επισημαίνει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ηλεκτροκίνηση αποτελούν τον βασικό δρόμο προς μεγαλύτερη ενεργειακή ανεξαρτησία και βιώσιμες τιμές ενέργειας, λειτουργώντας ως αντίβαρο στη διαμόρφωση των τιμών από το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Για να αξιοποιηθούν πλήρως τα οφέλη της μετάβασης, η έκθεση αναδεικνύει τρεις βασικές προτεραιότητες.
Πρώτον, χρειάζεται απελευθέρωση κεφαλαίων για την ταχεία αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από ανανεώσιμες πηγές στο 77% έως το 2030, από ποσοστό λίγο πάνω από το 50% σήμερα.
Αυτό απαιτεί ελκυστικά φορολογικά και ρυθμιστικά πλαίσια που θα ενθαρρύνουν την επενδυτική δραστηριότητα.
Δεύτερον, πρέπει να διπλασιαστεί η ευελιξία του ενεργειακού συστήματος μέσω της ενίσχυσης των έξυπνων, διασυνδεδεμένων δικτύων, της αποκεντρωμένης διαχείρισης ζήτησης και των λύσεων αποθήκευσης ενέργειας.
Τρίτον, απαιτείται ενίσχυση του πανευρωπαϊκού συντονισμού, ιδίως ως προς τις διασυνοριακές υποδομές και τον σχεδιασμό, ώστε να εξαλειφθούν οι περιφερειακές ανισορροπίες, να μειωθούν οι αναποτελεσματικότητες και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος.
Παράλληλα, η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη για έναν στοχευμένο και τομεακό προσανατολισμό πολιτικής.
Η ηλεκτροκίνηση και η θέρμανση κατοικιών, με τη στήριξη αντλιών θερμότητας και βαθιών ανακαινίσεων κτιρίων, θεωρείται κρίσιμη για την ταχεία απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Στον βιομηχανικό τομέα, η σταθερότητα του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ λειτουργεί ως ισχυρό οικονομικό κίνητρο για την περαιτέρω μείωση των εκπομπών. Στις μεταφορές, η επιτάχυνση της διείσδυσης των ηλεκτρικών οχημάτων, σε συνδυασμό με επενδύσεις σε υποδομές για βάδισμα, ποδηλασία και μέσα μαζικής μεταφοράς, μπορεί να επιφέρει ταυτόχρονα απανθρακοποίηση και εξοικονόμηση για τους καταναλωτές.
Η συντονισμένη δράση μεταξύ των κρατών μελών κρίνεται απαραίτητη, με την ευθυγράμμιση της φορολογίας και των τιμολογιακών σημάτων σε ολόκληρο το ενεργειακό σύστημα και τη σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα, οι οποίες έφτασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα την περίοδο 2022–2023.
Για να αναστραφεί η στασιμότητα στην πρόοδο της ηλεκτροκίνησης μέχρι το 2030, απαιτούνται καθαρά οικονομικά σήματα, αλλά και ολοκληρωμένα πακέτα πολιτικής που θα καθοδηγούν τις καταναλωτικές αποφάσεις, ιδίως στους τομείς των κατασκευών και των μεταφορών.
www.worldenergynews.gr






