Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την ομάδα της Evelina Fedorenko και του Edward Gibson στο MIT και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences
Η Άννα στέκεται στο μπαλκόνι, κοιτάζοντας τη βροχή που πέφτει ασταμάτητα. «Τι ωραία μέρα για πικνίκ», λέει ο σύντροφός της. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Άννα καταλαβαίνει ότι δεν μιλάει κυριολεκτικά. Ο εγκέφαλός της ερμηνεύει τον σαρκασμό, συνδυάζοντας το πλαίσιο, τον τόνο της φωνής και την κοινή γνώση για τον καιρό. Αυτή η καθημερινή, σχεδόν αυτόματη διαδικασία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μεγάλης νέας έρευνας του MIT, που ρίχνει φως στο πώς αντιλαμβανόμαστε το κρυφό νόημα στη γλώσσα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 800 ενήλικες, οι λεγόμενες πραγματολογικές δεξιότητες της γλώσσας—δηλαδή η ικανότητα να κατανοούμε σαρκασμό, ειρωνεία, έμμεσες αιτήσεις και μη κυριολεκτικές εκφράσεις—δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Αντίθετα, οργανώνονται σε τρεις διακριτές γνωστικές ομάδες, καθεμία από τις οποίες στηρίζεται σε διαφορετικούς τρόπους κατανόησης του νοήματος.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την ομάδα της Evelina Fedorenko και του Edward Gibson στο MIT και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences. Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια προσέγγιση που εστιάζει στις ατομικές διαφορές, ζητώντας από τους συμμετέχοντες να ολοκληρώσουν 20 διαφορετικές δοκιμασίες που σχετίζονταν με την κατανόηση του μη κυριολεκτικού λόγου.
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν τρεις βασικούς «πυλώνες» κατανόησης:
Ο πρώτος σχετίζεται με το πώς ερμηνεύουμε τα λεγόμενα των άλλων με βάση τους κοινωνικούς κανόνες και το πλαίσιο της συζήτησης. Εδώ εντάσσονται οι κοινωνικοί κανόνες και οι άγραφες συμβάσεις της επικοινωνίας: πότε κάποιος μιλά ειρωνικά, πώς διατυπώνει μια έμμεση απαίτηση ή γιατί επιλέγει μια συγκεκριμένη φράση σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.
Ο δεύτερος πυλώνας βασίζεται στη γνώση του φυσικού κόσμου. Για να καταλάβουμε το πραγματικό νόημα μιας πρότασης, συχνά χρειάζεται να γνωρίζουμε πώς λειτουργούν τα πράγματα γύρω μας. Αν κάποιος πει «το πάρτι αδειάζει» νωρίς το βράδυ, το συμπέρασμα είναι διαφορετικό απ’ ό,τι αν το πει τα ξημερώματα.
Ο τρίτος πυλώνας αφορά την τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ο τόνος της φωνής—τη «μελωδία» της ομιλίας. Μια αλλαγή στην έμφαση ή στον τόνο της φωνής μπορεί να μετατρέψει μια ουδέτερη πρόταση σε παράπονο, υπονοούμενο ή κατηγορία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι οι δεξιότητες αυτές δεν σχετίζονται απλώς με το πόσο «έξυπνος» είναι κάποιος ή με το πόσο καλά ακούει. Αντίθετα, φαίνεται να βασίζονται σε διαφορετικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου.
Το νέο αυτό πλαίσιο μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο για την κατανόηση των επικοινωνιακών διαφορών. Μπορεί, για παράδειγμα, να βοηθήσει τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα γιατί ορισμένα άτομα στο φάσμα του αυτισμού δυσκολεύονται να «διαβάσουν» κοινωνικά υπονοούμενα, αλλά και γιατί άνθρωποι που μεγαλώνουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον έμμεσο λόγο.
Σε ορισμένες κοινωνίες κυριαρχεί η αμεσότητα, ενώ σε άλλες ο υπαινιγμός και το μη κυριολεκτικό νόημα θεωρούνται αυτονόητα. Για την Άννα —και τελικά για όλους μας— ο σαρκασμός δεν είναι απλώς μια μορφή χιούμορ, αλλά ένα παράδειγμα της εντυπωσιακής ικανότητας του εγκεφάλου να συνδυάζει τόνο, πλαίσιο και εμπειρία για να καταλαβαίνει όσα δεν λέγονται ξεκάθαρα.
www.worldenergynews.gr
Σύμφωνα με τη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 800 ενήλικες, οι λεγόμενες πραγματολογικές δεξιότητες της γλώσσας—δηλαδή η ικανότητα να κατανοούμε σαρκασμό, ειρωνεία, έμμεσες αιτήσεις και μη κυριολεκτικές εκφράσεις—δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Αντίθετα, οργανώνονται σε τρεις διακριτές γνωστικές ομάδες, καθεμία από τις οποίες στηρίζεται σε διαφορετικούς τρόπους κατανόησης του νοήματος.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την ομάδα της Evelina Fedorenko και του Edward Gibson στο MIT και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences. Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια προσέγγιση που εστιάζει στις ατομικές διαφορές, ζητώντας από τους συμμετέχοντες να ολοκληρώσουν 20 διαφορετικές δοκιμασίες που σχετίζονταν με την κατανόηση του μη κυριολεκτικού λόγου.
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν τρεις βασικούς «πυλώνες» κατανόησης:
Ο πρώτος σχετίζεται με το πώς ερμηνεύουμε τα λεγόμενα των άλλων με βάση τους κοινωνικούς κανόνες και το πλαίσιο της συζήτησης. Εδώ εντάσσονται οι κοινωνικοί κανόνες και οι άγραφες συμβάσεις της επικοινωνίας: πότε κάποιος μιλά ειρωνικά, πώς διατυπώνει μια έμμεση απαίτηση ή γιατί επιλέγει μια συγκεκριμένη φράση σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.
Ο δεύτερος πυλώνας βασίζεται στη γνώση του φυσικού κόσμου. Για να καταλάβουμε το πραγματικό νόημα μιας πρότασης, συχνά χρειάζεται να γνωρίζουμε πώς λειτουργούν τα πράγματα γύρω μας. Αν κάποιος πει «το πάρτι αδειάζει» νωρίς το βράδυ, το συμπέρασμα είναι διαφορετικό απ’ ό,τι αν το πει τα ξημερώματα.
Ο τρίτος πυλώνας αφορά την τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ο τόνος της φωνής—τη «μελωδία» της ομιλίας. Μια αλλαγή στην έμφαση ή στον τόνο της φωνής μπορεί να μετατρέψει μια ουδέτερη πρόταση σε παράπονο, υπονοούμενο ή κατηγορία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι οι δεξιότητες αυτές δεν σχετίζονται απλώς με το πόσο «έξυπνος» είναι κάποιος ή με το πόσο καλά ακούει. Αντίθετα, φαίνεται να βασίζονται σε διαφορετικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου.
Το νέο αυτό πλαίσιο μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο για την κατανόηση των επικοινωνιακών διαφορών. Μπορεί, για παράδειγμα, να βοηθήσει τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα γιατί ορισμένα άτομα στο φάσμα του αυτισμού δυσκολεύονται να «διαβάσουν» κοινωνικά υπονοούμενα, αλλά και γιατί άνθρωποι που μεγαλώνουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον έμμεσο λόγο.
Σε ορισμένες κοινωνίες κυριαρχεί η αμεσότητα, ενώ σε άλλες ο υπαινιγμός και το μη κυριολεκτικό νόημα θεωρούνται αυτονόητα. Για την Άννα —και τελικά για όλους μας— ο σαρκασμός δεν είναι απλώς μια μορφή χιούμορ, αλλά ένα παράδειγμα της εντυπωσιακής ικανότητας του εγκεφάλου να συνδυάζει τόνο, πλαίσιο και εμπειρία για να καταλαβαίνει όσα δεν λέγονται ξεκάθαρα.
www.worldenergynews.gr






